Η πρωτοβουλία των Φίλων Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας, να συνδιοργανώσουν με την ΕΣΗΕΠΗΝ και την ΕΛΜΕ, Αφιέρωμα στον Απόστολο Αποστόλου, βρήκε μεγάλη ανταπόκριση σε πολλούς συντοπίτες μας, σε μεγαλύτερους που ήθελαν να τον θυμηθούν και σε νεώτερους που θέλησαν να τον γνωρίσουν. Ήταν μια καλή συνεργασία, που πιστεύουμε ότι παρουσίασε στους Συντοπίτες μας ένα σημαντικό Αφιέρωμα.

Με συγκίνηση και ιδιαίτερο ενδιαφέρον όσοι και όσες γέμισαν ασφυκτικά την αίθουσα εκδηλώσεων των κεντρικών Λυκείων Μυτιλήνης, παρακολούθησαν τις ομιλίες για κάθε περίοδο κοινωνικής προσφοράς του «Δάσκαλου», παράλληλα με προβολή διαφανειών αντίστοιχων ντοκουμέντων. Η εκδήλωση άρχισε με ένα εξαιρετικό βίντεο του συνθέτη Νίκου Τσιριγώτη, η δε συγκίνηση κορυφώθηκε με τα λόγια των εγγονών του. Στο χώρο λειτουργούσε έκθεση γνωστών και άγνωστων ντοκουμέντων, από την πολυτάραχη ζωή του λαϊκού αγωνιστή Απόστολου Αποστόλου, που αφιέρωσε τη ζωή του στην Εκπαίδευση, στην Αντίσταση, στην Αυτοδιοίκηση. Πολλά γράφτηκαν στα τοπικά ΜΜΕ, πριν και μετά την εκδήλωση, που δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε εδώ. Τα τρία αυτοβιογραφικά βιβλία του Δάσκαλου, υπάρχουν στην Ιστοσελίδα των ΦΙΜΠΟΔ (ψηφιοποιημένα από τα ΓΑΚ και την Δ.Κ. Βιβλιοθήκη Μυτιλήνης), όπως και πολλές αναρτήσεις για τους αγώνες και τις διώξεις του. Ευχαριστούμε θερμά όσους συνέβαλαν στην προετοιμασία και την πραγματοποίηση του Αφιερώματος στον Απόστολο Αποστόλου, 33 χρόνια μετά τον θάνατό του.

Την οργάνωση του αφιερώματος στον Απόστολο Αποστόλου, επιμελήθηκε Οργανωτική Επιτροπή των 3 συνδιοργανωτών, ενώ ο Κώστας Καρατζάς, έχει αναλάβει την τεχνική υποστήριξη και επιμέλεια της εκδήλωσης. Τις αφίσες της εκδήλωσης φιλοτέχνησε η  Μυρσίνη Κουτσκουδή. Η παρουσίαση έγινε απ’ την Πέλλη Γιακουμή, που άνοιξε το αφιέρωμα λέγοντας : « -Στις 22 Ιανουαρίου του 1991 έφυγε από τη ζωή ο «Δάσκαλος» Απόστολος Αποστόλου σε ηλικία 90 ετών.Η ζωή του Απόστολου Αποστόλου ταυτίστηκε με την Ιστορία του Νησιού μας, με όλα τα κορυφαία ,τραγικά και επαναστατικά γεγονότα του εικοστού αιώνα.Γεννημένος στον Μανταμάδο το 1901 έζησε σαν παιδί την απελευθέρωση του 1912 ,ως στρατιώτης την εκστρατεία μέχρι τον Σαγγάριο, την άτακτη οπισθοχώρηση ,την Μικρασιατική Καταστροφή, την πνευματική Λεσβιακή άνοιξη ,την ανασυγκρότηση της παιδείας σαν καθηγητής. Η βασιλομεταξική δικτατορία του Μεταξά το 1936, συντάραξε την κοινωνική του συνείδηση και εντάχθηκε στην αντιφασιστική αντίσταση, γνωρίζοντας την πρώτη φυλάκιση.Στην διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής πρωτοστάτησε στην δημιουργία της Κεντρικής Επιτροπής Απελευθερωτικού Αγώνα Λέσβου, που στη συνέχεια εξελίχθηκε στη Νομαρχιακή Επιτροπή του ΕΑΜ.Η πολύπλευρη προσφορά του ως γραμματέα του ΕΑΜ Λέσβου κατά την διάρκεια της Κατοχής ,αλλά και των Λαϊκών Θεσμών στην απελευθέρωση , «τιμήθηκε» με μια καταδίκη «δις εις θάνατον», που μετατράπηκε σε πολυετή φυλάκιση από το ανώμαλο καθεστώς του μετεμφυλιακού κράτους. Αλλά ήρθε και η σειρά του λαού να τον τιμήσει εκλέγοντας τον για πέντε φορές Δήμαρχο Μυτιλήνης (1956,1959,1964,1975,1978),με…. διάλλειμα « παραθερισμού» στη Γυάρο από την Φασιστική Χούντα το 1967.Αγωνιζόταν καθημερινά σαν Δήμαρχος να λύνει μικρά και μεγάλα προβλήματα των δημοτών, αντιμετωπίζοντας στις δύο πρώτες θητείες του, τις διαρκείς διώξεις του αυταρχικού κράτους της δεξιάς, ακόμα και με  παύσεις από τα καθήκοντά του..Στις Δημαρχιακές του θητείες αλλά και μετά μέχρι το θάνατό του πρωτοστατούσε σε πολλά κοινωνικά κινήματα ,για την ανάπτυξη του νησιού μας ,την ειρήνη, την εθνική ανεξαρτησία ,τους δημοκρατικούς θεσμούς .Σαν χημικός που ήταν, έγραψε τρία εκλαϊκευμένα επιστημονικά βιβλία «Το πρόβλημα της ύλης» , «Ματιές στο άπειρο» και το «Άτομο». Ακολούθησαν τα τρία αυτοβιογραφικά του βιβλία «Μνήμες», «Μνήμες Β» και «Σκόρπια από την Αντίσταση», που διασώζουν σημαντικές μαρτυρίες για ιστορικά γεγονότα στη Λέσβο.Με το αφιέρωμα στην ζωή και το έργο του, θέλουμε να αναδείξουμε τους πολύμορφους αγώνες και την προσφορά του «Δάσκαλου», στον τόπο μας και στον Λαό μας, σαν διαχρονικές αξίες, αφού κανένα κοινωνικό, δημοκρατικό και πανανθρώπινο δικαίωμα δεν χαρίζεται».

Τον συντονισμό της εκδήλωσης είχαν, το μέλος των ΦΙΜΠΟΔ Απόστολος Κομνηνάκας, ο Πρόεδρος της ΕΛΜΕ Λέσβου Κώστας Ντουράκης και η Εργασιακή εκπρόσωπος της ΕΣΗΕΠΗΝ για το Βόρειο Αιγαίο Μαρίνα Πολλάτου.

 Το αναλυτικό πρόγραμμα της εκδήλωσης:
  • Προβολή βίντεο του συνθέτη Νίκου Τσιριγώτη για το τιμώμενο πρόσωπο Απόστολο Αποστόλου.
  • Εισαγωγικό σημείωμα για τον Απόστολο Αποστόλου από τη δημοσιογράφο Πέλλη Γιακουμή.
  • Μήνυμα του Προέδρου της ΕΣΗΕΠΗΝ Κυριάκου Κορτέση, συνδιοργανωτή της εκδήλωσης, διαβάζει η Μαρίνα Πολλάτου.
Παρεμβάσεις:
  • «Ένας φοιτητής χημείας από τον Μανταμάδο, στη Μικρασία: Εκεί και πάλι πίσω», Ζήσης Αϊναλής, Φιλόλογος – Ιστορικός.
  • «Δάσκαλος», Κώστας Ντουράκης, Χημικός.
  • Στη συμμετοχή του Αποστόλου στην Αντίσταση, κατά της βασιλομεταξικής δικτατορίας και της γερμανικής κατοχής, θα αναφερθεί ο ερευνητής και συγγραφέας Γιώργος Γαλέτσας.
  • «’’Όπου νάναι Αποστόλου σε γκρεμίζουμε…’’: Εξορίες, φυλακίσεις και καταδίκη δις εις θάνατον!», Θράσος Αβραάμ, δημοσιογράφος.
  • Για τον Δήμαρχο Αποστόλου, με την πολύμορφη κοινωνική και πολιτική δράση, Δημήτρης Μπουρνούς π. Πρόεδρος της ΤΕΔΚ Λέσβου.
  • «Δάσκαλος – Συγγραφέας», Χρήστος Χατζηλίας, Εκπαιδευτικός – Συγγραφέας.
  • Για τον αγαπημένο τους παππού, θα πουν λίγα λόγια τα εγγόνια του, Αποστόλης Ραζής και Ορέστης Παναγιώτου.

«Συμπεράσματα και διατύπωση αιτήματος ανάδειξης του εποπτικού υλικού και των οργάνων Φυσικοχημείας, τα οποία είχαν συγκεντρώσει οι Μιχάλης Στεφανίδης και Απόστολος Αποστόλου», Στρατής Βλαστάρης, μέλος ΦΙΜΠΟΔ.


Ζ. Δ. ΑΪΝΑΛΗΣ

ΕΝΑΣ ΦΟΙΤΗΤΗΣ ΧΗΜΕΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΝΤΑΜΑΔΟ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑΣΙΑ:

ΕΚΕΙ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΠΙΣΩ

Στις 15 Ιουλίου του 1915, ο εικοσιτριάχρονος J.R.R. Tolkien, ενώ έχει επί μακρόν  προσπαθήσει να γλιτώσει τη στράτευσή του, τελικά, αποφοιτώντας, αναγκάζεται να στρατευτεί. Μετά από έντεκα μήνες, τον Ιούνη του 1916, θα σταλεί στο Δυτικό Μέτωπο. Εκεί στη μάχη του Σομ, μία από τις φονικότερες του Μεγάλου Πολέμου, στη λάσπη, στη φρίκη και στην απανθρωποποίηση των χαρακωμάτων, θα χάσει τους πολυτιμότερους νεανικούς του φίλους, αλλά δεν θα χάσει ούτε την ανθρωπιά του ούτε την πίστη του στον άνθρωπο. Όπως και πολλοί άλλοι νέοι της γενιάς του που πολέμησαν στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, βιώνει την κατά Μπένγιαμιν «ένδεια της εμπειρίας».[1] Σε αντίθεση με εκείνους, όμως, ο Τόλκιν δεν θα πάψει ποτέ να προσπαθεί να κατανοήσει και να μεταβιβάσει αυτήν την εμπειρία. Έτσι, είκοσι χρόνια αργότερα, στα 1937, και ενώ τα προμηνύματα ενός νέου μεγάλου πολέμου πληθαίνουν επικίνδυνα, θα δημοσιεύσει το πρώτο του μυθιστόρημα, Χόμπιτ ή Εκεί και Πάλι Πίσω. Στο Χόμπιτ ή Εκεί και Πάλι Πίσω, που για κάποιον ανεξήγητο λόγο ο μισός τίτλος του δεν μεταφράστηκε ποτέ στα ελληνικά, ο Τόλκιν, «μιλώντας με παραμύθια και παραβολές» μετουσιώνει σε υψηλή λογοτεχνία όλη την εμπειρία του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως, θα κάνει αργότερα και με τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών όπου θα μετουσιώσει την εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στον οποίο στρατεύτηκαν και πολέμησαν δύο από τους γιους του.

Είναι πολύ σημαντικό ερμηνευτικά το γεγονός ότι το μυθιστόρημα φέρει ως πλήρη τίτλο το Χόμπιτ ή Εκεί και Πάλι Πίσω. Αυτό το πολύ πραγματικό «Εκεί και Πάλι Πίσω» είναι ο τίτλος που δίνει στο τέλος του μυθιστορήματος ο φανταστικός ήρωας του, το χόμπιτ Μπίλμπο Μπάγκινς, στην αυτοβιογραφία του. Είναι πάνω σε αυτήν την εννοούμενη επιστροφή και στον λόγο περί αυτής που επικοινωνούν νοερά ο Βρετανός συγγραφέας του φανταστικού με τον Γερμανό, ομήλικό του φιλόσοφο, Βάλτερ Μπένγιαμιν. Αμφιβάλλω σοβαρά εάν ο Τόλκιν, με όλη του την ευρυμάθεια και την παροιμιώδη πολυμάθεια, είχε διαβάσει ποτέ του έργα του Μπένγιαμιν. Δεν μπορώ να φανταστώ δύο περισσότερο ανόμοιους στοχαστές, συγγραφείς και ανθρώπους. Και όμως, αυτοί οι δύο τόσο ανόμοιοι μεταξύ τους άνθρωποι, με την τόσο διαφορετική ιδεολογία και κοσμοθεωρία, όντας και οι δύο τέκνα της ίδιας εποχής και των αδιεξόδων της, καταλήγουν σε ένα εντυπωσιακά κοινό συμπέρασμα: οι άνθρωποι της γενιάς τους, που αναχώρησαν σε νεανική ηλικία για το μεγάλο, τρομακτικό «ταξίδι» που έμελλε να είναι ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ένα «ταξίδι» που έθετε σε δοκιμασία τα ίδια τα όρια της ανθρωπιάς και του ανθρώπινου, δεν είχαν τρόπο να μεταβιβάσουν στους υπόλοιπους, τόσο τους συγκαιρινούς τους που δεν γνώρισαν εκ των έσω τη φρίκη του πολέμου, όσο και σε εκείνους που ήρθαν μετά, την εμπειρία τους.

Ο Γερμανός φιλόσοφος, σε δύο δοκίμια, διαπιστώνει την ένδεια ή την έκπτωση της εμπειρίας και τη συνδέει ξεκάθαρα με το τέλος των μεγάλων αφηγήσεων και της ίδιας της τέχνης της αφήγησης, αφού η εμπειρία, αυτό το «Εκεί και πάλι πίσω» το οποίο από αρχαιοτάτων χρόνων στήριξε την τέχνη της αφήγησης, δεν μπορεί πλέον να ιστορηθεί.[2] Ο Βρετανός συγγραφέας σαν να του απαντά λέγοντάς του ότι ναι, δεν μπορεί να ιστορηθεί με τα μέσα της αφήγησης του καπιταλιστικού-αστικού κόσμου, μπορεί όμως να ιστορηθεί μέσω της επιστροφής σε έναν τύπο αφήγησης προ-καπιταλιστικού τύπου, σε έναν τύπο αφήγησης που χωρίς να χάνει την αναφορά του στο παρόν, χρησιμοποιεί κώδικες περασμένων εποχών. Το Χόμπιτ και ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών είναι η απάντηση του Τόλκιν στην αγωνία του Μπένγιαμιν. Ο Τόλκιν κάνει την υπέρβαση που προσδοκά ο Μπένγιαμιν, μόνο που, για να το κατορθώσει, καταφεύγει στο φανταστικό. Ο Τόλκιν δεν μπορεί να συγγράψει ένα ρεαλιστικό μυθιστόρημα στο οποίο θα μετακένωνε το αντιπολεμικό του μήνυμα. Μπορεί όμως να αφηγηθεί υπό μορφή παραμυθιού, ενός ψευδεπίγραφα «μεσαιωνίζοντος» αλληγορικού χρονικού, τη φρικώδη εμπειρία της γενιάς του και της γενιάς των παιδιών του. Εντούτοις, προκειμένου να αφηγηθεί αυτό το «Εκεί και πάλι πίσω» έχει την ανάγκη ενός Χόμπιτ. Πρέπει να επινοήσει τη μορφή ενός πλάσματος που ζει σε μιαν άλλη εποχή, σε έναν άλλον κόσμο, σε έναν μυθωδώς ειρηνικό τόπο, κατεξοχήν αγροτικό και επουδενί βιομηχανικό, το Σάιρ. Ο Τόλκιν χρειάζεται τον Μπίλμπο, πλάσμα απλό και ανοιχτόκαρδο, προερχόμενο από αυτόν τον αγροτο-κτηνοτροφικό κόσμο, έναν κόσμο μακάρια παραδομένο στη νωχελικότητα των εναλλαγών της ζωής στη φύση και στις μικροχαρές αυτής της ζωής, που μοιάζει πια τόσο ασύμβατο με τον γύρω του κόσμο, αυτόν τον κόσμο που ταλανίζεται από τις ίντριγκες και τον τρόμο των μεγάλων γεγονότων που τον υπερβαίνουν, προκειμένου να μπορέσει «να κουβεντιάσει τη φρίκη που είναι ζωντανή, που είναι αμίλητη και προχωράει». Παρεμπιπτόντως, «αμίλητη» σχολιάζει κι ο Σεφέρης.

Διαβάζοντας τα ημερολόγια και τις Μνήμες του Απόστολου Αποστόλου μου ήρθαν αυτόματα στον νου ο Τόλκιν και ο Μπένγιαμιν. Γιατί; Αναρωτήθηκα και ο ίδιος. Γιατί άραγε δεν πήγε ο νους μου, ας πούμε, στον Στράτη Μυριβήλη; Στη Ζωή εν τάφω και στη Δασκάλα με τα χρυσά μάτια; Ή γιατί δεν πήγε στον Erich Maria Remarque και στο Ουδέν νεώτερο από το Δυτικό Μέτωπο; Ή ίσως στον Louis-Ferdinand Céline και στο Ταξίδι στην άκρη της νύχτας; Νομίζω πως αυτό που με έκανε να ανατρέξω στον Τόλκιν ήτανε μια συντομότατη αναφορά στον Μανταμάδο στις Μνήμες. Ήταν αυτός ο τόσο απλός και ανθρώπινος τρόπος με τον οποίον μιλά ο Αποστόλου, μετά την κοσμογονικών διαστάσεων καταστροφή του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος και του ελληνισμού της Μικράς Ασίας, σε μια συντομότατη κατά τ’ άλλα παράγραφο για την επιστροφή στο πατρικό του στον Μανταμάδο, το δικό του Σάιρ: «Μεγάλη ήταν η πίκρα μου», γράφει, «γι’ αυτά που έβλεπα γύρω μου. Την ίδια μέρα έφυγα για το χωριό μου, τον Μανταμάδο. Ξαναείδα τον πατέρα, τη μητέρα και τα μικρότερά μου αδέλφια. Έζησα για λίγες μέρες τη θαλπωρή του πατρικού σπιτιού. Ξεκουράστηκα. Είδα και το κορίτσι μου. Ήταν όλα υπέροχα. Μου φαίνονταν όλα υπέροχα.»[3] Εκεί και πάλι πίσω, λοιπόν. Μόνο που για τον Αποστόλου δεν έχει τελειώσει ακόμα η δοκιμασία. Όχι πίσω, λοιπόν, όχι τελείως πίσω, όχι ακόμα.

