Παραμονή πρωτοχρονιάς

Με το φίλο μου γνωριστήκαμε στην αλάνα του Αγίου Θεράποντος.

Μετά το σχόλασμα απ’ το σχολείο πετούσαμε τις τσάντες και μαζευόμαστε για μπάλα.

Γρήγορα  γρήγορα  χωριζόμαστε σε δύο ομάδες, τρείς και τρείς.  Μπακότερμα,  μέσος και κυνηγός.

Ήταν ένα χαρούμενο παιδί, μ’ ένα γλυκό χαμόγελο , φτωχά ντυμένο. Κλωτσούσε τη μπάλα με το αριστερό πόδι.  Με την οικογένειά του είχαν κουρνιάσει στριμωγμένοι  σ’ ένα δωμάτιο κοντά στον Πλάτανο, φερμένοι από μακρινό χωριό του νησιού.

Μέρες με πιλάτευε να βγούμε στα κάλαντα.

Πλησιάζανε οι γιορτές.

Άντε ρε να βγούμε, θα τα κονομήσουμε.

Γιατί ντρέπεσαι.  Αφού σου λέω ….

Εγώ θα τραγουδώ. Εσύ μόνο θα παίζεις μπουζούκι .

Κάθε μέρα τα ίδια και πάλι απ’ την αρχή.

‘Αντε ρε,  θα βγούμε ?.

Έγινε φορτικός. Άρχισα να το σκέφτομαι.

Εντάξει, θα βγούμε με μια συμφωνία.

Θα σ’ ακούσω να δω ότι δε φαλτσάρεις και δεύτερον θα πάμε σ’ άλλες γειτονιές γιατί στον Άγιο Θεράποντα τη γειτονιά μου, δεν θέλω να με δουν με το μπουζούκι. Συμφώνησε  σε όλα.

Στο σπίτι η μάνα μου αφού ξεπέρασε την έκπληξη

της μ’ ένα χαμόγελο μου λέει..

Έλα να βρούμε ένα κορδόνι να περάσεις το

μπουζούκι  στο λαιμό  να μη κουράζεσαι. Και θα ντυθείς καλά.

Παραμονή πρωτοχρονιάς. Μουντός καιρός με ένα επίμονο χιονόνερο. Ξεκινήσαμε….

Ο φίλος μου δεν φορούσε πανωφόρι αλλά δυό τρία πουλόβερ το ένα πάνω απ’ τ’ άλλο κι’ ένα κασκόλ στο λαιμό.

Η δουλειά πήγαινε καλλίτερα απ’ ότι υπολογίζαμε. Εκείνος καλλίφωνος   με δυνατή φωνή. Τον συνόδευα όμορφα και ‘γω και όλα πήγαιναν ρολόι. Κρατούσε και το ταμείο που όλο και μεγάλωνε.

Κόντευε μεσημέρι. Στρίψαμε  στην Ναυμάχου Αποστόλη και αρχίσαμε να ανεβαίνουμε χτυπώντας τις πόρτες.

Αριστερά σ’ ένα σπίτι σαν να μας περίμεναν. Μας άνοιξαν πριν προλάβουμε να χτυπήσουμε.

Τον νοικοκύρη τον γνώρισα. Διοικητικός διευθυντής στο εργοστάσιο βυρσοδεψίας του νησιού. Τον θυμάμαι  να συνοδεύει το μεγάλο αφεντικό ένα βήμα πίσω του, απ’ τα γραφεία της εταιρείας – κοντά στο σπίτι μας – προς το αυτοκίνητο  όπου τους περίμενε υπομονετικά ο οδηγός.

Μαύρο κουστούμι ,καλογυαλισμένα παπούτσια χρυσά  μυωπικά γυαλιά ,μπριγιαντίνη στα μαλλιά και δυό πάνω δόντια πεταχτά που δεν του επέτρεπαν να κλείσει  εύκολα το στόμα του.

Μας άφησαν να τους πούμε τα κάλαντα .  Η νοικοκυρά είχε σταυρώσει τα  χέρια της και με ένα χαμόγελο μας παρακολουθούσε.

Μας κέρασαν  δίνοντας μας και ένα  ολόκληρο δεκάρικο. Ετοιμαζόμασταν  να φύγουμε.

Ο κύριος ζήτησε από το φίλο μου να καθίσει σ’ ένα κάθισμα και να βγάλει τα παπούτσια του.

Στα χέρια του κρατούσε ένα υπέροχο ζευγάρι χειροποίητα παπούτσια που μόλις τα είχε βγάλει απ’ το κουτί τους.

Τότε παρατήρησα ότι ο φίλος μου δεν φορούσε κάλτσες και τα παπούτσια του είχαν τρύπες που προσπαθούσε να κλείσει  με δυό κομμάτια από χαρτόνι που κι΄ αυτά είχαν  λιώσει. Πατούσε κάτω.

Τα παπούτσια ήταν λίγο μεγάλα. Τον συμβούλεψε να βάλει στις μύτες λίγο μπαμπάκι κι’ ένα πάτο. Του τα χάρισε.

Η συγκίνηση και η απέραντη ευτυχία είχε απλωθεί στο πρόσωπο του φίλου μου αλλά και του ευγενικού ζευγαριού.

Μόλις βγήκαμε απ’ το σπίτι ή μοιρασιά του ταμείου έγινε εκεί. Επιτόπου.

Έφυγε  τρεχάτος για το σπίτι κρατώντας στην αγκαλιά του τα παπούτσια.

Παραμονή πρωτοχρονιάς .

Κάποτε γίνονται θαύματα. Έστω και μικρά….

Ν.Τ                                                  Οκτώβριος 2023