Ο Απόστολος Αποστόλου γεννήθηκε το 1901 στον Μανταμάδο της Λέσβου. Το 1912 το νησί περνά στην ελληνική κυριαρχία. Το 1914, τη χρονιά που ξεκινά ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι γονείς του τον στέλνουν να φοιτήσει στο Γυμνάσιο Μυτιλήνης. Όταν τελειώνει το γυμνάσιο το 1919, και παρά τα οικονομικά τους προβλήματα, συμφωνούν να τον στείλουν να σπουδάσει στην Αθήνα, κάτι εξόχως σπάνιο την εποχή εκείνη, όπως σημειώνει και ο ίδιος στις Μνήμες. Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον να σταθούμε για μια στιγμή στον τρόπο με τον οποίον εκφράζεται ο ίδιος ο Αποστόλου: και στις δύο περιπτώσεις, στην έναρξη, δηλαδή, της φοίτησης στο Γυμνάσιο και της έναρξης της φοίτησης στο Πανεπιστήμιο, χρησιμοποιεί την παραπλήσια έκφραση «οι δικοί μου με έστειλαν», στην πρώτη περίπτωση, και «οι δικοί μου αποφάσισαν να με στείλουν», στη δεύτερη. Και στις δύο περιπτώσεις ο Αποστόλου χρησιμοποιεί μια παθητική έκφραση. Σαν να επρόκειτο για αποκλειστική απόφαση των δικών του, σαν να ήταν ο ίδιος αμέτοχος στη λήψη της απόφασης αυτής. Δυσκολεύομαι να το πιστέψω. Την περίοδο εκείνη δεν λάμβανε αψήφιστα ένας γονιός την απόφαση για σπουδές. Όσο και αν η πνευματική κατάσταση του νησιού ήταν τότε πάρα πολύ ψηλά, η γενική συνθήκη ήταν διαφορετική. Επιπροσθέτως, η οικονομική κατάσταση του μεγαλύτερου μέρους του γενικού πληθυσμού ούτε κατά διάνοια επέτρεπε κάτι τέτοιο. Ελάχιστα παιδιά, πραγματικά ελάχιστα, σπούδαζαν, γενικώς, στο ελληνικό κράτος. Ο ίδιος σχολιάζει ότι οι υποψήφιοι σπουδαστές ήταν τόσο λίγοι την εποχή εκείνη που αν κάποιος «ήθελε να σπουδάσει, δεν είχε παρά να πάει στην Αθήνα και να εγγραφεί στη Σχολή της προτίμησής του».[4] Συνολικά, εκατό νέοι από όλη την Ελλάδα γράφτηκαν στο πρώτο έτος.[5] Ασφαλώς, κάπου θα υπήρχε και η επιθυμία του ίδιου του Απόστολου, ίσως και μία απαίτησή του. Ίσως η απαίτηση να δημιουργήθηκε από το ότι ήταν καλός μαθητής. Από την προσδοκία ενός μέλλοντος. Σε κάθε περίπτωση πάντως, η παθητική έκφραση την οποία χρησιμοποιεί θα μπορούσε να υποδηλώνει τη διπλή αίσθηση αποκοπής που βίωσε στα παιδικά και στα εφηβικά του χρόνια από την ιδιαίτερη πατρίδα του, από το Μανταμάδο και από τη Λέσβο, από τον μυθικό τόπο της παιδικής ηλικίας. Σίγουρα επιθυμεί να σπουδάσει, αλλά αυτή η αναχώρηση δεν βιώθηκε θετικά.

Φοιτητής της Φυσικομαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, λοιπόν, με στόχο να γίνει χημικός, από τον Σεπτέμβρη του 1919. Μπορεί εύκολα να φανταστεί κανείς την ατμόσφαιρα που βρίσκει ο νεαρός Μανταμαδιώτης στην πρωτεύουσα. Τα πάθη του Εθνικού Διχασμού, του πρώτου από τους δύο εμφυλίους που συντάραξαν τη χώρα τον 20ο αιώνα, δεν έχουν κοπάσει. Το αντίθετο. Ο ίδιος, παραδόξως και ενάντια στο γενικότερο πολιτικό κλίμα της Λέσβου, είναι βασιλικός και γουναρικός. Ο ελληνικός αστισμός, θριαμβευτής μετά από οχτώ χρόνια αδιάκοπων πολέμων, πληρωμένων με έναν ανηλεή φόρο αίματος των Ελλήνων φαντάρων, υπογράφει τη Συνθήκη των Σεβρών. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, όμως, αφού ηττηθεί στις εκλογές του Νοεμβρίου εγκαταλείπει τη χώρα, ενώ ο βασιλιάς επιστρέφει θριαμβευτής. Ο αγγλικός και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός αλλάζουν στοχοθεσία, ο Μουσταφά Κεμάλ αναδιοργανώνει το χάος που άφησε η πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μετατρέποντας τ’ απομεινάρια της σε κράτος εθνικό και μέσα σε όλη αυτή τη ρευστή διεθνή πολιτική κατάσταση, ο ελληνικός στρατός αναμιγνύεται ολοένα και περισσότερο, με μια αλλοπρόσαλλη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, στον αδιέξοδο πόλεμο της Μικρασίας. Αφού ολοκληρώσει το δεύτερο έτος του στη Σχολή τον Ιούνη του 1921, ο Αποστόλου, με βαριά προαισθήματα, επιστρέφει για το καλοκαίρι στη Μυτιλήνη. Δεν θα προλάβει να ξεκινήσει το τρίτο του έτος στη Σχολή. Τον Σεπτέμβρη του 1921 στρατεύεται και ξεκινά γι’ αυτόν η φρίκη της μικρασιατικής εκστρατείας. Παρουσιάζεται στα Έμπεδα Μυτιλήνης και από εκεί, φεύγει μέσα σε λίγες μέρες για τη Σμύρνη.

Στη Μικρασία οι νεοσύλλεκτοι στέλνονται για εκγύμναση στη Μαγνησία (Μανίσα), πόλη που αποτελούνταν κυρίως από μουσουλμανικό πληθυσμό, αλλά η οποία είχε συμπεριληφθεί στην ελληνική ζώνη της Σμύρνης. Τον Αποστόλου «τον έριξαν στο Ορειβατικό Πυροβολικό»·[6] πάλι η παθητική έκφραση, αλλά εδώ μπορούμε να υποθέσουμε βάσιμα πως είναι δικαιολογημένη. Αρχίζει η σκληρή ζωή του στρατοπέδου. Με το νέο έτος προχωρούν στα ενδότερα. Και τότε τον Μάη του 1922, μετά την πτώση της κυβέρνησης Γούναρη, η άρτι σχηματισθείσα κυβέρνηση Πρωτοπαπαδάκη στέλνει τους νεοσύλλεκτους στο μέτωπο. Τον Αποστόλου τον «ρίχνουν» στη 13η Μοίρα Ορειβατικού Πυροβολικού της 13ης Μεραρχίας. Εκεί, μέσα στα βάθη της Μικράς Ασίας, που τίποτα από την τοπιογραφία της δεν ανακαλεί τα παράλια, ο νεαρός Μανταμαδιώτης αρχίζει ν’ αναρωτιέται, όπως και εκατοντάδες άλλοι νέοι, τι στο καλό κάνουν εκεί. Σε κάθε περίπτωση, δεν προλαβαίνουν να συμμετάσχουν ποτέ επί της ουσίας σε μάχη. Το βάπτισμα του πυρός το λαμβάνουν μόνο μετά τις 13 Αυγούστου 1922, όταν σπάει το μέτωπο και αρχίζει η λιγότερο ή περισσότερο άτακτη υποχώρηση του ελληνικού στρατού. Ο Αποστόλου περιγράφει με μεγάλη γλαφυρότητα στις Μνήμες την υποχώρηση. Μέσα στο χάος, οι στρατιώτες φεύγουν όπως όπως, όλοι λεηλατούν και όλοι κλέβουν. Η δική του μονάδα υποχωρούσε με κάποια σχετική τάξη αντιμετωπίζοντας παράλληλα σκόρπιες εχθρικές επιθέσεις. Ο ίδιος, ως ημιονηγός, είναι επιφορτισμένος με τη φροντίδα ενός μουλαριού φορτωμένου με αποσκευές. Στη χαράδρα του Τουλού Μπουνάρ συγκεντρώνονται άτακτα στρατός και άμαχοι. Ο ίδιος σημειώνει: «Η ανησυχία και η νευρικότητα επικρατούσαν παντού εκεί μέσα. Όλοι περίμεναν κάτι το μεγάλο και αναπόφευκτο. Και προετοιμάζονταν γι’ αυτό.»[7]

Η μάχη αρχίζει. Μέσα στον πυκνό κανονιοβολισμό ο Αποστόλου παρατάει το μουλάρι του και πάει και κουρνιάζει στη ρίζα ενός πεύκου απ’ όπου παρακολουθεί την εξέλιξη της μάχης. Οι οβίδες σκάνε γύρω του. Εκείνος σκάβει με τα χέρια το χώμα για να κρυφτεί. Κατά το βράδυ η μάχη σταματά. Ο ελληνικός στρατός διαλύεται από παντού. Κόσμος φεύγει άτακτα προς κάθε κατεύθυνση. Οι φαντάροι αλλόφρονες υποχωρούν μπροστά στον κεμαλικό στρατό. Ο Αποστόλου για μια στιγμή αναρωτιέται αν πρέπει να μείνει και να παραδοθεί ή αν πρέπει να φύγει παίρνοντας τον δρόμο προς το άγνωστο. Παίρνει την απόφαση να προσπαθήσει να γλιτώσει. Πετά το τουφέκι του και ακολουθεί στην τύχη μια ομάδα στρατιωτών.[8] Κανείς δεν ξέρει που πάνε.

Μόνο βαδίζουνε με το κεφάλι σκυφτό, μέρες και νύχτες, τρέχοντας σχεδόν. Χωρίς καμιά συνοχή, πρόσωπα, εικόνες, ο φόβος παντού, η μεγάλη του Αυγούστου πανσέληνος. Οι τσέτες τους αποδεκατίζουν. Βρίσκει ένα άλλο τουφέκι από τα εκατοντάδες στον δρόμο, το παίρνει. Προχωρούν μηχανικά. Αναζητούνε, ένα ποτάμι ανθρώπων, ενστικτώδικα τη θάλασσα μήπως σωθούνε. Παρατάνε στον δρόμο πληγωμένους κι εξαντλημένους. Το ανθρώπινο ποτάμι δεν σταματά, αναζητά στα τυφλά τη σωτηρία ατομικά μέσα στη συλλογική συντριβή. Πεινάνε, διψάνε, κρυώνουν, φοβούνται, σκοτώνονται. Συνδέεται με έναν άλλο νέο που έχει ξεμείνει κι αυτός μόνος του. Έναν ηπειρώτη. Δυο διαφορετικοί κόσμοι συναντιούνται μες στην κοινή απελπισία. Μοιράζονται ένα σκουριασμένο τενεκεδάκι, ένα παγούρι νερό, λίγο, ελάχιστο αλεύρι, με το οποίο φτιάχνουν έναν ωμό χυλό ανακατώνοντάς το με λίγο νερό, όταν βρίσκουν. Συναντιούνται με μια άλλη ομάδα στρατιωτών. Τους ακολουθούν.

Η ηγεσία του ελληνικού στρατού τους έχει παρατήσει στη μοίρα τους. Οι εγκαταλελειμμένοι από το κράτος που τους έστειλε σε αυτήν την καιροσκοπική εκστρατεία φαντάροι όπου συναντούν βαθμοφόρους τους γιουχάρουν, κάποτε τους λιντσάρουν. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ολοκληρώνεται σιγά σιγά για τον Αποστόλου, όπως και για ένα πλήθος άλλων νεαρών ανδρών που μοιραστήκαν τη μοίρα και τις εμπειρίες της ιμπεριαλιστικής μικρασιατικής εκστρατείας, η ιδεολογική τους μεταστροφή. Ιδεολογική μεταστροφή που δεν φαίνεται μόνο μέσα από τις αυτοβιογραφικές Μνήμες, που θα μπορούσε να πει κανείς ότι αφού γράφονται όταν ο Αποστόλου είναι σε προχωρημένη ηλικία μπολιάζονται με την κατοπινή ιδεολογική και πολιτική του τοποθέτηση. Όχι. Η ιδεολογική μεταστροφή είναι ήδη φανερή από τα ημερολόγιά του που γράφονται καθ’ όλη τη διάρκεια της στράτευσής του,[9] από το 1921 μέχρι το 1923.[10]

Μες στην τρελή πορεία τους προς τη θάλασσα, η ομάδα των φαντάρων περνούν από μουσουλμανικές πολιτείες και χωριά. Όλα καμένα από τους Έλληνες που υποχωρούν άτακτα, όλα κατεστραμμένα, όλα λεηλατημένα.[11] Πώς να βρουν αυτοί οι φαντάροι το δίκαιο ενός σκοπού μέσα στις στάχτες των κατεστραμμένων χωριών;   Ο Αποστόλου κατά τη διάρκεια της τρελής αυτής ανέλπιδης πορείας, εξαντλημένος, κάποια στιγμή αποκοιμιέται. Όταν ξυπνά, τον έχουν παρατήσει όλοι και έχουνε προχωρήσει. Μόνος του, σε πανικό. Συνεχίζει την πορεία χάνοντας κάθε ελπίδα. Ένα ασκέρι πλησιάζει από μακριά. Κρύβεται στους θάμνους. Πλησιάζουν. Περνάνε από μπροστά του. Μιλάνε ελληνικά. Πετάγεται μέσα από τους θάμνους κουνώντας τα χέρια. Πενήντα κάννες στραμμένες επάνω του. Τον δέχτηκαν. Χώθηκε στη φάλαγγα. Είναι όμως εξαντλημένος. Καθυστερεί. Στο τέλος, ξέμεινε με τους βραδυπορούντες, πίσω. Κανείς να τον βοηθήσει. Όπου και να γυρίσει το βλέμμα απεγνωσμένοι, αποκτηνωμένοι, εξαθλιωμένοι φαντάροι. Η απελπισμένη πορεία συνεχίζεται μέσα στον καυτό καλοκαιρινό ήλιο και στο ψυχρό φως του αυγουστιάτικου φεγγαριού. Αποκοιμιέται περπατώντας. Δεν γνωρίζει που τον πάνε τα πόδια του. Μονάχα περπατάει.

Βαδίζουν, βαδίζουν. Με τρόπο που ακόμα κι ο ίδιος ο Αποστόλου δεν φαίνεται να κατανοεί, αντικρίσανε το Αιγαίο, φτάσανε ζωντανά ερείπια στον Τσεσμέ, μια μέρα πριν μπει ο κεμαλικός στρατός στη Σμύρνη. Στον Τσεσμέ εξαθλιωμένος συναντά τον μεγάλο του αδελφό, Αλέκο, ο οποίος είναι στρατευμένος από το 1916! Τον βοηθά, έχει γίνει εν τω μεταξύ λοχίας. Του βρίσκει ρούχα γιατί τα δικά του έχουν λιώσει κυριολεκτικά.[12] Τον βάζει σε μια μαούνα με άλλους πολλούς και τον στέλνει στη Χίο. Φτάνουν στη Χίο. Καμία οργάνωση. Κάθε φαντάρος ψάχνει να βρει με δικά του μέσα να φύγει από το νησί. Μετά από τρεις μέρες, «καταφέρνει να τρυπώσει σ’ ένα καΐκι, που φεύγει για την πατρίδα.»[13] Εννοεί τη Λέσβο. Η μόνη πατρίδα για τον Αποστόλου είναι η Λέσβος.

Η εικόνα που αντικρίζει στη Μυτιλήνη τον απελπίζει. Χαμένοι, αποπροσανατολισμένοι φαντάροι. Πρόσφυγες από παντού, πρόσφυγες παντού. Στους δρόμους, στις εκκλησιές, στα σχολειά, στις πλατείες, στον Κήπο. Τα καράβια μέρα-νύχτα ξερνάνε καινούργιους πρόσφυγες, καινούργια ερείπια της ζωής, καινούργια θύματα του ελληνικού και του διεθνούς ιμπεριαλισμού. Αποκαρδιωμένος, έχοντας αντιμετωπίσει τον Νοσφιστή, τον σφετεριστή των ανθρώπινων ζωών, τον δράκο του ιμπεριαλισμού, επιστρέφει για λίγες μέρες στο δικό του Σάιρ. Πριν βγει ο Σεπτέμβρης θα αναγκαστεί «να ξαναβάλει το χακί».[14] Αλλά αυτή είναι η αρχή μιας άλλη ιστορίας.

Ο Αποστόλου πήγε εκεί, στη Μικρασία, συμμετείχε στη μικρασιατική εκστρατεία και γύρισε πάλι πίσω αλλαγμένος, ένας ολότελα διαφορετικός άνθρωπος. Όταν αποστρατεύτηκε πια τον Σεπτέμβρη του 1923, προσπάθησε να ξαναπιάσει το νήμα της ζωής του από εκεί που το είχε αφήσει πριν από τρία χρόνια. Από δω και στο εξής θα στρατεύεται μόνο εκούσια και σε σκοπούς που θα κρίνει ο ίδιος ως σημαντικούς. Και θα τους υπηρετήσει πιστά με τον βίο του και με την πολιτεία του μέχρι το τέλος της μακράς και γεμάτης γεγονότα ζωής του.

Μυτιλήνη, Νοέμβρης 2024

[1] W. Benjamin, «Εμπειρία και ένδεια», Βόρεια-Βορειοανατολικά. Κείμενα παραμεθορίου, μτφ. Ζ. Δ. Αϊναλής, τ. 1 (2018), σ. 72-81.

[2] Το δοκίμιο του Benjamin που προαναφέρθηκε και W. Benjamin, «Ο αφηγητής», Δοκίμια φιλοσοφίας της γλώσσας, μτφ. Φ. Τερζάκης, νήσος, σ. 95-130.

[3] Απόστολος Ε. Αποστόλου, Μνήμες, Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, Αθήνα, 1985, σ. 44.

[4] Ό.π., σ. 27.

[5] Ό.π. σ. 28.

[6] Ό.π. σ. 31.

[7] Ό.π. σ. 33.

[8] Ό.π. σ. 35.

[9] «Τύραννοι του κόσμου! Μια μοίρα μ’ έστειλε εδώ πέρα για να ζήσω ζωή ελεύθερη. Αφήστε με να χρησιμοποιήσω όπως θέλω αυτό που ανήκει μονάχα σε  μένα. Εγκληματίαι απαίσιοι! Δόστε μου πίσω την ατομική μου ανεξαρτησία, αφήστε με να ζήσω όπως κάθε άλλο έμψυχο πλάσμα του κόσμου τούτου. Γιατί αυτή είναι η λευτεριά που αξίζει να την απολαύσει κανείς, κι όχι όπως προσπαθείτε σεις να μας την παρουσιάσετε με τα ψεύτικα και γλυκόλογά σας επιχειρήματα! Κανείς δεν έχει το δικαίωμα ν’ αφαιρεί από τον άλλο τη ζωή, γιατί κανείς δεν μπορεί να φτειάσει ούτε καν μόριο ζωής. Δεν ήλθα εγώ εδώ για να βάψω μ’ αίμα τα χέρια μου! Ήλθα ν’ αγωνισθώ εντίμως στο σκληρό αγώνα της ζωής, να σπείρω και  να θερίσω ότι θα μου ανήκει. Αυτός είναι ο προορισμός μου κι έτσι θέλω να ζήσω. Αφήστε με να χαρώ την άνοιξι της ζωής μου αφήστε με να νοιώσω τη χαρά μιας ήρεμης οικογενειακής ζωής, λύσατέ μου τα χέρια για ν’ αποδώσω μία μέρα ότι χρεωστώ σ’ εκείνους π’ ασπρίσανε τα μαλλιά τους για να με βάλουν σε δρόμο κανονικό. Κακούργοι! Αποδώσατέ μας τη λευτεριά πρωτού σας σπάσουμε τα μούτρα!», Α. Αποστόλου, Ημερολόγια (πράσινο σημειωματάριο, καταγραφή χωρίς ημερομηνία – πάντως πριν την κατάρρευση του μετώπου, πιθανότατα αρχές της άνοιξης του 1922). Δεν είναι το μοναδικό σημείο στις ημερολογιακές εγγραφές του, αλλά είναι από τα χαρακτηριστικότερα.

[10] Αποστρατεύεται σύμφωνα με τα ημερολόγιά του στις 17/9/1923. Τελευταία εγγραφή: «Δευτέρα 17η Σεπτεμβρίου 1923 ώρα 1.30μμ. Σέρραι. Φεύγω! Φεύγω! Ο βραχνάς μ’ άφησε! Αναπνέω ελεύθερα! Ευλογημένη η μέρα της απολυτρώσεώς μου! Είμαι κύριος!!».

[11] Απόστολος Ε. Αποστόλου, Μνήμες, Εκδόσεις Κ. Καπόπουλος, Αθήνα, 1985, σ. 38.

[12] Ό.π. σ. 42.

[13] Ό.π. σ. 43.

[14] Ό.π. σ. 44.


Ο Δάσκαλος Απόστολος Αποστόλου

Ο Απόστολος Αποστόλου είχε πολλές ιδιότητες. Υπήρξε λαϊκός αγωνιστής, γραμματέας του ΕΑΜ, εξόριστος σε δύο διαφορετικές φάσεις της ζωής του, δήμαρχος Μυτιλήνης για σχεδόν 30 χρόνια, συγγραφέας επιστημονικών και αυτοβιογραφικών συγγραμμάτων. Αλλά ο χαρακτηρισμός που τον συνόδευε σε όλη του αυτή τη μεγάλη πορεία ήταν ένας: «Δάσκαλος».

Επιγραμματικά για τα σχετικά βιογραφικά στοιχεία, αναφέρουμε ότι γεννήθηκε στο Μανταμάδο το 1901, κατέβηκε το ’15 στη Μυτιλήνη σε ηλικία γυμνασίου, το ’19 πήγε να σπουδάσει Χημεία στην Αθήνα, εμβόλιμα βρέθηκε στρατιώτης στη Μικρασία και τη Θράκη και το ’24 γύρισε πίσω στη Μυτιλήνη ως δάσκαλος πια στο Πρακτικό Λύκειο Μυτιλήνης.

Γιατί σπούδασε Χημεία

Ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ου, η Λέσβος βρισκόταν σε μεγάλη ακμή. Οι μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ, η προσοδοφόρα αγροτική δραστηριότητα που στηρίχτηκε κατά βάση στην ελιά, αλλά και μία πρώιμη σε σχέση με άλλα μέρη εκβιομηχάνιση -ως επί το πλείστον σχετιζόμενη πάλι με τα αγροτικά προϊόντα και τη μεταποίησή τους- αποτέλεσαν ιδανικό περιβάλλον που ευνοούσε την οικονομική ανάπτυξη. Η παραγωγή αυξάνεται, το εμπόριο ανθίζει, ο αστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας βαίνει γοργά. Αυτή η αστικοποίηση και η εκβιομηχάνιση της Λέσβου, αλλά και όλης της Μεγάλης τότε Ελλάδας του 1919 (με τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη) έκανε το νεαρό Μανταμαδιώτη να στραφεί προς τη Χημεία. Οραματιζόταν τον εαυτό του χημικό στην αναπτυσσόμενη βιομηχανία και όχι προφανώς δάσκαλο χημείας, που τότε άλλωστε, ως αντικείμενο, ακόμα δεν είχε τη σημασία που πήρε αργότερα στα προγράμματα σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

 Πώς έγινε Δάσκαλος

Όμως από το ’19 που ξεκίνησε τις σπουδές του μέχρι το ’24 που τελείωσε είχαν αλλάξει πολλά. Η χώρα κατεστραμμένη και τα όνειρα για βιομηχανική ανάπτυξη είχαν σβήσει. Εκμεταλλεύτηκε τα ευεργετικά μέτρα της πολιτείας για τους στρατευθέντες φοιτητές, έκανε τις υποχρεωτικές εργαστηριακές παρουσίες που είχαν οριστεί, διάβασε εξαντλητικά και παρουσιάστηκε για πτυχίο. Πέρασε. Πήρε το δίπλωμα  του Χημικού.

Πληροφορήθηκε πώς στο Πρακτικό Λύκειο Μυτιλήνης ήταν κενή η θέση καθηγητή Χημείας. Γράφει στις αυτοβιογραφικές του «Μνήμες»:

Μνήμες Α:

Σ’ αυτή, λοιπόν, τη θέση επιδίωξα να διοριστώ. Έριξα μιαν αίτηση στο Υπουργείο Παιδείας. Υπουργός Παιδείας ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου. Και τον Παπανδρέου εμείς, οι μυτιληνιοί, τον θεωρούσαμε δικό μας. Από τη Μυτιλήνη άρχισε την πολιτική του σταδιοδρομία. Εκεί έβγαινε βουλευτής. Είχαμε, λοιπόν, τα μέσα. Έβαλα δικούς μου ανθρώπους και του μίλησαν. Το Σεπτέμβριο του 1924 ήρθε ο διορισμός μου στο Πρακτικό Λύκειο Μυτιλήνης.

Έτσι έγινα δάσκαλος.

Η Λέσβος του μεσοπολέμου

Η οικονομική ανάπτυξη που αναφέρθηκε παραπάνω, το μπόλιασμα με τους πρόσφυγες και η γενναία χρηματοδότηση (ιδιωτική κυρίως) των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ως φορέων εμπέδωσης του εθνισμού, έθεσαν τη βάση για την ανάπτυξη της τόσο αξιόλογης πνευματικής και καλλιτεχνικής κίνησης στη Λέσβο. Πρόκειται για την περίοδο που αργότερα ονομάστηκε «Λεσβιακή Άνοιξη», με τις δεκάδες εκδόσεις εφημερίδων και περιοδικών, θεατρικές παραστάσεις, καλλιτεχνικές εκθέσεις, με το γλωσσικό ζήτημα να μπαίνει σε πρώτο πλάνο και τις επιστήμες να βρίσκουν πλέον το χώρο τους.

Σε αυτό το πλαίσιο εργάζεται ως δάσκαλος ο Αποστόλου, από αυτό διαμορφώνεται, και αυτό διαμορφώνει.

Ο Μυριβήλης, 11 μόλις χρόνια μεγαλύτερός του, υπήρξε δάσκαλος του Αποστόλου στο Μανταμάδο στην Τρίτη Δημοτικού. Εκεί είχε διοριστεί τελειώνοντας το Γυμνάσιο, πρώτο του επάγγελμα, και μιας και δεν τα πολυκατάφερνε στα μαθηματικά έβαζε τον καλό μαθητή Αποστόλη να λύνει εκείνος τα προβλήματα στο μαυροπίνακα.

Ο Μίλτος Κουντουράς επίσης, 12 χρόνια μεγαλύτερος του Αποστόλου, εργάζεται ως εκπαιδευτικός από το 1915 ως το ’23. Ένα χρόνο πριν το διορισμό του Αποστόλου εκδίδει το εμβληματικό «Κλείστε τα σχολειά» στην Καμπάνα του Μυριβήλη.

Όταν ο ίδιος ο Αποστόλου περιγράφει τη Μυτιλήνη του μεσοπολέμου, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται, ακόμα και χωρίς περαιτέρω γνώσεις, μία κοινωνία που σφύζει από πνευματική ζωή.

Η εκπαίδευση της εποχής

Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως –τουλάχιστον όχι ακόμα- και στο σχολεία. Η εκπαίδευση είναι δέσμια μίας αντίφασης σύμφυτης με την υπόστασή της. Ενώ κυοφορεί το νέο, άγεται από το παλιό.

Ο Αποστόλου, παρότι άγουρος στα 23 του χρόνια και χωρίς κάποια παιδαγωγική κατάρτιση, θα παλέψει κόντρα σε όσα βλέπει ότι πρέπει το σχολείο να αφήσει πίσω.

Δεν θα ανέβει σ’ εκείνο το ξύλινο βάθρο της έδρας, αλλά θα μείνει δίπλα στους μαθητές του, χωρίς να εκμεταλλευτεί την άνωθεν επιβολή ή τον απόλυτο έλεγχο που προσφέρει το Πανοπτικόν.

Θα σταθεί απέναντι στις πρακτικές που ακόμα τότε θεωρούνταν φυσιολογικές και αναπόσπαστο κομμάτι της μετάδοσης της γνώσης. Δε θα διστάσει, διηγείται, «να σηκωθεί, να μιλήσει ανοίκεια και να αποσπάσει το μαθητή από τα χέρια του διευθυντή, ο οποίος παραφέρθηκε και άρχισε να τον χτυπά». Δεν θα ανεχόταν ούτε το ξύλο ως μέσο επιβολής, ούτε την αδικία εις βάρος του μαθητή.

 Μνήμες Β:

Η ψυχολογία του παιδιού είναι πολύπλοκη και πολύπλευρη. Αξίζει τον κόπο να την μελετήσει κανείς. Μια φορά να αδικηθεί, δεν το ξεχνά σ’ όλη του τη ζωή. Κι όταν βρεθεί κάποιος να το υπερασπιστεί, όταν αδικείται, πάλι δεν το ξεχνά.

Είκοσι χρόνια δάσκαλος

Ενώ ξεκίνησε με την προοπτική να μείνει για λίγο στο σχολείο και σύντομα να στραφεί στην εφαρμοσμένη χημεία και τη βιομηχανία, έμεινε στην εκπαίδευση είκοσι ολόκληρα χρόνια. Και δεν θα έφευγε αν δεν τον έδιωχναν, γιατί αγαπούσε τη δουλειά του.

Μνήμες Β:

Ποτέ δεν έμπαινα να κάμω ξηρό το μάθημα και να φύγω. Σαν αγ­γαρεία. Έβλεπα τους άλλους συναδέλφους μου, στη συ­ντριπτική τους πλειοψηφία, να το κάνουν αυτό, και τους ε­λεεινολογούσα. Όχι. Το κάθε σχολειό είναι ένα μεγάλο θέατρο. Και το κάθε μάθημα σ’ αυτό είναι και μια παρά­σταση. Με πρωταγωνιστή το δάσκαλο. Ο δάσκαλος πρέπει να πετυχαίνει σε κάθε παράσταση, που δίνει. Και ν’ απο­σπά το χειροκρότημα των μαθητών του, που είναι οι θεα­τές. Αν τα καταφέρει, μάλιστα, να κάμει τους μαθητές του να παίρνουν μέρος στην παράσταση, τόσο το καλύτερο.

Τα σχολεία του

Σχολείο του ένοιωθε πάντα το Πρακτικό Λύκειο, το σχολείο που πρωτοδιορίστηκε. Νέος –τότε- τύπος σχολείου που έδινε έμφαση στα μαθήματα των θετικών επιστημών και που στεγαζόταν σε αυτές εδώ τις εγκαταστάσεις. Λίγοι μαθητές και «κοσκινισμένοι», όπως τους χαρακτήριζε.

Η Χημεία είναι μία επιστήμη όσο θεωρητική, άλλο τόσο πειραματική. Για να κάνει το μάθημά του καλύτερα κατανοητό και περισσότερο αγαπητό προσπαθούσε να το συνοδεύει με πείραμα.

Στο σχολείο βρήκε όργανα και μέσα διδασκαλίας αγορασμένα παλιότερα, με ιδιωτική κυρίως χρηματοδότηση, και που έφεραν σφραγίδες ευρωπαϊκές, αμερικάνικες, μέχρι ακόμα και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τον εξοπλισμό αυτό πρώτος συγκέντρωσε, ταξινόμησε και χρησιμοποίησε ο Μιχαήλ Στεφανίδης, που υπηρέτησε για λίγο στο σχολείο στις αρχές του αιώνα.

Η σπουδαιότερη μάλλον όμως αξιοποίηση του υλικού αυτού έγινε στα χρόνια του Αποστόλου. Αυτός οργάνωσε και διαμόρφωσε στους υπόγειους χώρους αίθουσες πειραματικής διδασκαλίας των Φυσικών Επιστημών. Σήμερα το εργαστήριο του υπογείου φέρει το όνομά του, αν και ελάχιστοι μπορούν να αναγνωρίσουν ποιο είναι το πρόσωπο της μοναδικής φωτογραφίας στην αίθουσα. Πολλά από τα όργανα μπορείτε να δείτε (τα περισσότερα πλήρως λειτουργικά) στις βιτρίνες στο πίσω μέρος αυτής της αίθουσας, ενώ στην ιστορική βιβλιοθήκη, πάλι στο πίσω μέρος αυτής της αίθουσας μπορείτε να δείτε ακόμα και πολλά από τα χειρόγραφα του Αποστόλου.

Εκτός από την εργαστηριακή παιδεία, εισήγαγε και άλλους νεωτερισμούς στις διδακτικές πρακτικές.

Οργάνωνε τακτικές επισκέψεις σε εργοστάσια και εργαστήρια, για να επιτύχει τη σύνδεση της θεωρίας με τις εφαρμοσμένες πρακτικές.

Καθιέρωσε τις «Ομιλίες». Καθόριζε αυτός ή τα παιδιά το θέμα, ετοιμαζόταν και κάποιο απόγευμα έκανε την ομιλία, μόνο για μαθητές, μέσα σε μια αίθουσα του Λυκείου.  Γέμιζε η αίθουσα από μαθητές του Λυκείου, αλλά και του Γυμνασίου.

Στους τελειόφοιτους –όσους σκόπευαν να ακολουθήσουν ανώτερες σπουδές- έκανε μαθήματα προετοιμασίας για τις εξετάσεις «έξω απ’ το πρόγραμμα».

Οι σχολικές εκδρομές και οι εξορμήσεις ήταν από τις αγαπημένες και συνάμα εποικοδομητικές ενασχολήσεις του. Η τόσο κομβική αυτή αλλαγή του πλαισίου βγαίνοντας έξω απ’ τα κάγκελα του σχολείου, δημιουργεί πάντα μία άλλη δυναμική στις σχέσεις μεταξύ καθηγητών και μαθητών. Χαρακτηριστική είναι η φωτογραφία του Αποστόλου, που φαίνεται μαζί με τα παιδιά να προσπαθεί να πιάσει ανάμεσα στα βράχια μία σαύρα.

Στο Ανώτερο Παρθεναγωγείο και αργότερα στο Γυμνάσιο θηλέων η κατάσταση ολότελα διαφορετική.

Μνήμες Α:

Το Ανώτερο Παρθεναγωγείο ήταν, τότε, το μόνο ανώτερο σχολείο, όπου μπορούσαν να φοιτήσουν τα κορίτσια της Μυτι­λήνης και της υπαίθρου, όσα ήθελαν να συνεχίσουν τις σπου­δές τους, μετά το Δημοτικό. Δεν υπήρχε ακόμα Γυμνάσιο θηλέων. Και στο μόνο Γυμνάσιο, που υπήρχε στη Μυτιλήνη, τα κορίτσια δεν τολμούσαν να πάνε. Δεν απαγορευόταν, αλλά δεν πήγαιναν. Παλιότερα, ήταν αδιανόητο, κορίτσι ν’ αποτολμήσει κάτι τέτοιο. Αποτελούσε σκάνδαλο. Μετά την απελευθέρωση της Μυτιλήνης, άρχισε να παρατηρείται κάποια χαλάρωση.

Ο ίδιος, πολύ νέος, 23 χρονών, κολακευόταν και μόνο που βρισκόταν ανάμεσα σε κορίτσια.

Μνήμες Α:

— Πώς αντέχεις, μωρέ Αποστόλη -μου έλεγαν- και στέκεις αδιάφορος μέσα στην τάξη, μπροστά στα υπέροχα αυτά πλάσματα;

— Μέσα στην τάξη δεν έχουμε φύλο, ούτ’ εγώ ούτε κι αυτά. Άντρας -τους έλεγα- γίνομαι, ξαναγίνομαι έξω από το σχολείο, τώρα αυτή τη στιγμή που είμαι μαζί σας. Τώρα τις βλέπω κι εγώ σαν γυναίκες και τις λαχταρώ. Μέσα στο σχολείο όχι. Δεν με πίστευαν. Δεν μπορούσαν να με καταλάβουν.

Στο τρίτο του σχολείο, το Γυμνάσιο, οι μαθητές ήταν πολλοί, το μάθημα μία φορά την εβδομάδα. Με τις γιορτές και τις αργίες μπορεί να περνούσε και μήνας από μάθημα σε μάθημα. Πώς να γνωρίσει τους μαθητές, πώς να τους μάθει το παραμικρό; Διάψευση προσδοκιών, λύπη, ματαίωση.

Μνήμες Β:

Δεν αποκόμισαν τίποτα από μένα. Τι να αποκομίσουν; Κατέβαινα —θυμάμαι— από την έδρα, πήγαινα μπροστά στον πίνακα, έπαιρνα στο χέρι την κιμωλία και τους έλεγα:

— Παιδιά, το μάθημα, που θα κάνουμε, σήμερα, λέγεται Χημεία. Ξέρετε πώς γράφεται η λέξη Χημεία; Έτσι γράφεται.

Κι έγραφα στον πίνακα τη λέξη Χημεία. Και συνέχιζα:

— Μάθετε, τουλάχιστον, να γράφετε, σωστά, το μάθημα, που θα κάνετε. Γιατί περισσότερα δεν είναι να μάθετε.

Οι δυσκολίες

Οι δυσκολίες, λοιπόν, ήταν πολλές και ποικίλες. Κάποιες, όπως είδαμε, είχαν να κάνουν με τη φύση της δουλειάς του δασκάλου. Κάποιες άλλες αποτελούσαν σημεία των καιρών. Κάποιες τρίτες μοιάζουν σήμερα με μνήμες ενός απώτερου παρελθόντος, αλλά δυστυχώς είναι –τηρουμένων των αναλογιών- ακόμα εδώ.

Τι να πει κανείς για το στοίβαγμα των 40 μαθητριών σε μία τάξη που αναφέρει κάποια στιγμή ο Αποστόλου για το Παρθεναγωγείο του 1924, όταν 100 χρόνια μετά αυξάνεται και πάλι ο αριθμός των μαθητών ανά τμήμα στα σχολεία μας;

Πώς να ξεχάσει τις «πικρές στιγμές», όπως τις ονομάζει; Τότε που τον γονάτιζε ιδιαίτερα το οικονομικό, που δεν έφταναν τα χρήματα που έπαιρνε κι, όπως λέει, «έπρεπε να μπαίνει σε αρχοντόσπιτα για να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα στους κανακάρηδές τους»;

Οι αγώνες των εκπαιδευτικών μετά την απελευθέρωση, με τον ίδιο να μην είναι πια δάσκαλος, αποτελούν κληρονομιά και παρακαταθήκη των εκπαιδευτικών του ΕΑΜ (και ποιος είναι πιο χαρακτηριστική περίπτωση από τον Αποστόλου). Στόχος τους ήταν ένα σχολείο προσβάσιμο σε όλους, ανοιχτό στην κοινωνία, ικανό να συμβάλλει στην αντιμετώπιση των λαϊκών προβλημάτων. Κι εστίασαν τους αγώνες τους στο περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών, στη θέσπιση οκταετούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης, στα συγγράμματα, στην κατάργηση του επιθεωρητισμού.

Άραγε ο νεοδιόριστος Αποστόλου θα δεχόταν την ονομαζόμενη «αξιολόγηση», σε έναν παραλληλισμό με τον εποχή μας που ο επιθεωρητισμός επιστρέφει στα σχολεία μας; Την απάντηση μάλλον τη βρίσκει κανείς στα δικά του λόγια: “Έδωσα «εξετάσεις» και πέτυχα. Κριτές μου ήταν οι μαθητές μου”.

Κλείνοντας

Κάποιος μπορεί να ταυτίζεται με ή να διαφοροποιείται από όλες ή κάποιες από τις πολιτικές θέσεις ή τις επιλογές του Απόστολου Αποστόλου. Αυτό δεν μπορεί παρά να είναι δεδομένο για κάποιον που είχε ενεργό συμμετοχή, για τόσα χρόνια, στην τόσο συμπυκνωμένη ιστορία του 20ου αιώνα.

Έτσι κι αλλιώς όμως, στους ανθρώπους που δίνουν καθημερινές μάχες, όπως ο δάσκαλος ή ο λαϊκός αγωνιστής Αποστόλου, δεν ταιριάζουν αγιογραφίες. Δεν υπάρχουν άγιοι. Μόνο κανονικοί άνθρωποι. Κι αυτό ακριβώς είναι το σπουδαίο. Κοινωνικοί αγωνιστές, στην κάθε μέρα, παραβλέποντας το προσωπικό κόστος.

Όλες οι πηγές (δικά του κείμενα και άλλων) και οι περιγραφές όσων τον θυμούνται δείχνουν έναν άνθρωπο που αγαπούσε τους ανθρώπους και γι’ αυτό ήταν κι ο ίδιος ιδιαίτερα αγαπητός.

Κι αυτό ισχύει για τους μαθητές του, τους συναδέλφους, τους συντρόφους και τους συναγωνιστές του, θα έλεγε κανείς ακόμα και τους πολιτικούς του αντιπάλους. Ισχύει επίσης και για τον άνθρωπο της καθημερινότητας, κάποια γειτόνισσα ή έναν άγνωστο σε αυτόν δημότη που τον προσέγγιζε.

Μνήμες Β:

Φέρνει μεγάλη χαρά να βλέπεις πως δεν πήγαν χαμένα όσα έκαμες μια φορά κι έναν καιρό. Όταν βρισκόσουν κάπου και είχες κάποιο πόστο. Έπιασαν τόπο. Όσα έβγαλες, τότε, από την καρδιά και την ψυχή σου, και τα σκορπούσες, απλόχερα, δεν πήγαν στο βρόντο. Πίστευες, ίσως, πως τα σπαταλούσες ανώφελα. Μα, δεν ήταν έτσι. Έπεφταν σε γόνιμο έδαφος. Φύτρωσαν και έδωσαν καρπό. Έσπειρες, τότε, και θερίζεις, σήμερα. Κι εγώ θερίζω, τώρα. Και νιώθω ευχάριστα. Όσα έσπειρα κάποτε, αυτά φέρνουν καρπούς, σήμερα. Αποταμίευα, τότε και δεν το ’ξερα. Σχημάτισα ένα κεφάλαιο. Και μ’ αυτό περνώ, σήμερα. Καλά είναι. Δεν έχω παράπονο.

Κώστας Ντουράκης,

Μυτιλήνη, 4-12-2024

Η πρ0βολή της παρουσίασης εδώ.


Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι καλησπέρα. (φωτο 1)

Είναι μεγάλη για μένα η στιγμή αυτή, να βρίσκομαι ανάμεσά σας και να σας μιλώ για τον Δάσκαλο, σ’ ένα αφιέρωμα-μνημόσυνο.

Πιστεύω δε ακράδαντα ότι σε τέτοιες εκδηλώσεις τιμής και μνήμης περισσεύουν τα δικά μας τα λόγια…και πρέπει ν’ αφήνουμε να μας μιλήσουν οι μνημονευόμενοι με τα δικά τους κείμενα-κι ο Δάσκαλος έχει πολλά. Εμείς απλά πρέπει να περιοριζόμαστε στο ρόλο του αφηγητή τους. Κι αυτό θα κάνω, αρχίζοντας από την μεταξική δικτατορία και από το βιβλίο του «Μνήμες».

… Ώσπου ενέσκηψε στη χώρα μας η 4η Αυγούστου, το 1936.

Τα κακά μαντάτα ήρθαν και στο νησί. Συγκλονιστήκαμε το νοιώσαμε από την αρχή πως μπαίνουμε σε περιπέτειες. Κι εγώ προχώρησα θαρραλέα. Δε δίστασα. Τάχτηκα ενάντια στη δικτατορία… Απόβαλα τις ανασταλτικές αντιλήψεις(…) που μου επέβαλαν να τσαλαβουτώ στον αντιδραστικό βούρκο.(…) Άρχισα να διερευνώ. Να ψάχνω. Το έβλεπα πως βρισκόμουν σε λάθος δρόμο.(…).

Και ήρθε ο Μεταξάς, το κοντόχοντρο αυτό ανθρωπάκι, με το φασισμό του να με σπρώξει να πάρω τη μεγάλη απόφαση.(…) να το βάλω στα πόδια, να βγω από το τέλμα(…) Στα σχολεία η δικτατορία έφερε μεγάλη αναταραχή. Από τους συναδέλφους ελάχιστοι τάχτηκαν φανερά με το μέρος της. Οι πιο πολλοί λούφαξαν.

Κι ενώ εξελισσόταν η δικτατορία και στέριωνε, ήρθα σε επαφή με άλλους δημόσιους υπαλλήλους και οργανώσαμε κάποια κίνηση αντιδικτατορική. Εγώ δρούσα ανάμεσα στους καθηγητές. Το 1939 η κίνησή μας προδόθηκε. Και κάποιο πρωινό… με πήραν από το προαύλιο του Γυμνασίου. Με οδήγησαν στην Ασφάλεια. Ήταν η παρθενική γνωριμία μου με τον βλοσυρό κόσμο των «οργάνων της τάξεως».

Ο διοικητής της Ασφάλειας Μυτιλήνης, ο Γαλούσης έπεσε από τα σύννεφα, όταν είδε στον κατάλογο των «αντεθνικώς δρώντων» και το όνομα το δικό μου. Δεν το χωρούσε ο νους του. Ήταν τόσο ξεκαθαρισμένες οι πληροφορίες …Γι’ αυτό και μου είχε εμπιστευθεί το παιδί του… και έκανα ιδιαίτερα μαθήματα…

Με είχε προδώσει ένας ο υπάλληλος(…) που του παρέδινα τα χρήματα που μάζευα από τους συναδέλφους καθηγητές. Βασανίστηκε. Δεν άντεξε. Τι να γίνει; Ανθρώπινες αδυναμίες…

Δύσκολες υπήρξαν για μένα οι τρεις μέρες των ανακρίσεων… Κράτησα. Δεν κατάφεραν να αποσπάσουν από μένα τα ονόματα των άλλων καθηγητών(…).

Με έστειλαν κρατούμενο, στο υγειονομικό κέντρο στην Επάνω Σκάλα(…). Εκεί βρήκα και τους άλλους συναδέλφους μου …Και άλλους πολλούς φίλους και γνωστούς.

Ο περιορισμός μας κράτησε πάνω από ένα μήνα.(…) Κάποια μέρα- Σεπτέμβρης του 1939- μας άφησαν ελεύθερους όλους. Έτσι, εμείς οι καθηγητές, γυρίσαμε στα σχολεία μας. Λίγο αργότερα, έμαθα πως εμένα μόνο παρέπεμψαν στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Υπουργείου Παιδείας τους άλλους δεν τους πείραξαν.

Στο μεταξύ οι Γερμανοί είχαν σαρώσει την Ευρώπη. Ακολούθησε το δικό μας Αλβανικό Έπος… Μας χτύπησε έπειτα ο Χίτλερ. Η χώρα μας καταχτήθηκε. Οι Γερμανοί ήρθαν και στη Μυτιλήνη.

Έλεγα πως ύστερα από τόσα γεγονότα, θα με είχαν ξεχάσει… Δεν βαριέσαι!… Αρχές της Κατοχής-Μάης μήνας του ΄41-πήρα κλήση να παρουσιαστώ στο Πειθαρχικό του Υπουργείου. Μέρες ταξίδευα, μ’ ένα παλιοκάικο. Έφτασα κάποτε στη πρωτεύουσα… βρισκόμουν έξω από την πόρτα του Πειθαρχικού… Μπήκα στην αίθουσα… ‘Ένιωσα κάποια αμηχανία, όταν αντίκρυσα τους πέντε κριτές μου. Βλοσυροί κι αγέλαστοι κάθονταν απέναντί μου… Ο ένας από τους πέντε κάτι θέλησε να μου πει. Στα λόγια του υπήρχε πολύ ειρωνεία . Κατάλαβα… κατέθεσα το υπόμνημά μου και αποχώρησα. Α, σιχτίρ, κύριοι.

Γύρισα στη Μυτιλήνη και περίμενα… Κάποτε μου κοινοποίησαν την απόφαση. Έξη μήνες προσωρινή απόλυση. Έμεινα χωρίς μισθό… Δυσκολεύτηκα πολύ… Πάλεψα. Βρήκα αρκετή υποστήριξη από τους συμπατριώτες μου… Κουτσά στραβά τα βόλευα…

***

Τα τρία επόμενα κείμενα που θα σας παραθέσω γράφτηκαν από τον ίδιο -σε μορφή χρονικού- αναφέρονται στην πρώτη αντιστασιακή πράξη στο νησί μας, με πρωταγωνιστή τον Δάσκαλο και αφορούν την κυκλοφορία των προκηρύξεων με αντιγερμανικό περιεχόμενο στις 21 Ιούνη 1941-δυόμιση μόλις μήνες από το ξεκίνημα της Κατοχής. Δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα του ΕΑΜ «Ελεύθερη Λέσβος» στις 3,13 και 22 Φλεβάρη του ’45-στη στήλη «παράνομη ζωή» και υπογράφονται με Δ(άσκαλος), όταν ακόμη το ΕΑΜ ασκεί διοίκηση στο νησί και μέχρι σήμερα δεν έχουν ξαναδεί το φως της δημοσιότητας. Τα επέλεξα για δυο λόγους-ο πρώτος λόγω χρονικής αμεσότητας- αφού έχουν γραφτεί μόλις ένα εξάμηνο από την απελευθέρωση-κι όχι μετά 40 τόσα χρόνια. Ο δεύτερος λόγος της επιλογής των κειμένων αυτών αφορά την αμφισβήτησή –στα μέσα της δεκαετίας του ’80- της αντιστασιακής αυτής ενέργειας του Δασκάλου, αποδίδοντάς την στην Ασφάλεια. Κατά τη γνώμη μου, μετά τη δημοσιοποίηση αυτή πρέπει να τεθεί ένα τέλος στην παραφιλολογία αυτή.        

Το πρώτο κείμενο…

Οι αλυσίδες σπάνουν(φωτο 2)

Από την πρώτη μέρα που βρέθηκα στην Αθήνα-αναφέρεται στο ταξίδι του για το Πειθαρχικό που σας μίλησα παραπάνω- η εθνικοαπελευθερωτική φλόγα φούντωσε μέσα μου. Μέσα στα μάτια των παιδιών που με ζύγωσαν και μου μίλησαν είδα την απόφαση των αγωνιστών που ξεκίνησαν για την κατάχτηση της καινούργιας ζωής.

Ο ξανθός σπουδαστής με την ποιητική διάθεση, που τον παρακολουθούσα από μικρό και τον καμάρωνα πάντα για τα ορμητικά του φτερουγίσματα, μετάγγισε μέσα μου ένα μέρος από τους ενθουσιασμούς και τις λαχτάρες του. Δεν βρήκα πια σ’ αυτόν το παιδί που αναζητούσε…

Σε κάποιο απόμερο παγκάκι του κήπου του Μουσείου ώρες ολόκληρες τον άκουσα να μου διηγείται τη δράση τη δική του και των συναγωνιστών του… ένοιωσα τη γοητεία που ξεχυνότανε απ’ το στόμα του να σαρώνει μέσα μου κάθε αμφιβολία και δισταγμό..

Όταν τελείωσε, δε βρήκα άλλο τίποτα να πω.

-Πρέπει να γυρίσω γρήγορα στο νησί.

Όταν σφίξαμε τα χέρια και χωριστήκαμε, ήμουν πια έτοιμος για όλα.

Ύστερα από δυο μέρες πήρα το δρόμο του γυρισμού. Δ. (Ε.Λ αρ. φυλ.65 -3/2/1945)

Όπως μας πληροφορεί ο ίδιος ,μετά από 40 χρόνια, στο βιβλίο Μνήμες-σελ. 95- ο «ξανθός σπουδαστής» είναι ο πρώην μαθητής του, Πέτρος Γιαννακόπουλος-Ανταίος ηγετικό στέλεχος της ΕΠΟΝ.

Τα πρώτα βήματα(φωτο 3)

(Σεπτέμβρης)Ιούνης του 1941. Στο δρόμο σμίγουν οι «φίλοι». Κουβεντιάζουν κρυφά με μισόλογα.

-Που πάμε;

– Καιρός να δουλέψουμε.

-Σύμφωνοι.

Γύρω στο τραπέζι μαζευόμαστε τρεις. Οι άλλοι δυο είναι παιδιά σχεδόν, πολεμιστές του Αλβανικού μετώπου. Συζητάμε…Μοιράζουμε τους ρόλους μας. Μα πρώτα απ’ όλα πρέπει να βγάλουμε προκηρύξεις…Αυτή είναι η εντολή που πήραμε από κάτω. Πόσο δύσκολα είναι τα πρώτα βήματα!

Δεν έχουμε πολύγραφο. Μας λείπει το χαρτί. Δεν βρίσκουμε μελάνι… Κάνουμε κρούσεις. Αποτυχαίνουμε από τη μια, πετυχαίνουμε στην άλλη.

Σε λίγες μέρες οι δυσκολίες ξεπεράστηκαν. Η προκήρυξη γράφεται… η εκτύπωση αρχίζει… Πρέπει να κανονιστούν οι λεπτομέρειες , να στρατολογηθούν οι συναγωνιστές που θ’ αναλάβουν το μοίρασμα.

Όλα πια είναι έτοιμα. Ορίζεται η βραδιά που θα κυκλοφορήσουν. Αργά το απόγευμα γίνεται η τελευταία συνάντηση με τον υπεύθυνο της δουλειάς. Στο δρόμο του Διδασκαλείου-πρώην Παιδαγωγική Ακαδημία- περπατάμε και κουβεντιάζουμε (…) Αναλογιζόμαστε τις ευθύνες μας για ό,τι πάμε να κάνουμε κι αναμετράμε τις συνέπειες. Μα όλα στο τέλος υποχωρούν και πνίγονται μέσα στον πόθο να φωνάξουμε «το παρών» στον καταχτητή. Είναι σκοτεινά πια όταν χωρίζουμε. Πρέπει να συγκεντρώσει την ομάδα του και να ετοιμαστεί για το μοίρασμα. Μου δίνει το χέρι.

-Γεια σου κι’ αύριο με το καλό.

-Γεια σου και καλή επιτυχία. Στέκουμαι και τον κοιτάζω ν’ απομακρύνεται με σταθερό βήμα και το κεφάλι ψηλά. Ποια φλόγα τον θερμαίνει και ποια δύναμη ν’ ατσαλώνει τα νεύρα του τούτη τη στιγμή; Η φλόγα που ξεπηδάει πάντα απ’ τις καρδιές των επαναστατημένων σκλάβων(…)

Την ίδια στιγμή στο αντικρινό μου αρχοντόσπιτο, απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο, βλέπω την καλοθρεμμένη κορούλα να χαρίζει μ’ απλοχεριά τη συντροφιά της στον ευγενικό ξένο του σπιτιού από τη Δρέσδη ή το Μόναχο. Βλαστημώ, σκύβω το κεφάλι και φεύγω βιαστικά. Νοιώθω την ανάγκη να τρέξω να προλάβω το φίλο και να του φωνάξω:

-Τρέχα γρήγορα. Σκόρπα παντού, σ’ αυλές και δρόμους το μήνυμά μας στους σκλάβους. Πρέπει να μάθουν οι δυνάστες μας πως έξω απ’ τα μέγαρα υπάρχει ένας κόσμος ολόκληρος που τους μισεί θανάσιμα και τους συχαίνεται. Δ (Ε.Λ αρ. φυλ.68 -10/2/1945)

Όπως μας πληροφορεί-και πάλι ο ίδιος- στο βιβλίο του Μνήμες-σελ. 97, ο άμεσος συνεργάτης του-υπεύθυνος του μοιράσματος της προκήρυξης είναι ο Μήτσος Κοντογιώρης. Όσον αφορά τους νέους που πήραν μέρος στο μοίρασμα της προκήρυξης σήμερα γνωρίζουμε δυο -τον Γιώργο Τσαγκαρέλλη και το Στρατή Δούκα ή Τσίγκουρα. Μαρτυρία Δημήτρη Μπουρνού… ότι τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης οι ίδιοι του διηγήθηκαν το γεγονός αυτό.

Το τρίτο κείμενο…

Στην Ασφάλεια(φωτο 4)

Όλη τη νύχτα την πέρασα με αγωνία στη ψυχή και τη σκέψη στο μυαλό. Άραγε πως τα πήγε η δουλειά; Πρωί-πρωί έφυγα από το σπίτι και τράβηξα κατά την αγορά. Στο δρόμο με σταματά ένας παλιός φίλος και αγωνιστής, αμύητος ακόμα στον αγώνα αρχίσαμε.

-Δεν πήρες είδηση; Δηλαδή; -Μωρέ γέμισαν οι αυλές κ’ οι δρόμοι προκηρύξεις και μείς κοιμόμαστε!

Τον άφησα να ψάχνει να βρει τους πιθανούς ήρωες… Είχα βεβαιωθεί πως τα παιδιά δούλεψαν καλά. Τώρα περίμενα το ξέσπασμα της μπόρας απ’ τους γερμανούς και τα ντόπια τσακάλια τους… Νωρίς το απόγεμα, έξω από τη Νομαρχία με πλησίασε κάποιος χαφιές…

-Περάστε, σας παρακαλώ, απ’ την Ασφάλεια. Σας θέλει ο κ. Γαλούσης. Μ’ άφησε να πάω μόνος μου(…) Χωρίς να το καταλάβω βρέθηκα μέσα στην αυλή της Ασφάλειας. Τη βρήκα γεμάτη από γνωστούς κι άγνωστους(…)

Στις 10 τη νύχτα μας μάζεψαν… θα μας μιλούσε ο κ. Διοικητής. Κατέβητε πελιδνός και φουρτουνιασμένος. Στο πρόσωπό του ήταν ζωγραφισμένη η απόγνωση …. Μας μίλησε για την εγκληματική ενέργεια της περασμένης νύχτας και μας εξόρκισε να παραδώσουμε μόνοι μας τους δράστες… τονίζοντας πως οι γερμανοί θα βομβαρδίσουν και θα καταστρέψουν την πόλη… αν δεν ανακαλυφτούν οι ένοχοι… Οι δράστες δεν βρέθηκαν… ο κ. Διοικητής κατέληξε στο Νοσοκομείο κι οι γερμανοί δεν βομβάρδισαν την πόλη. Δ.  (Ε.Λ αρ. φυλ.73 -22/2/1945)

Τα δυο επόμενα κείμενα μας παρουσιάζουν ανάγλυφα τον καθοριστικό ρόλο του Δάσκαλου στην συγκρότηση της πρώτης αντιστασιακής ομάδας που έμεινε στην τοπική ιστορία με την ονομασία «Οργάνωση» γιατί έτσι την αποκαλούσε ο κόσμος κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Το πρώτο κείμενο από το βιβλίο Π.Κ. Κεμερλή- Α.Σ. Πολυχρονιάδη «Η ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ-πηγές και πτυχές της», σελ. 108-109. σε διήγηση Παν. Κεμερλή

(φωτο 1)  (…)Ύστερα απ’ τις μαζικές εκείνες συλλήψεις των… «προκηρύξεων» (21 Ιούνη 1941) που στον καθένα δείξανε το βαθμό ανασφάλειας του (…) σε πολλούς ριζοβολούσε η σκέψη του αντιστασιακού αγώνα, σ’ όποια μορφή μπορούσε να γίνει. Κι αυτές οι σκέψεις έπαιρναν διαστάσεις, όσο πλάταινε η αθλιότητα του λαού κι όσο προχωρούσε ο καιρός προς το άγγιγμα του χειμώνα. Οι σκελετωμένοι κάθε ηλικίας και πιο πολύ ανάμεσα στα παιδιά, και οι πρησμένοι κατά πρώτο λόγο ανάμεσα στους υπερήλικες, ραγίζανε καρδιές όσων επηρεαζότανε απ’ το τραγικό θέαμα . Και πολλοί, όλο και πιο πολύ, αναζητούσαμε κάποιο διέξοδο αντίδρασης. (…) Μια απ’ αυτές τις μέρες, γύρω στις 20 Νοέμβρη, συναντηθήκανε ο Π. Κεμερλής με το δάσκαλο Α. Αποστόλου στο δρόμο. Κι οι δυο εκφράζανε το ίδιο «Τι πρέπει να γίνει; Χρειάζεται Οργάνωση. Και τότε ο δάσκαλος προχώρησε «Είναι και κάτι άλλοι που σκέφτονται τα ίδια. Θα τους δω και θα σου πω». Μετά από δυο μέρες όταν ξανασυναντήθηκαν ο δάσκαλος είπε: «είναι σύμφωνοι ν’ αποτελέσουμε μια πεντάδα που θάναι η ηγεσία της Οργάνωσης(…)

Την άλλη μέρα, προς το βράδυ, ίσως στις 25 Νοέμβρη 1941, η πεντάδα συναντήθηκε(…) Σχετικό γραφτό ντοκουμέντο δεν υπάρχει. Δεν έχει διασωθεί κανένα. Την ιδρυτική πεντάδα της Οργάνωσης που στάθηκε και η ηγεσία της, είχε αποθανατίσει ο αξέχαστος φίλος και συναγωνιστής Αντ. Πρωτοπάτσης σε ένα σκίτσο του, σαν πεντάφυλλο μπουκέτο, με ημερομηνία και την υπογραφή του. Αλλά έχει χαθεί. Το είχε και το φύλαγε ο Θείελ. Λευκίας στο γραφείο του, όπου συχνά γινόντανε συσκέψεις.

Το δεύτερο κείμενο από το βιβλίο του ίδιου «Μνήμες», σελ. 99-100

(φωτο 1)«Κάποια βραδιά-πρέπει να ήταν τέλη του ’41-(…) αρκετοί από τους πρωταγωνιστές της Κίνησης συγκεντρωθήκαμε στο σπίτι του Αντ. Πρωτοπάτση, που ήταν λίγο πιο κάτω από το Νοσοκομείο(…)Απ’ τη συγκέντρωση αυτή, (…) βγήκε η προσωρινή Διοικούσα Επιτροπή για να κατευθύνει τον αντιστασιακό αγώνα, σε επίπεδο νομού. Υποδείχτηκαν και αποδέχθηκαν οι: Θείελπις Λευκίας (δημοσιογράφος), Απόστολος Αποστόλου (καθηγητής), Ζήνωνας Ελευθεριάδης (μικροβιολόγος), Παναγιώτης Κεμερλής(έμπορος), Δημήτριος Σίμος (έμπορος), Μανώλης Λαπαδαρίδης (ράφτης). Η ηγετική αυτή ομάδα ονομάστηκε Κεντρική Επιτροπή Απελευθερωτικού Αγώνα Λέσβου-ΚΕΑΑΛ. Όταν αργότερα αποκτήσαμε επαφή με την ηπειρωτική Ελλάδα και γνωρίσαμε την ύπαρξη του ΕΑΜ, τότε προσχωρήσαμε σ’ αυτό και η Επιτροπή μας ονομάστηκε σε Νομαρχιακή Επιτροπή ΕΑΜ Λέσβου.

(φωτο 7). Το τελευταίο κείμενο που θα σας παρουσιάσω είναι η δημόσια ομιλία του Δάσκαλου, που εκφωνήθηκε στις 27 Σεπτέμβρη του ’44-με την ιδιότητα του Γραμματέα της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ Λέσβου, με αφορμή τον εορτασμό για τα τρία χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ. Επέλεξα το κείμενο αυτό γιατί το θεωρώ σημαντικό-όπως και ίδιος αναφέρει στα βιβλία του – αφού στο κλείσιμο της δημόσιας αυτής ομιλίας θα διακηρύξει «Τα βόλια που δεν προφτάξαμε να ρίξουμε στον εξωτερικό εχθρό τα κρατάμε. Το ξαναλέμε, τα κρατάμε για να τα χρησιμοποιήσουμε ενάντια σε κείνους, όποιοι κι’ αν είναι, που θα τολμήσουν να θίξουν τα πραγματικά συμφέροντα του λαού.» Τα λόγια αυτά θα συνοδεύουν τόσο αυτόν όσο και τους συναγωνιστές στις διώξεις που θ’ ακολουθήσουν στα δύσκολα χρόνια του εμφυλίου. Η ομιλία αυτή δημοσιεύτηκε στην «Ελεύθερη Λέσβο» στις 27 Σεπτέμβρη του ’44. Διαβάζω αποσπάσματα της μετά από 80 χρόνια…

Σαν και σήμερα πριν από 3 χρόνια ο σκλαβωμένος, ο ταπεινωμένος, ο προδομένος ελληνικός λαός ξαναπήρε το καρυοφύλλι στο χέρι, ξεσηκώθηκε, οργανώθηκε και ξετυλίγοντας τη σημαία του Εθνικοαπελευθερωτικού  Μετώπου ξεκίνησε για το αγώνα της λευτεριάς(…)

Κι από τότε-εδώ στο νησί- μια χούφτα πρωτοπόροι έδωσαν τα χέρια και ξεκίνησαν. Στο προσκλητήριο ο ένας ύστερα από τον άλλο παλιοί και νέοι αγωνιστές άρχισαν να προσέρχονται(…)Από την πόλη ως το απόμακρο χωριό το κίνημα φούντωνε. Διανοούμενοι και αστοί, εργάτες και αγρότες σφιχτοδεμένοι κάτω απ’ τη σημαία του ΕΑΜ τραβούσαν μπροστά(…)Μια από τις πρώτες μας επιτυχίες ήταν η επαφή μας με τους συμμάχους απέναντι. Τα ερημικά ακρογιάλια του νησιού άρχισαν να δέχονται κουρσάρικα ,που έφερναν κι έπαιρναν πληροφορίες πολύτιμες(…)κι’ όταν αργότερα εγκαταστήσαμε τους ασυρμάτους μας η επικοινωνία μας με την Μέση Ανατολή γένηκε καθημερινή, τότε καμιά κίνηση των γερμανών δεν έμενε άγνωστη στο συμμαχικό στρατηγείο. Συναγωνιστές αποφασιστικοί σκόρπιοι στο λιμάνι, σ’ όλες τις υπηρεσίες του καταχτητή, στο Καρά Τεπέ, μάζευαν αθόρυβα το υλικό… Παράλληλα συνεργαστήκαμε με τους κομάντος. Τους παραχωρήσαμε βάσεις και συνδέσμους … και τώρα τελευταία μελετήσαμε μαζί σχέδια κοινής δράσης ενάντια στον καταχτητή.

Οι Γερμανοί ζητούσαν εργάτες, έκαναν επιστράτευση. Ήθελαν να σύρουν τα παιδιά μας έξω απ’ το νησί, στο σίγουρο θάνατο(…)χωρίς δισταγμό η οργάνωση ξαμόλησε στελέχη της μέσα στο λαό και ρίξανε το σύνθημα: Κανένας στα τάγματα εργασίας του Γκαίμπελς. Και δεν πήγε κανένας. Τα βουνά γέμισαν φυγάδες κι’ οι Γερμανοί αναγκάστηκαν ν’ αποσύρουν τα διατάγματα. Ήταν μεγάλη η νίκη αυτή(…)Λυσσούσε ο εχθρός και άρχισε ν’ ανησυχεί(…)Κι’ αποφάσισε να χτυπήσει. Η ηρωική Αγίασσος δέχεται το πρώτο χτύπημα και θρήνησε τα πρώτα θύματα. Ακολούθησε ο Μανταμάδος(…)Μα τα χτυπήματα αυτά αντί να τρομοκρατήσουν το Λεσβιακό λαό… τον έκαμαν (…)να περάσει στην επίθεση αρχίζοντας από τους ντόπιους εκμεταλλευτές και χαφιέδες.   Ιστορικές θα μείνουν οι συγκεντρώσεις συναγωνιστών πάνω στα βουνά του νησιού. Από μια τέτοια συγκέντρωση προέκυψε η μεγάλη διαδήλωση της Καλλονής. Ψωμί και κινίνο φώναζαν οι διαδηλωτές. Με βόλια απάντησαν οι «έλληνες» χαφιέδες της Ασφάλειας (…)καινούργια θύματα, καινούριο αίμα(…)απ’ τα ηρωικά παιδιά της Καλλονής και Αγ. Παρασκευής(…)Η μάχη της Καλλονής έδωσε το σύνθημα . Ο αγώνας για την επιβίωση αρχίζει(…)η Ερεσός, η Αγιάσσος, η Γέρα, το Πλωμάρι, η Θερμή, ο Μανταμάδος, Πέτρα όλη η ύπαιθρος τσακίζει τους εκμεταλλευτές, ξεκαθαρίζει τους χαφιέδες και περνά στην Αυτοδιοίκηση και Λαϊκή Δικαιοσύνη…  Τρομοκρατούνται οι Ράλληδες του Νομαρχιακού μεγάρου. Μα ξεπετιέται πάλι η αντίδραση . Πλευρίζει τον κατακτητή και του ψιθυρίζει «Προσοχή . Δεν πεινούν… είναι κομμουνιστές, είναι αναρχικοί(…)»Το κόλπο πιάνει. Οι Γερμανοί επιχειρούν δεύτερη επιδρομή σε Καλλονή και Αγ. Παρασκευή, σκοτώνουν και τραυματίζουν αθώους, λεηλατούν, ληστεύουν(…)Η οργάνωση διαπιστώνει πως καιρός να περάσει στη σύγκρουση με τον κατακτητή όπου τον βρει όπου τον συναντήσει. Αποφασίζει να μεταφέρει την έδρα της κάπου στη Λέσβο και να συγκροτήσει αμέσως τον ενεργό ΕΛΑΣ(…)Το έργο δεν ήταν εύκολο για τον εξοπλισμό του(…)Η αντίδραση που συναντήσαμε από αυτούς που θάπρεπε να μας βοηθήσουν  ήταν μεγάλη. Αρνήθηκαν να μας δώσουν τα όπλα που ζητούσαμε για πολεμήσουμε το κοινό εχθρό. (…)Κάποτε θα μιλήσουμε πιο πλατιά για όλ’ αυτά. Σε πείσμα όμως όλων αυτών βρέθηκαν τα όπλα ο ενεργός ΕΛΑΣ εξοπλίστηκε και ντύθηκε(…)Και τώρα που έφυγαν οι Γερμανοί; Έφυγαν αυτοί μα μένουν οι ντόπιοι φασίστες(…)Τα βόλια που δεν προφτάξαμε να ρίξουμε στον εξωτερικό εχθρό τα κρατάμε. Το ξαναλέμε, τα κρατάμε για να τα χρησιμοποιήσουμε ενάντια σε κείνους, όποιοι κι’ αν είναι, που θα τολμήσουν να θίξουν τα πραγματικά συμφέροντα του λαού.»( Ε.Λ αρ. φυλ.73 -22/2/1945)

Σημαντική βέβαια ήταν η συμμετοχή του Δάσκαλου στα γεγονότα του Go Back, τα Χριστούγεννα του ’44… «Αναμφισβήτητα, ο λεσβιακός λαός έγραψε, τις 4 αυτές μέρες του Δεκέμβρη, με τον ηρωισμό και την αποφασιστικότητά του , την λαμπρότερη σελίδα στην ιστορία του Κινήματός του.» αναφέρει στο βιβλίο του «Μνήμες». Και η συμβολή του στη μεγάλη αυτή νίκη ήταν καθοριστική, τόσο ως κεντρικός διαπραγματευτής από μεριάς του ΕΑΜ με τους Εγγλέζους, όσο και στην συμπαράταξή του-εκεί δίπλα στο λαό- να μάχεται στις προβλήτες για να μη αποβιβαστούν τα αγγλικά στρατεύματα.

Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, δίνοντας τη σκυτάλη στον φίλο Θράσο Αβραάμ-που θα σας μιλήσει για τις φυλακίσεις και εξορίες του Δάσκαλου, διαλέγω ως επίλογο της ομιλίας μου- το πως μεθοδεύτηκε και υλοποιήθηκε η πρώτη δίωξη του- βοηθώντας σας να κατανοήσετε αυτά που ακολουθήσαν.

(φωτο 8)Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, την παράδοση όπλων από το ΕΛΑΣ και το σχηματισμό της κυβέρνησης Πλαστήρα, μέσα στον μήνα Μάρτη ‘του ‘45 έχουμε την εγκατάσταση των νέων  κρατικών αρχών και στο νησί μας, του  Γενικού Διοικητή  Νήσων Αιγαίου, Νομάρχη Λέσβου, Δκτή Εθνοφυλακής και Εισαγγελέα Πρωτοδικών.

Στις 24 Απρίλη έρχεται στη Μυτιλήνη το 149 Τάγμα Εθνοφυλακής από την Πελοπόννησο για να ξεκινήσει το μεγάλο και ανηλεή διωγμό του ΕΑΜ στο νησί μας, υλοποιώντας τον συγκεκριμένο σχεδιασμό του Εισαγγελέα Κωστόπουλου.

(φωτο 9)Στις 7 Μάη του ’45 αγγέλλεται η άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας. Ο πόλεμος τέλειωσε. Το ΕΑΜ πανηγυρίζει. Το ίδιο βράδυ εθνοφύλακες του νεοαφιχθέντος 149 Τάγματος Εθνοφυλακής  θα επιτεθούν και θα καταστρέψουν τα γραφεία του Κ.Κ.Ε στο κέντρο της Μυτιλήνης. Την επόμενη μέρα το πρωί το ΕΑΜ οργανώνει συλλαλητήριο. Οι διαδηλωτές έρχονται σε αντεγκλήσεις με τους Εθνοφύλακες και αυτοί χωρίς καμιά αιτία αρχίζουν τους πυροβολισμούς με αποτέλεσμα να τραυματιστεί θανάσιμα, ο Χριστόφας Πετράς. Το γεγονός αυτό θα ξεσηκώσει θύελλα διαμαρτυριών, από τους διαδηλωτές  που θα εισβάλουν στη Νομαρχία και θα προπηλακίσουν τον διευθυντή Κυρυώτογλου τραυματίζοντας τον ελαφρά.

Στις 19 Μάη του ‘45 ο Κωστόπουλος διατάσσει την κατάσχεση όλου του δημοσιογραφικού χαρτιού που βρισκόταν στα τυπογραφία που εκδίδανε τις εαμικές  εφημερίδες. Την επόμενη μέρα σταματά η κυκλοφορία όλων των εαμικών εφημερίδων λόγω έλλειψης χαρτιού.

Στις 25-26 Μάη ξεκινά ένα πογκρόμ συλλήψεων και η πόλη της Μυτιλήνης βρίσκεται σε παροξυσμό, δεκάδες εθνοφύλακες με ή χωρίς εντάλματα σύλληψης επισκέπτονται σπίτια, μαγαζιά, καφενεία και συλλαμβάνουν τουλάχιστον εξήντα ηγετικά στελέχη του ΕΑΜ που οδηγούνται στα κρατητήρια δυο Τμημάτων Εθνοφυλακής Μυτιλήνης.  Αιτία;  Τα γεγονότα της 8ης Μάη με τον προπηλακισμό του διευθυντή της Νομαρχίας Καρυώτογλου, που έμειναν στην ιστορία ως «Στάση της Μυτιλήνης».

(φωτο 10)Στις 30 Μάη απομονώνει τον Απ. Αποστόλου από τους υπόλοιπους κρατούμενους και τον σέρνει στο Τριμελές Πλημμελειοδικείο, για συκοφαντική δυσφήμιση αξιωματικού της Εθνοφυλακής σε τηλεγράφημά του προς την Κυβέρνηση, στις 24 Φλεβάρη του ’45, ως Γραμματέας του ΕΑΜ Λέσβου. Ο Εισαγγελέας Κωστόπουλος αρχίζει την αγόρευση του εξαπολύοντας ένα οχετό ύβρεων κατά του ΕΑΜ. Ο Αποστόλου δεν κρατιέται. Σηκώνεται και φωνάζει 3 φορές «Αίσχος». Αυτό ήταν το ζητούμενο για τον Εισαγγελέα. Διακόπτεται το δικαστήριο και με νέα σύνθεση αποφασίζει την σε δυο χρόνια φυλάκιση του για περιύβριση Δικαστηρίου, θα του φορτώσουν και άλλα δυο χρόνια για τη δυσφήμηση του αξιωματικού της Εθνοφυλακής. Κι έτσι ο Γραμματέας του ΕΑΜ, ο Δάσκαλος, αυτός πρώτος θ’ ανοίξει  το δρόμο προς τις φυλακές της Λαγκάδας. Σε λίγες μέρες-αρχές Ιούνη- θα τον ακολουθήσουν δεκάδες συναγωνιστές που αποτελούν την ηγεσία του ΕΑΜ στην πόλη της Μυτιλήνης και προφυλακίζονται για την κακοποίηση του Καρυώτογλου. Και εκεί στις φυλακές τώρα ως κατάδικος, θα υποδεχθεί δεκάδες συναγωνιστές του απ’ όλο το νησί, ως προφυλακισμένους, γιατί στα σκληρά χρόνια της γερμανικής Κατοχής οργάνωσαν το ΕΑΜ και μετά την απελευθέρωση τήρησαν άμεμπτη στάση σώζοντας, από την οργή του κόσμου, αρκετά από τα κεφάλια αυτών που τώρα βυσσοδομούν εναντίον τους.

Και κλείνω, το μνημόσυνο αυτό,  μ’ ένα δικό του πάλι κείμενο από το βιβλίο Μνήμες Β…

Τότε που κάναμε αντίσταση στους γερμανούς… ζήσαμε μεγάλες στιγμές… Πρωτοφανέρωτες…Και φορτωθήκαμε το ασήκωτο φορτίο της αντίστασης. Τρέλα το είπαν οι φρόνιμοι…Τα μεγάλα δεν γίνονται από τους φρόνιμους… Φωτιές ανάβουν οι τρελοί. Οι ασύνετοι. Αυτοί, που φλομώνονται από τους καπνούς κάποιας εσωτερικής φλόγας και τραβούν μπροστά χωρίς να μετρούν και να υπολογίζουν. Αυτοί που πιστεύουν στα ιδανικά της Λευτεριάς και της Δικαιοσύνης. Αυτά αναπολώ, σήμερα… Τι θα ‘πρεπε , δηλαδή να κάμω; Να μείνω στα ήρεμα νερά; Τι θα κέρδιζα; Το πολύ-πολύ να γινόμουν ένας πετυχημένος καθηγητής… Και να βγαινα αθόρυβα στη σύνταξη. Μα το Θεό! Δεν Θα την ήθελα μια τέτοια κατάληξη…

Σας ευχαριστώ…

Η προβολή της παρουσίαση εδώ.


Κατά το εισαγωγικό σημείωμα θα πρέπει να πούμε ότι το κείμενο με τίτλο «Αποστόλου, όπου να ναι σε γκρεμίζουμε»: Εξορίες, φυλακίσεις, και καταδίκη δις εις θάνατον! επιμελήθηκε και παρουσίασε ο δημοσιογράφος Θράσος Αβραάμ κατά την διάρκεια της εκδήλωσης – αφιέρωμα με τίτλο: «Αφιέρωμα στον λαϊκό αγωνιστή, δήμαρχο, εκπαιδευτικό Απόστολο Αποστόλου. Ο Δάσκαλός μας» που διοργάνωσαν από κοινού οι Φίλοι Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας (ΦΙΜΠΟΔ), η Ένωση Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Πελοποννήσου Ηπείρου Νήσων (ΕΣΗΕΠΗΝ) και η Ένωση Λειτουργών Μέσης Εκπαίδευσης Λέσβου (ΕΛΜΕ).

Η θεματολογία των παρεμβάσεων ήταν «Ένας φοιτητής χημείας από τον Μανταμάδο, στη Μικρασία: Εκεί και πάλι πίσω» από τον φιλόλογο – ιστορικό Ζήση Αϊναλή, «Δάσκαλος» από τον χημικό και πρόεδρο της ΕΛΜΕ Λέσβου Κώστα Ντουράκη, «Δάσκαλος – Συγγραφέας» από τον εκπαιδευτικό – συγγραφέα Χρήστο Χατζηλία, «’Όπου να’ναι Αποστόλου σε γκρεμίζουμε…’: Εξορίες, φυλακίσεις και καταδίκη δις εις θάνατον!» από τον δημοσιογράφο Θράσο Αβραάμ που ακολουθεί. Ακόμη για την συμμετοχή του Αποστόλου στην Αντίσταση, κατά της βασιλομεταξικής δικτατορίας και της γερμανικής κατοχής, θα αναφερθεί ο ερευνητής και συγγραφέας Γιώργος Γαλέτσας, ενώ για τον Δήμαρχο Αποστόλου, με την πολύμορφη κοινωνική και πολιτική δράση, μίλησε ο π. Πρόεδρος της ΤΕΔΚ Λέσβου Δημήτρης Μπουρνούς. Για τον αγαπημένο τους παππού, είπαν λίγα λόγια τα εγγόνια του, Αποστόλης Ραζής και Ορέστης Παναγιώτου. Τέλος συμπεράσματα και διατύπωση αιτήματος ανάδειξης του εποπτικού υλικού και των οργάνων Φυσικοχημείας, τα οποία είχαν συγκεντρώσει οι Μιχάλης Στεφανίδης και Απόστολος Αποστόλου, μίλησε ο Στρατής Βλαστάρης, μέλος ΦΙΜΠΟΔ.

Η εκδήλωση ξεκίνησε με προβολή οπτικοακουστικού υλικού που επιμελήθηκε ο συνθέτης Νίκος Τσιριγώτης για το τιμώμενο πρόσωπο, εισαγωγικό σημείωμα  για τον Απόστολο Αποστόλου έγινε από την δημοσιογράφο Πέλλη Γιακουμή, ενώ τον χαιρετισμό του προέδρου της ΕΣΗΕΠΗΝ Κυριάκου Κορτέση ανέγνωσε η εργασιακή εκπρόσωπος της ΕΣΗΕΠΗΝ για το Βόρειο Αιγαίο, Μαρίνα Πολλάτου.

Την οργάνωση του αφιερώματος επιμελήθηκε Οργανωτική Επιτροπή των συνδιοργανωτών, ενώ ο Κώστας Καρατζάς, έχει αναλάβει την τεχνική υποστήριξη και επιμέλεια της εκδήλωσης. Τις αφίσες της φιλοτέχνησε η Μυρσίνη Κουτσκουδή. Η παρουσίαση έγινε απ’ την Πέλλη Γιακουμή, ενώ το συντονισμό της εκδήλωσης, θα έχουν το μέλος των ΦΙΜΠΟΔ Απόστολος Κομνηνάκας, ο Πρόεδρος της ΕΛΜΕ Λέσβου Κώστας Ντουράκης και η Εργασιακή εκπρόσωπος της ΕΣΗΕΠΗΝ για το Βόρειο Αιγαίο Μαρίνα Πολλάτου.

του Θράσου Αβραάμ

«Αποστόλου, όπου να ναι σε γκρεμίζουμε»: Εξορίες, φυλακίσεις, και καταδίκη δις εις θάνατον!

Μετά την Συμφωνία της Βάρκιζας έρχονται στην Λέσβο οι «μπουραντάδες» ήταν το τμήμα εκείνο της Εθνοφυλακής που στάλθηκε για να ενισχύσει την κρατική εξουσία. «Εθνικόφρονα καθάρματα με ταγματαλήτικη συμπεριφορά» τους ονομάζει ο Αποστόλου. Η δολοφονία ενός εργάτη του Γιώργου Πετρά και οι διαμαρτυρίες του λαού της Μυτιλήνης ήταν η αφορμή που έψαχναν για να εφαρμόσουν το σχέδιο τους.

Χαρακτήρισαν «στάση» τη συγκέντρωση που διοργανώθηκε και κίνησαν τον μηχανισμό για την σύλληψη των φυσικών και ηθικών αυτουργών. Έτσι το πρωί της 31 Μαίου 1945 ο Αποστόλου συλλαμβάνεται από τους μπουραντάδες στο Γυμνάσιο θηλέων όπου δίδασκε.Απο εκεί οδηγείται στα μπουντρούμια . Ήταν ο πρώτος κρατούμενος και ακολούθησαν και άλλοι όπως ο δημοσιογράφος Στρατής Παπανικόλας, ο δικηγόρος Λευτέρης Κιοσκλής, ο καθηγητής Μανώλης Δεμερτζής, ο φαρμακοποιός Πάνος Ευαγγελινός από την Αγία Παρασκευή και άλλοι. Μια από τις επόμενες μέρες οι ανθρωποφύλακες πήρανε μονάχα τον Αποστόλου και τον οδήγησαν στα δικαστήρια.

Ο ίδιος ο Αποστόλου θυμάται: «Κατά τη διάρκεια της δίκης ο εισαγγελέας –δεν θυμάμαι το όνομα του- πάντως μας τον είχαν φερει από κάποια πόλη της Δυτικής Μακεδονίας όπου είχε συνεργαστεί με τους Ιταλούς-πήρε το λόγο και άρχισε να βριζει το ΕΑΜ. Ανάμεσα στα άλλα έλεγε πως όσοι πήγαιναν στο ΕΑΜ ήταν απάτριδες, απατεώνες και κλέφτες. Εγώ δεν κρατήθηκα, πετάχτηκα πάνω και φώναξα.- Αίσχος, Πως τον αφήνετε κύριε πρόεδρε, να μιλάει έτσι; Αυτό το αίσχος που ξεστόμισα το πλήρωσα με δυο χρόνια φυλακή. Εξύβισα, λέει, το δικαστήριο».

Έτσι λοιπόν ο Αποστόλου μεταφέρεται στις φυλακές της Λαγκάδας. Εκεί στην αρχή οι φυλακές ήταν άδειες και υπήρχαν μόνο κάποιοι λίγοι ποινικοί και δοσίλογοι. Γρηγορα όμως μετά το κύμα συλλήψεων οι φυλακές της Λαγκάδες γεμίζουν από στελέχη του Εαμικού Κινήματος.

Ο Αποστόλου θυμάται «Γρήγορα στην φυλακή γινόταν το έλα να δεις. Το πιο ζωντανό κομμάτι του Λεσβιακού ΕΑΜ είχε συγκεντρωθεί στο χώρο αυτό.Εδώ οι Γεραγώτες. Εκεί η Αγιασώτες. Σε τούτο το θάλαμο οι Πλωμαρίτες. Στον άλλο οι Μανταμαδιώτες. Και παραπέρα οι Πολυχνιάτες, οι Αγιοπαρασκευότες, οι Ερεσιώτες και των άλλων περιφερειών. Φροντίζαμε όσο το δυνατόν οι συγχωριανοί να μένουν μαζί. Είχαμε πάρει στα χέρια μας όλη τη ζωή της φυλακής. Είχαμε δημιουργήσει μια μικρή εαμική κοινωνία που ζούσε με τους δικούς της κανόνες. Ήμαστε μέσα στη φυλακή μας οι ελεύθεροι πολιορκημένοι» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Αποστόλης για εκείνη την περίοδο.

Πέρασε δυο χρόνια στις φυλακές της Λαγκάδας. Στο Εφετείο της Σύρου απηλλάγη των κατηγοριών και έτσι τον Απρίλιο του 1947 αφήνεται ελεύθερος. Αν και φίλοι του τον συμβουλεύουν να μην επιστρέψει στη Μυτιλήνη εκείνος το θεωρεί λιποταξία και γυρίζει στο νησί.

Στη Λέσβο ο Αποστόλου δεν προλαβαίνει ούτε τρείς μήνες να συμπληρώσει ελεύθερος και συλλαμβάνεται μέσα από το μικρό εργαστήρι που είχε ανοίξει για να παραδίδει μαθήματα μιας και τον είχαν διώξει από το σχολείο όπου δίδασκε. Κλείνεται στα μπουντρούμια της Ασφάλειας και εκεί είναι η στιγμή που τον παίρνει το παράπονο.

Αναφέρει για τις στιγμές αυτές «Όταν έμεινα μόνος στο σκοτεινό κελί, ζάρωσα σε μια σκοτεινή γωνιά και παραδόθηκα στις σκοτεινές μου σκέψεις. Με πήρε το παράπονο. Έσπασα. Κι όταν σε λίγο ξεχώρισα στη μικρή θυρίδα της πόρτας το προσωπάκι της κόρης μου που με καλούσε:- Έλα μπαμπά που είσαι; Τότε κατέρρευσα. Έζησα στιγμές αδυναμίας. Δεν έπρεπε. Συνήλθα γρήγορα. Βρήκα ξανά τον εαυτό μου. Σκέφτηκα πως έπρεπε να φανώ γενναίος. Κι ας μ έριχναν σε φορτουνιασμένη θάλασσα. Κι ας ήταν ο ουρανός κατάμαυρος».

Ο Αποστόλου κατηγορείται ως διοργανωτής της Ανταρσίας. Τον φυλακίζουν στις φυλακές της Λαγκάδας όμως το κλίμα πλέον είναι εντελώς διαφορετικό. Στις 8 Σεπτέμβρη του 1947 το Έκτακτο Στρατοδικείου Λέσβου, εκδικάζοντας την υπόθεση θα κηρύξει «εαυτόναναρμόδιο» και θα παραπέμψει την υπόθεση στο Έκτατο Στρατοδικείο Αθηνών. Μέσα του 1947 και χωρίς να έχει γίνει δίκη ο Αποστόλου μαζί με άλλους του ΕΑΜ της Λέσβου εξορίζεται στη Γιούρα. Ακόμα δεν είχαν χτιστεί οι φυλακές και οι εξόριστοι ζούσαν σε σκηνές.

Ο Αποστόλου θυμάται: «Περνούσαμε τις μέρες μας μέσα στη μοναξιά και την αθλιότητα. Κι ήταν όλες ίδιες. Κι όταν μας μάζευαν για το υποχρεωτικό κουβάλημα της πέτρας δεν αντιδρούσαμε. Ήταν για μας ευκαιρία για «ψυχαγωγία». Έτσι ήταν. Συγκριτικά με τους άλλους τρόπους που χρησιμοποιούσαν παλιότερα για να τσακίσουν το ηθικό μας τούτο το καψόνι ήταν χάδι».

Στη Γιούρα ο Αποστόλου μένει έως τον Φεβρουάριο του 1948. Ο εμφύλιος βρίσκεται στο αποκορύφωμα του. Από τις 25 ως 28 Φεβρουαρίου 1948 γίνεται η δίκη, στο Έκτατο Στρατοδικείο Αθηνών. Οι Στρατοδίκες καταδικάζουν τον Αποστόλου σε δις εις θάνατο και ισόβια. Σε θάνατο καταδικάζεται και ο αδελφός του καπετάνιος τους ΕΛΑΣ Δημητρός Αποστόλου.

Ανάφερει για τις στιγμές αυτές: «Ως εδώ ήταν. Με τόσα όνειρα ξεκινήσαμε κι δυο για μια ελεύθερη πατρίδα και που καταλήξαμε. Τώρα όλα τελείωσαν. Μας πήγαν στο Τμήμα Μεταγωγών στου Μακρυγιάννη. Μας έριξαν σε ένα σκοτεινό και υγρό κελί. Έπρεπε σε τρεις μέρες να εκτελεστούμε. Περιμέναμε. Θυμάμαι το δεύτερο πρωινό που μας έβγαλαν για τα ουρητήρια και περίμενα στη γραμμή. Πέρασε δίπλα μου ο αρχιφύλακας-των ταγμάτων ασφαλείας και μου πέταξε χαιρέκακα – Αποστόλου αύριο την αυγή θα σε γκρεμίσουμε. Δε με γκρέμισαν. Στη Μυτιλήνη κινητοποιήθηκαν διάφοροι παράγοντες. Ακόμα και ο δικηγορικός σύλλογος ενδιαφέρθηκε και έστειλε τηλεγράφημα για να μην μας σκοτώσουν. Φαίνεται πως όλα αυτά έπιασαν τόπο. Ανέστειλαν την εκτέλεση μας .Μας μετέφεραν στις φυλακές της Αίγινας. Μας έκλεισαν στην απομόνωση. Ώσπου ήρθε το χαρτί για την μετατροπή της ποινής μας από θανατοποινίτες γινήκαμε ισοβίτες».

Στη δεύτερη ακτίνα των φυλακών της Αίγινας ο Αποστόλου θα ζήσει φυλακισμένος πέντε χρόνια μαζί με τον αδελφό του, τον Κεμερλή, τον Γιοσμά και αργότερα στην παρέα των Λέσβιων αγωνιστών θα προστεθεί και ο Πάνος Ευαγγελινός.

Τα πέντε αυτά χρόνια που έζησε στις φυλακές της Αίγινας ο Αποστόλου τα χαρακτηρίζει ως Μαύρα χρόνια.

Συγκεκριμένα αναφέρει «Προπάντως το 1948, 49 κάθε λίγο να παίρνουν από τις ακτίνες τους τούς συντρόφους για εκτέλεση και να τους κλείνουν στην απομόνωση. Ν’ ακούς όλη νύχτα τα τραγούδια τους. Αγρυπνούσαμε κι εμείς μαζί τους. Και την αυγή έφτανε το φορτηγό. Ακούαμε το θόρυβο και στήναμε αυτί. Να τώρα τους παίρνουν. Τους βγάζουν. Αποχαιρετούν.

-Έχετε γεια αδέλφια.

-Κι εμείς ανταποδίδαμε τον χαιρετισμό.

-Γεια σας παιδιά.

Και πάλι το τραγούδι τους που γινόταν ολοένα και πιο απόμακρο. Με κομμένη την ανάσα περιμέναμε να ακούσουμε τις βολές της εκτέλεσης. Η ηρεμία της αυγής άφηνε να φτάσει ως εμάς ο ξηρός κρότος των όπλων του εκτελεστικού αποσπάσματος. Τελείωσε. Πέφταμε σε βουβή συλλογή. Πόσος πόνος. Γιατί να γίνονται όλα αυτά; Τι κρίμα».

Το 1951 ο Αποστόλου μαζί με τον Γιώργο Μεταξά μεταφέρεται από τις φυλακές της Αίγινας στις φυλακές Αβέρωφ. Εκεί γνωρίζεται με τον Μανώλη Γλέζο και τον Λεωνίδα Κύρκο. Στις 7 Δεκεμβρίου 1951 ο Αποστόλου εμφανίζεται στο Αναθεωρητικό Στρατοδικείο Αθηνών. Τα Αναθεωρητικά στρατοδικεία ήταν μια κατάκτηση που την πετύχαμε όλοι μαζί αναφέρει ο Αποστόλου. Εκεί λοιπόν η ποινή του από ισόβια μετατρέπεται σε πέντε χρόνια και έτσι στις 22 Φεβρουαρίου 1952 ο Αποστόλου αποφυλακίζεται.

Η δεύτερη περίοδος των διώξεων του ξεκινά με την Αμερικανοκίνητη Χούντα των Συνταγματαρχών.

Συγκεκριμένα μετά το πραξικόπημα της 21η Απρίλιου 1967 ο Αποστόλου όντας Δήμαρχος Μυτιλήνης συλλαμβάνεται μέσα στο γραφείο του. Ας δούμε πως περιγράφει ο ίδιο τη σύλληψη του: «Εγώ πήγα στο γραφείο μου στη Δημαρχία και περίμενα. Δεν άργησαν να φανούν οι ασφαλίτες. Ήρθαν  δυο ένας ανθυπομοίραρχος και ένας απλός της ασφάλειας. Ο απλός μπήκε από την κύρια είσοδο του γραφείου μου και ο αξιωματικός από τη τζαμένια πόρτα της αίθουσας του δημοτικού συμβουλίου που συνόρευε με το γραφείο του Δημάρχου. Μπήκαν ταυτόχρονα και οι δυο για να μην τους ξεφύγω. Ο ανθυπομοίραρχος μου είπε:

-Κύριε Δήμαρχε σε εμένα έλαχε ο κλήρος.

Η απάντηση μου ήταν:

-Πάμε παιδιά.

Ο Αποστόλου οδηγείται στα γραφεία της Ασφάλειας που βρισκόταν τότε χαμηλά στο Κιόσκι. Εκεί αν και περιμένει να τον κλείσουν σε κάποιο κελί ωστόσο ο Ανώτερος Διοικητής της Χωροφυλακής διατάσσει να αφεθεί ελεύθερος. Το γεγονός αυτό βρίσκει προβληματισμένο τον Αποστόλου που το αποδίδει στις διαφορές μεταξύ Χωροφυλακής και Στρατού. Η ελευθερία του όμως θα κρατήσει μόλις τρεις μέρες καθώς ξανασυλλαμβάνεται την Μεγάλη Τρίτη του 67 με διαταγή του ίδιου του Στρατιωτικού Διοικητή. Μεταφέρεται στο Διδασκαλείο.

Εκεί διηγείται ο Αποστόλου «Βρήκα όλη την αφρόκρεμα του αριστερισμού. Παλιούς αντιστασιακούς αλλά και νεότερους από όλο το νησί. Είχαμε μαζευτεί εκεί μέσα πάνω από 100 άτομα. Όλοι ένας κι ένας. Κομμουνιστές και δημοκράτες. Όσοι ήταν γραμμένοι στους καταλόγους της ασφάλειας. Καθάρισαν το νησί από όλα τα επικίνδυνα στοιχεία. Έτσι το έργο της αναμόρφωσης θα προχωρούσε απρόσκοπτα».

Λίγες μέρες μετά οι κρατούμενοι της Λέσβου μαζί και ο Αποστόλου μεταφέρονται με αρματαγωγό στη Γιούρα.

Για δεύτερη φορά στη ζωή του ο Αποστόλου αντικρίζει τη Γιούρα και αναφέρει: «Εγκατασταθήκαμε όμορφά και ομαλά. Φρόντισαν για αυτό οι παλιοί. Μας μοίρασαν  άλλους σε θαλάμους της φυλακής και άλλους σε σκηνές έξω. Πολύς κόσμος από όλη τη Ελλάδα, δεν μας έπαιρνε όλους η φυλακή. Αρχίσαμε την οργανωμένη ζωή του εξορίστου. Το κλίμα τώρα ήταν διαφορετικό. Πιο ήπιο. Τη φρούρηση και την επιτήρηση μας είχε η Χωροφυλακή. Οι μέρες κυλούσαν πικρές μέσα στη μοναξιά, την απομόνωση, την αβεβαιότητα. Διαβάζαμε ότι βρίσκαμε. Ασχολούμαστε με την χειροτεχνία. Κάναμε επιμορφωτικά μαθήματα κι εγώ δίδαξα πρακτική ηλεκτρολογία σε μια ομάδα νεαρών. Δίναμε διαλέξεις. Μαθαίναμε χορό».

Στη Γιούρα ο Αποστόλου θα γνωρίσει τον Χαρίλαο Φλωράκη, τον Γιάννη Ρίτσο, την Βάσω Κατράκη. Θα βρεθεί επίσης με τους συναδέλφους του Δημάρχους τον Μαυροθαλασσίτη του Αιγάλεω, τον Μιχαλόπουλο της Δάφνης, τον Γάλλο της Καλλιθέας, το Μακρή της Καισαριανής.

«Περνούσα όπως παιρνούσα τις μέρες μου στη Γιούρα αλλά ο νους κι ο λογισμός μου έτρεχε στη Μυτιλήνη. Έφυγα ξαφνικά και άφησα χίλιες δυο εκκρεμότητες. Κι ο «Νομάρχης» Δορκοφίκης έψαχνε να βρει πιασίματα για να μου στήσει κατηγορίες για ατασταλίες και παράνομες πράξεις .Πολλά διέδινε εις βάρος μου ακόμα και κλέφτη με αποκάλεσε. Βέβαια σταθήκανε κοντά μου ο διευθυντής του Δήμου Ασημάκης Παύλου και ο γραμματέας του δημοτικού συμβουλίου Νίκος Δαμδούμης που είχαν και το μεγάλο πλεονέκτημα να είναι αδιάβλητοι δεξιοί. Αυτοί με προστάτεψαν. Και δεν μπόρεσε ο ανεκδιήγητος εκείνος Νομάρχης να βρει κανένα πάτημα για να με διώξει».

Ο Αποστόλου θα μείνει λίγους μήνες ακόμα στην εξορία. Η γνωριμία της μικρότερης κόρης του Ζήνας από τα γυμνασιακά χρόνια με την κόρη του χουντικού υπουργού Δημόσιας Τάξης Παναγιώτη Τζεβελέκου θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο.  Αναφέρει ο Αποστόλου: «Οι δυο φίλες συναποφάσισαν και βάλθηκαν να με βγάλουν από την Γιούρα. Η μικρή έγινε φόρτωμα στον πατέρα της υπουργό. Και ο πατέρας που είχε αδυναμία στην κόρη του τελικά υπέκυψε. Έτσι κάποια μέρα με κάλεσαν στη Διοίκηση και μου υπέδειξαν να δηλώσω ασθένεια και να παρουσιαστώ στον γιατρό. Μου μίλησαν και για το ενδιαφέρον του υπουργού. Ο γιατρός με κράτησε στο αναρρωτήριο τρεις μέρες. Και τελικά γνωμάτευσε πως πρέπει να απολυθώ. Αυτή την εντολή είχε πάρει. Έτσι κάποιο πρωινό αποχαιρέτησα τους συντρόφους μου και εγκατέλειψα τη Γιούρα».

Ο Αποστόλου δεν επιστρέφει αμέσως στη Μυτιλήνη αλλά μένει στην κόρη του Ζήνα στην Αθήνα. Η υγεία του έχει κλονιστεί από τις κακουχίες. Παθαίνει γαστρορραγία και αναγκάζεται να νοσηλευτεί για 40 μέρες στον Ερυθρό Σταυρό. Ο Δορκοφίκης νομάρχης του έχει διαμηνύσει να μην επιστρέψει στη Μυτιλήνη γιατί θα τον ξαναστείλει στη Γιούρα. «Αλλά η Μυτιλήνη μου έλειπε. Με βασάνιζε το καθήκον της επιστροφής και τελικά δεν κρατήθηκα. Το αποφάσισα. Αγνόησα τις απειλές και προειδοποιήσεις και γύρισα στον τόπο μου. Βρήκα τον κόσμο καταπιεσμένο αλλά σταθερό. Η Ασφάλεια παρακολουθούσε κάθε μου κίνηση».

Τελειώνοντας πρέπει να αναφέρω ότι ο εξόριστος στη Γυάρο Αποστόλου την περίοδο από τον Δεκέμβρη 1967 έως τον Απρίλιο του 1968 ανταλλάσει με την οικογένεια του 7 επιστολές. Οι 6 αποστέλλονται από την Μυτιλήνη, 1 από τον Νότη Παναγιώτου, 1 από την κόρη του Βαγγελίτσα και 4 από τα εγγόνια του Ρούλη και Απόστολο. Η 7η επιστολή, είναι  απάντηση του Απ. Αποστόλου από τη Γυάρο. Υπάρχει και μια επιστολή πάλι από τη  Γυάρο, αυτή τη φορά όμως στις 8-12-1947.  Μια επιστολή ντοκουμέντο λίγους μήνες πριν την επιβολή της θανατικής του ποινής από το Στρατοδικείο της Αθήνας. Μέσα σε 10 γραμμές προσπαθεί να δώσει μια βοήθεια, μια νουθεσία στην  κόρη του Βαγγελίτσα για το μέλλον της… Αφού γνωρίζει ότι τα χρόνια που έρχονται θάναι γι αυτόν και την οικογένεια του σκληρά.    Οι 7 επιστολές που ανταλλάσσει η οικογένεια Αποστόλου αποτυπώνονται σε επιστολικά δελτάρια τα οποία –χωρίς φάκελο- μπορεί ο καθένας να διαβάσει. Αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος επικοινωνίας των χιλιάδων κρατουμένων της Χούντας με τις οικογένειές τους. Αυτό ορίζει η προληπτική λογοκρισία κι αυτό επιβάλλεται από τη Χούντα.    Όλες οι επιστολές προς τον Αποστόλου εκφράζουν την ανυπομονησία, την λαχτάρα της κόρης-γαμπρού-εγγονών, να δουν το πατέρα-παππού να επιστρέφει ξανά στην οικογένεια του και περιμένουν την απελευθέρωση του.

Στην 5η επιστολή από τον εγγονό Αποστόλη προς  τον  εξόριστο  παππού του, αναφέρεται «(…)Τα περιστέρια μας  μια  μέρα  μπήκαν  στο  σπίτι  και  δεν  μπορούσαμε  να  τα  βγάλομε.  Όπως  είναι  ελεύθερα  τα  περιστέρια  θέλω  να  σε  αφήσουν  και  εσένα.(…)»

Ο εγγονός Απόστολος που  ήθελε να  βγάλει από το σπίτι τους τα περιστέρια δεν ήξερε τίποτα-πώς να  ήξερε…; Ότι τα  περιστέρια  αυτά  ήταν  τα  περιστέρια της Ειρήνης, που ο παππούς Απόστολος τα γνώριζε πολύ καλά, αφού μαζί τους αγωνίστηκε πάνω από μια δεκαετία στη Μυτιλήνη ως ηγέτης του φιλειρηνικού κινήματος.

Ο εγγονός Απόστολος που  ήθελε να βγάλει από το σπίτι τους τα περιστέρια δεν ήξερε τίποτα-πώς να   ήξερε…; Ότι τα περιστέρια αυτά ήταν τα ταχυδρομικά περιστέρια, που στη διάρκεια της Κατοχής ο παππούς Απόστολος, ως ηγέτης του αντιστασιακού κινήματος στο νησί,  έστελνε  με  αυτά μυστικά μηνύματα στις συμμαχικές δυνάμεις,  που στάθμευαν στις απέναντι μικρασιατικές ακτές.  Τότε που αγωνιζόταν για την Χιλιάκριβη τη Λευτεριά, ενώ οι  προκάτοχοί  τους  και οι σημερινοί δεσμώτες του –τα ανδρείκελα της Χούντας- συνεργάζονταν  αγαστά  με  τα   Κατοχικά  Γερμανικά  στρατεύματα…

Για όλα αυτά  ο εγγονός Απόστολος που  ήθελε  να  βγάλει  από το σπίτι τους τα περιστέρια, δεν ήξερε τίποτα-πώς να  ήξερε…;

Η προβολή της παρουσίασης εδώ.


Όταν αποφυλακίσθηκε ο Δάσκαλος τον Φλεβάρη του 1952, βρήκε την σύζυγό του με τις δύο κόρες τους στην Αθήνα, να προσπαθούν να επιβιώσουν. Ζούσαν σε ένα δωμάτιο με ένα κρεβάτι και ένα τραπέζι. Σύντροφοί του από τη Λέσβο, αλλά και φίλοι του Μυτιληνιοί τον βοήθησαν να βρει διάφορες δουλειές και να σταθεί στα πόδια του. Δεν έμεινε ανενεργός πολιτικά, αλλά αποδεικνύοντας ότι οι καταδίκες, οι εξευτελισμοί και οι φυλακίσεις, δεν έκαμψαν το φρόνημα που τον οδηγούσε στον αγώνα για τα κοινωνικά ιδανικά του, εντάχθηκε στην νεοσύστατη Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά. (Το Κομμουνιστικό Κόμμα είχε κηρυχθεί εκτός νόμου το 1947, με τον εμφυλιοπολεμικό νόμο 509). Έτσι όταν ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού, του πρότεινε στις αρχές του 1956, να είναι υποψήφιος Δήμαρχος Μυτιλήνης, δεν αρνήθηκε παρόλο που γνώριζε ότι άρχιζε πάλι να ανεβαίνει μια δύσκολη ανηφόρα, με κυνηγητά και διώξεις από το μετεμφυλιακό καθεστώς. Μέτρησε καλά την κατάσταση, αφού δεν τον ένοιαζε μόνο η νέα πολιτική μάχη, αλλά η αποτελεσματική αντιμετώπιση των οξύτατων προβλημάτων της εγκαταλελειμμένης πόλης. Οι δημοτικές εκλογές Μαρτίου 1956, ήταν επαναληπτικές, γιατί ο εκλεγμένος το 1955 Δήμαρχος Μίμης Γαληνός, παραιτήθηκε για να είναι υποψήφιος βουλευτής. Επιδίωκε την βουλευτική ασυλία, σαν μόνο τρόπο να απαλλαγεί από τις φυλακίσεις που επέφεραν οι δικαστικές διώξεις από τον τότε Μητροπολίτη.

-Να τι μας λέει ο ίδιος μεταξύ άλλων, στο θαυμάσιο αυτοβιογραφικό του βιβλίο ΜΝΗΜΕΣ :

«Οι δημοκρατικές δυνάμεις, που δέχτηκαν σκληρά χτυπήματα στα χρόνια της αναταραχής και του εμφυλίου, άρχισαν να ανασυντάσσονται και τα πήγαιναν πολύ καλά… Σ’ αυτές τις εκλογές με καλούσαν να πάρω μέρος. Εγώ ήμουν διστακτικός. Θα έμπαινα πάλι σε περιπέτειες. Και θα τα έβγαζα πέρα; Αναμετρούσα τις ευθύνες. Ήμουν ο κατάλληλος γι’ αυτή τη θέση; Πάντα, και κάθε φορά, που μου ανάθεταν κάποιο ηγετικό πόστο, αμφέβαλλα για τις ικανότητές μου…

…Στη Μυτιλήνη βρήκα τα πνεύματα πολύ οξυμένα. Ο Βαμβακίτης, που ήταν ο αντίπαλός μου, απειλούσε. Στα μηνύματα, που έστελνε, μου παράγγελνε «να πάρω το καπέλο μου και να γυρίσω πίσω». Έπαιρνα ανώνυμα γράμματα απειλητικά «Φύγε έγραφαν. Θα σε καθαρίσουμε».Η Ασφάλεια δούλευε φανερά εναντίον μου. Ο Δεσπότης δεν με ήθελε. Ήμουν ο πρώτος καθαρόαιμος αριστερός, που επιχειρούσε να κατακτήσει το Δήμο. Για να μ’ εμποδίσουν, κινητοποιήθηκαν όλες οι αντιδραστικές δυνάμεις. Ο κόσμος ήταν συγκρατημένος. Δεν εκδηλωνόταν. Ανησυχούσα. Τρεις μέρες, πριν από τις εκλογές, έγινε η μεγάλη προεκλογική συγκέντρωση σε κάποιο κινηματοθέατρο της πόλης. Πήγαμε πολύ καλά. Ήρθε πολύς κόσμος. Η αίθουσα γέμισε ασφυκτικά. Στη συγκέντρωση μίλησε και ο Ηλιού, που ήρθε από την Αθήνα. Κέρδισα τις εκλογές, με σημαντική διαφορά από τον αντίπαλό μου. Η 16 Απριλίου με βρήκε δήμαρχο της Μυτιλήνης.

–Πώς έγινε αυτό; Γιατί προτίμησαν εμένα οι Μυτιληνιοί για δήμαρχό τους ; Ήταν γνωστό πως οι βέροι αριστεροί ψηφοφόροι της Μυτιλήνης δεν επαρκούσαν για να δώσουν, μόνοι αυτοί, τη νίκη στο δικό τους άνθρωπο.  Αρκετοί μυτιληνιοί, ανάμεσά τους και δεξιοί, που κάποτε βρέθηκαν στις γραμμές του ΕΑΜ και γύρισαν αργότερα στην κοίτη, που τους βόλευε, όταν τους ρωτούσαν για τη στάση τους απέναντί μου, έλεγαν: -Μα το δάσκαλό μας δεν θα ψηφίζαμε;– Πώς να ξεχάσουμε τι πρόσφερε αυτός ο άνθρωπος στα χρόνια της Κατοχής και πόσα υπόφερε; Η θητεία μου, άρα, στην Εκπαίδευση και η προσφορά μου στην Αντίσταση υπήρξαν οι δυο βασικοί παράγοντες, που καθόρισαν την τύχη μου και με βοήθησαν να γίνω δήμαρχος».

Όπως κι αν έχει, από τις 26 του Απρίλη του 1956, βρέθηκα θρονιασμένος μέσα στο ιστορικό Δημαρχείο της Μυτιλήνης. Μπήκα στο χορό. Έπρεπε να χορέψω». Με το επόμενο απόσπασμα ο Δάσκαλος μας φανερώνει τη φιλοσοφία και τις αρχές που στήριξε την θητεία του στο Δήμο :

«Όταν πρωτοήρθα, αντιμετώπισα κατάσταση πολύ δυσάρε­στη. Το προσωπικό του Δήμου δεν με ήθελε. Με δέχτηκε εχθρικά.

Στο ταμείο του Δήμου μπαινόβγαιναν πενταροδεκάρες. Πα­νάθλια τα οικονομικά του Δήμου.

Και η πόλη, η κακομοίρη αυτή πόλη, είχε τα χάλια της. Από την αρχή της εγκατάστασής μου στο Δήμο, εφάρμοσα ένα τρόπο δουλειάς, που τον τήρησα σχεδόν ώς το τέλος, της μα­κρόχρονης θητείας μου. Μου έγινε συνήθεια. Κι αν, καμιά φο­ρά, αναγκαζόμουν να μην εκτελέσω ή να κουτσουρέψω το πρό­γραμμα, ένιωθα ένοχος.

Κάθε πρωΐ, προτού πάγω στο Δήμο, έπαιρνα βόλτα τις γει­τονιές. Με τη σειρά, σήμερα τη μία, αύριο την άλλη. Παρατη­ρούσα, ερχόμουν σ’ επαφή με τον κόσμο, σημείωνα. Μόρφωνα γνώμη. Έβλεπα ο ίδιος και δεν περίμενα να μου τα πουν άλλοι.

Όσα συναν­τούσα και ανακάλυπτα, μου έφερναν ντροπή και απογοήτευση… καλντερίμια καταστραμμένα και κακοτράχαλα. Βάδιζα σε δρόμοι και δρομάκια γεμάτα λάσπες και χαλίκια, παιδάκια να παίζουν δίπλα σε βρομόνερα, ξεχειλισμένοι βόθροι, δίπλα στις πόρτες των σπιτιών. Κουβέντιαζα με τις γυναικούλες, που δια­τηρούσαν πεντακάθαρα τα φτωχικά τους σπιτάκια και μούλεγαν τα παράπονά τους. Δεν γύρευαν μεγάλα πράγματα. Ένα συμμαζεμένο δρόμο, χωρίς λάσπες το χειμώνα και σκόνη το καλοκαίρι. Ένα υπόνομο, μπροστά από τα σπίτια τους, για να αποχετεύουν τα βρομόνερα. Λίγο φως, για να μπορούν να περ­πατούν τη νύχτα, στο δρόμο, ακίνδυνα. Μια βρύση, όσο γίνε­ται πιο κοντά στα σπίτια τους, για να μην αναγκάζονται να κουβαλούν το νερό, της καθημερινής χρήσης, από τις δημόσιες βρύσες εκατοντάδες μέτρα μακριά.

Αυτή. λοιπόν, την άθλια μορφή παρουσίαζε η Μυτιλήνη. Ελάχιστους ασφαλτοστρωμένους δρόμους είχε, κεντρικούς. Οι άλλοι ήταν χωματόδρομοι και ξεχαρβαλωμένα καλντερίμια.

Λιγοστοί ήταν και οι υπόνομοι, μόνο στα κεντρικά και χαμηλά ση­μεία της πόλης. Κυριαρχούσαν οι βόθροι, που με τον τρόπο, που κατασκευάζονταν και λειτουργούσαν, καταντούσαν εστίες μόλυνσης. Το φως στους δρόμους ήταν είδος πολυτελείας και δινόταν με πολύ μεγάλη φειδώ.

Κατέβαιναν οι γυναίκες, ομαδικά, από τις υψηλές συνοικίες. Από το Βουνάρι και τις Καμάρες. Από το συνοικισμό Σαλβαρλή και το Κιόσκι. Από τη Λαγκάδα και το Νιο-Χωριό. Διαμαρτύρονταν και φώναζαν. Κι ήταν, ανάμεσά τους, μερικά στόματα απύλωτα.

Μπροστά σ’ αυτά τα προβλήματα βρέθηκα, όταν πρωτομπήκα στο Δήμο. Και άλλα, ακόμα, πολλά και διάφορα, που απαι­τούσαν λύσεις. Από πού ν’ αρχίσω;

Αλλ’ εκείνο, που βάραινε περισσότερο, ήταν άλλο. Ήταν το πώς αντιμετώπιζε την Αυτοδιοίκηση, γενικά, εκείνα τα χρόνια, το Κράτος. Και το Κράτος τοποθετούσε, τότε. την Αυτοδιοίκη­ση πολύ χαμηλά. Την ήθελε ολότελα εξαρτημένη απ’ αυτό. Την έβλεπε σαν το φτωχό συγγενή, που έπρεπε να έχει διαρκώς το χέρι απλωμένο και να εκλιπαρεί για μια μικρή βοήθεια. Kαι το ύψος της βοήθειας καθοριζόταν, ανάλογα με το χρώμα του δημάρχου, που υπέβαλλε το αίτημα. Αν ήσουν γαλάζιος, έπαιρ­νες. Αν ήσουν κόκκινος, δεν έπαιρνες ή έπαιρνες ψίχουλα. Υπήρχαν και οι ενδιάμεσες αποχρώσεις. Αν γαλαζόφερνες, σε πρόσεχαν και σε μεταχειρίζονταν προσεκτικά, με την ελπίδα πως θα σε κάνουν ν’ αποκτήσεις, κάποτε, το καθαρό γαλάζιο χρώμα. Κι αν η απόχρωση σου πήγαινε προς το ροζ, πάλι σε πρόσεχαν, από το φόβο μη σε σπρώξουν και προτιμήσεις το βαθύ κόκκινο χρώμα. Κι όλα αυτά, τα κανόνιζαν οι κυβερνητικοί βουλευτές. Αυτοί κυριαρχούσαν στο Νομό. Έδιναν κι έπαιρναν. Ο κυβερ­νητικός βουλευτής ήταν ο πασάς, που εξουσίαζε, δεσποτικά το βιλαέτι του.

Τι προκοπή, λοιπόν, μπορούσα να έχω και ποια μεταχείριση να περιμένω εγώ, που από χρόνια είχα φορέσει την κόκκινη χλαμύδα και έτσι ντυμένος, ακόμα, βρέθηκα, απροσδόκητα, μέ­σα στα πόδια του μαινόμενου ταύρου; Πώς να φερθώ και τι να κάνω; Ν’ αφήσω να με τσαλαπατήσουν; Ε, όχι! Τέτοια ντροπή, δεν τη δεχόμουν. Αυτό το άδοξο τέλος, δεν το ήθελα. Εγώ ξεκί­νησα για την καινούρια εξόρμηση, ύστερα από σκέψη πολλή. Μπήκα στο δημοτικό στίβο, με τη διάθεση και απόφαση να κερδίσω κάποιο κότινο. Την αγαπούσα την πόλη αυτή. Γιατί μου χάρισε πολλά. Μου έδωσε πολλές ευκαιρίες για προκοπή και ανάδειξη. Αγαπούσα τους ανθρώπους της. Γιατί μαζί τους έζησα χρόνια όμορφα και χρόνια άσχημα. Και ξαναγύρισα τώ­ρα κοντά τους, για να γίνω, άλλη μια φορά, συναγωνιστής και να παλέψω μαζί τους, με καινούρια οράματα και διαφορετι­κούς στόχους. Γιαυτό ξαναγύρισα. Όχι, για να γίνω ρετάλι απ’ αυτούς τους θεομπαίχτες. Θα τους αντιμετωπίσω…».

Ρίχτηκε στη δουλειά ο Δάσκαλος μέρα και νύχτα, για να αντιμετωπισθούν τα αμέτρητα προβλήματα συνθηκών διαβίωσης των συνδημοτών τους, αλλά  και  για  να διεκδικηθούν αναγκαία έργα υποδομών, περιβάλλοντος και πολιτισμού.

Οπωσδήποτε το γενικότερο πολιτικό κλίμα επηρέαζε και την κατάσταση των Δήμων. Στις βουλευτικές εκλογές του 1956 η ενωμένη αντιπολίτευση κέντρου και αριστεράς, πλειοψήφησε πανελλαδικά σε ψήφους, αλλά πρώτη σε έδρες βγήκε η ΕΡΕ του Κ.Καραμανλή ! Με τη συνεργασία αυτή η Αριστερά διεύρυνε την πολιτική της επιρροή, με αποτέλεσμα στις βουλευτικές του 1958 να αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση. Ξεκίνησε νέα τρομοκρατία ιδιαίτερα έντονη στη Λέσβο, με διοικητικές εκτοπίσεις στον Άη Στράτη στελεχών και μελών της ΕΔΑ, ακόμα και δημοτικών συμβούλων. Μέσα σε αυτό το κλίμα εκβιασμών, διώξεων και απειλών, έγιναν οι δημοτικές εκλογές του Απριλίου 1959, με αποκορύφωμα την απόπειρα νοθείας στο εκλογικό τμήμα της Λαγκάδας, ώστε να αποτραπεί  η επανεκλογή του Αποστόλου. Όταν δεν το κατάφεραν, τον ανέτρεψαν με ένσταση, αλλά στην έφεση δικαιώθηκε και συνέχισε τη δεύτερη θητεία του. Δεν το χώνεψαν, αλλά  έθεσαν τον εκλεγμένο Δήμαρχο τρείς φορές σε αργία, με ασήμαντες αφορμές. «Πήγαινα το πρωί στο Δήμο με την αγωνία κι ένα βώλο πάντα στη ψυχή», αφού δεν υπήρχαν στο ταμείο ούτε οι μισθοί εργατών και υπαλλήλων. Παρόλα αυτά πάλευε καθημερινά με τα προβλήματα και τα σχέδια για τους κοινόχρηστους χώρους και τα πάρκα. Από τον Φλεβάρη του 1964 που βγήκε στην κυβέρνηση η Ένωση Κέντρου, άρχισε να γίνεται το κλίμα πιο δημοκρατικό, ενώ οι Δήμοι διεκδικούσαν αρμοδιότητες και πόρους. Στις δημοτικές εκλογές του 1964, με την στήριξη Αριστεράς και Κέντρου, ο Δάσκαλος επανεκλέχτηκε με μεγάλο ποσοστό ψήφων και ευρύτερο, συνδυασμό και ξεκίνησε μια πιό αποτελεσματική θητεία. Όμως την διέκοψε η Χούντα που εξόρισε τον Δάσκαλο στη Γυάρο, μαζί με εκατοντάδες άλλους συντοπίτες μας, αγωνιστές της ΕΔΑ. Μετά την εξορία, παρά την απαγόρευση γύρισε στη Μυτιλήνη, αλλά με όποιους έκανε παρέα, τους καλούσαν στην Ασφάλεια…Με την πτώση της χούντας διόρησαν προσωρινό Δήμαρχο έναν δικαστικό με αντιδήμαρχο τον Δάσκαλο, μέχρι τις δημοτικές εκλογές του Μάρτη 1975, οπότε επανεκλέχθηκε για τέταρτη φορά με ποσοστό 70%. Ακολούθησε ακόμα μια δύσκολη δημοτική περίοδος, αφού η ρημαγμένη από τη χούντα Αυτοδιοίκηση, παρέμενε αποπαίδι της κυβέρνησης και του κράτους, χωρίς αυτό να μειώσει την καθημερινή δουλειά και τις συνεχείς προσπάθειες. Τον Μάη του 1978 ένα ατύχημα οδήγησε τον Δάσκαλο να μείνει δύο μήνες στο νοσοκομείο Βούλας, αλλά του έφερε και σκέψεις να μην θέσει ξανά υποψηφιότητα στις Δημοτικές του Οκτώβρη 1978. Η διαφαινόμενη διάσπαση των πολιτικών δυνάμεων που στήριζαν τον Αποστόλου, προκάλεσαν μια σειρά διεργασιών και με επίμονες προτάσεις μεταπείσθηκε. Αυτή τη φορά η επανεκλογή του με 53% δεν ήταν εύκολη, αλλά με ανανεωμένο δημοτικό συμβούλιο ακολούθησε μια δημιουργική τετραετία, με ανοδική πορεία του Δήμου σε όλα τα επίπεδα.

Με βαριά καρδιά τέλειωσε φτωχός τη θητεία του στην Αυτοδιοίκηση ο Δάσκαλος στα τέλη του 1982, σε ηλικία 81 ετών, δίνοντας τη ζωή του για 20 χρόνια, με τιμιότητα, αγωνιστικότητα, σοβαρή θεσμική εκπροσώπηση του Δήμου έναντι αρχών, εξουσιών και επίσημων επισκεπτών, πάντα με ανοιχτό το Δήμο σε κάθε δημότη. Από το 1979 έως το 1982, θήτευσε και σαν πρόεδρος της ΤΕΔΚ Λέσβου, πρωτοστατώντας σε κινητοποιήσεις όπως αυτή για τον Κόλπο Γέρας.  Όλα αυτά τα χρόνια, παράλληλα με τα δημοτικά του καθήκοντα, πρωτοστατούσε στις κινητοποιήσεις για ειρήνη στο Αιγαίο, για την επιβίωση και ανάπτυξη της Λέσβου, για εθνική κυριαρχία και ανεξαρτησία, για ελεύθερη και ανεξάρτητη Κύπρο, για δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα, για πολιτιστικά έργα και εκδηλώσεις, για τη μνήμη και την τιμή στην μεγαλειώδη εαμική αντίσταση, για το ηρωικό  Go Back. Και δεν έλειψε από αυτές, μέχρι τα τελευταία του χρόνια, όπου προσερχόταν πάντα με το χαρακτηριστικό ξυλόγλυπτο μπαστουνάκι του.

Η προβολή της παρουσίασης εδώ.


Φίλοι και φίλες καλησπέρα σας, σε μένα έλαχε ο κλήρος να μιλήσω για το συγγραφικό έργο του Απόστολου Αποστόλου, η προτομή του οποίου, φτιαγμένη το 1994, κοσμεί την είσοδο του Δημοτικού Θεάτρου της πόλης μας, τιμητική προσφορά της Ένωσης Ελλήνων Χημικών και του Συλλόγου Χημικών Λέσβου.

Το πρώτο βιβλίο του Δάσκαλου φέρει τον τίτλο: «Το πρόβλημα της ύλης χθες και σήμερον» και έχει εκδοθεί στη Μυτιλήνη το 1938, από τα τυπογραφεία του Στρατή Παπανικόλα. Το περιεχόμενο του βιβλίου αυτού περιέχει μια ιστορική αναδρομή για την επιστήμη της Χημείας μέχρι τις νέες ανακαλύψεις της εποχής.

Το δεύτερο βιβλίο του φέρει τον τίτλο: «Ματιές προς το άπειρο» και έχει εκδοθεί στην Αθήνα το  1952. Το αντίτυπο που βρίσκεται στη Δημόσια κεντρική βιβλιοθήκη της Μυτιλήνης είναι αφιερωμένο από τον ίδιο στον Θείελπι Λευκία, όπως βλέπουμε πάνω δεξιά. Το περιεχόμενό του αφορά τη Γη και τους άλλους κόσμους, τη ζωή μέσα στο Σύμπαν και την Αστρονομία. (Παρενθετικά να απονείμουμε την ευγνωμοσύνη μας προς την κ. Μαρία Γρηγορά και το προσωπικό της Δημόσιας Βιβλιοθήκης για το έργο που επιτελούν!!!).

Το επόμενο βιβλίο του Δασκάλου, με θέμα τη Χημεία και αυτό, φέρει τον τίτλο: «Το άτομο Δομή της Ύλης και της Ενέργειας. Ατομική Ενέργεια»  και έχει εκδοθεί το 1970. Στον πρόλογό του ο Απόστολος Αποστόλου αναφέρει ότι «εγράφη με τον αποκλειστικό σκοπό να διανοίξει το δρόμο σε όσους επιθυμούν να γνωρίσουν το θαυμαστό πλούτο των κατακτήσεων μας γύρω στο υλικό άτομο… Προορίζεται για τους έλληνες σπουδαστές και νέους επιστήμονες και έχει καταβληθεί προσπάθεια να αποτελέσει ανάγνωσμα όχι κουραστικό». Αυτά ήταν τα τρία επιστημονικά του συγγράμματα που σχετίζονται με τις σπουδές του και με την σταδιοδρομία του ως καθηγητή των χημικών.

Στα 1985 εκδίδεται το περήφανο έργο του «Μνήμες. Όταν ήμουν δάσκαλος. Η εθνική    αντίσταση στη Λέσβο. Όταν ήμουν δήμαρχος», από τις εκδόσεις κάπα Καπόπουλος και αφορά την εκπαιδευτική, την αντιστασιακή και την αυτοδιοικητική του δράση.

Στα 1986 εκδίδεται το βιβλίο «σκόρπια από την αντίσταση» πάλι από τις εκδόσεις Καπόπουλος, στον πρόλογο του οποίου αναφέρει ότι το βιβλίο αυτό προσθέτει περισσότερα στοιχεία από την αντιστασιακή του δράση και από τα γεγονότα της Κατοχής, που συμπληρώνουν το βιβλίο «Μνήμες». Γράφει στον Πρόλογο: «το βιβλίο τούτο το νιώθω σαν οφειλή και χρέος στους συναγωνιστές και συντρόφους εκείνους που πλήρωσαν με το βαρύ τίμημα της ζωής τους το όραμά τους για έναν κόσμο καλύτερο και δικαιότερο, Σ’ αυτούς και το αφιερώνω».

Το 1988 εκδίδεται το βιβλίο του «Μνήμες Β΄, Είκοσι χρόνια δάσκαλος. Πάνω από 25 χρόνια στο Δήμο. Δέκα χρόνια στην Αντίσταση και στις φυλακές», πάλι από τις εκδόσεις Καπόπουλος. Αναφέρει στον πρόλογό του: «το βιβλίο τούτο ας θεωρηθεί σα συμπλήρωμα του «Μνήμες» που εξέδωσα το 1985. Διαιρείται σε 3 μέρη. Το πρώτο μέρος «20 χρόνια δάσκαλος» περιέχει επεισόδια –όσα θυμάμαι- από τη ζωή μου στα σχολειά της Μυτιλήνης. Το δεύτερο μέρος «10 χρόνια στην αντίσταση και στις φυλακές» περιγράφει τη ζωή μου σε διάφορες φυλακές της Χώρας μας. Το τρίτο μέρος «πάνω από 25 χρόνια στο Δήμο» μιλάει για τα πολλά χρόνια που πέρασα σαν δήμαρχος Μυτιλήνης».

Κυρίες και κύριοι, θεώρησα σκόπιμο η τελευταία μου διαφάνεια να είναι ένα δικό του κείμενο, η τελευταία σελίδα από τις «Μνήμες», ο Επίλογός του με επικεφαλίδα: Και έφτασα στο τέλος: «Από την πρώτη του Γενάρη του 1983 μπήκα στη σύνταξη. Έγινα απόμαχος. Αποστρατεύτηκα. Ήταν καιρός. Αποσύρθηκα από τον αγωνιστικό στίβο διακριτικά αλλά με βήμα σταθερό. Έτσι όφειλα να κάμω. Δεν μπορούσα πια να προσφέρω όσα έπρεπε. Κουράγιο είχα. Οι δυνάμεις μού έλειπαν. Είχα γεράσει. Κουράστηκα. Με σακάτεψαν και εκείνα τα πόδια, που κατάφερα να τα σπάσω, το ένα ύστερα από το άλλο. Δεν μπορούσα πια να τρέχω, σαν και πρώτα. Και το δημαρχιλίκι είναι όλο τρεχάματα. Πάντως έφυγα ικανοποιημένος και χορτάτος. Έζησα μια ζωή γιομάτη. Δεν μετανιώνω για όσα έκαμα. Κι αν ήταν να ξαναρχίσω, τον ίδιο δρόμο θάπερνα. Μου άρεσε, πάντα, να βρίσκομαι κοντά και ανάμεσα στους ανθρώπους, που γνώρισα και αγάπησα. Και να αγωνίζομαι μαζί τους, για το καλύτερο. Και θα μείνω κοντά τους ως το τέλος. Έτσι πρέπει».

Σας ευχαριστώ πολύ

Χρήστος Χατζηλίας 04.12.2024

Η προβολή της παρουσίασης εδώ.


Μετά από τις εμπεριστατωμένες ομιλίες που προηγήθηκαν και τις εξαιρετικά συγκινητικές και συνάμα αποκαλυπτικές διηγήσεις των άμεσων συγγενών του Απόστολου Αποστόλου, ήρθε η ώρα να κάνουμε μια μικρή αποτίμηση της σημερινής εκδήλωσης.

Ένα πρώτο σημείο που μπορεί να παρατηρήσει κανείς είναι το πόσες λέξεις θα μπορούσαν με μεγάλη άνεση να τοποθετηθούν γύρω από το όνομα του Απόστολου Αποστόλου : ο δάσκαλος, ο αντιστασιακός, ο δήμαρχος, ο αγωνιστής, ο άνθρωπος, ο φιλοσοφος, ο επιστήμονας, ο συγγραφέας. Πραγματικά δεν συναντά κανείς εύκολα τόσες πολλές λέξεις να συνοδεύουν το όνομα ενός ανθρώπου.

Ένα δεύτερο σημείο που θα πρέπει να σημειωθεί είναι ότι η πνευματική παρουσία του Απόστολου Αποστόλου, η εκπαιδευτική ,η αγωνιστική και η κοινωνική του παρουσία καλύπτουν και σηματοδοτούν μια ολόκληρη εποχή. Ο Απόστολος Αποστόλου είναι ένα ζωντανό σημείο της ιστορίας του τόπου μας και ένα επίσης ζωντανό μνημείο αναφοράς με την προσωπικότητα και την πολύπλευρη δράση του.

Οι συνδιοργανωτές της σημερινής εκδήλωσης άνοιξαν το πολύτιμο κεφάλαιο Απόστολος Αποστόλου και τώρα είναι η ώρα για τους νεώτερους επιστήμονες, ερευνητές, εκπαιδευτικούς και αυτοδιοικητικούς να φωτίσουν πιό αναλυτικά και πολύπλευρα το πολύτιμο έργο που μας άφησε σαν παρακαταθήκη.

Να αναφερθούμε μόνο στο αίτημα των συνδιοργανωτών της εκδήλωσης για την ανάδειξη του πολύτιμου εποπτικού υλικού και των οργάνων φυσικοχημείας που είχαν συγκεντρώσει σε αυτόν εδώ τον χώρο των κεντρικών λυκείων Μυτιλήνης, που φιλοξενεί την εκδήλωση αυτή. Είναι αναγκαίο να γίνουν όλες οι απαραίτητες ενέργειες ώστε να γίνει η ανάδειξη που αξίζει και στο υλικό που έχει διασωθεί και στη φιλοξενία του στο χώρο αυτό, χώρο γνώσης και εκπαίδευσης.

Η φωνή του δάσκαλου ακούγεται και σήμερα ζωντανή μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του “Μνήμες Β'” . …..”Και θέλω να πιστεύω πως τα κατάφερα καλά. Ναι! Γενικά στη ζωή και χαρές συνάντησα στο δρόμο μου πάνω στον όμορφο τούτον πλανήτη μας. Αλλά και πίκρες πολλές. Τη στράγγισα τη ζωή από κάθε της πλευρά. Όλα τα δοκίμασα. Και τα γλυκά και τα πικρά.

Και τώρα ησυχάζω. Ανήμπορος πιά.Και αποκαμωμένος. Μακάρι να μπορούσα να δώσω περισσότερα. Όσα πρόλαβα. Αχ! γιατί να μην είναι διπλά και τριπλά τα χρόνια μας; Μα, κιαν ήταν διπλά και τριπλά τα χρόνια μας, μήπως θα λέγαμε και τότε πως φεύγουμε χορτάτοι; Άντε! Καλά είναι κι έτσι. Φτάνει………”

Κι είναι σαν να μας λέει : έγώ ότι μπορούσα έκανα στη ζωή μου, Απ’ εδώ και μπρος συνεχίστε εσείς το έργο μου ακούγοντας την καρδιά σας στο διαρκή αγώνα του ανθρώπου για ένα πιό φωτεινό μέλλον.