Παρουσίαση του βιβλίου «ΕΑΜ Λέσβου – Ηττημένοι Νικητές»
–Τη Δευτέρα 8 Απριλίου το απόγευμα, στην αίθουσα εκδηλώσεων της Γ.Γ.Αιγαίου, παρουσιάστηκε το βιβλίο του Δημήτρη Μάντζαρη «ΕΑΜ Λέσβου Ηττημένοι Νικητές»,σε εκδήλωση που οργάνωσε ο Σύλλογος «το Κιρκινέτσι» και το βιβλιοπωλείο Book and Art. Για το βιβλίο του Δημήτρη Μάντζαρη μίλησαν ο ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου Σπύρος Καράβας, ο συγγραφέας και ερευνητής της τοπικής Ιστορίας Γιώργος Γαλέτσας και ο πρώην Δήμαρχος Μυτιλήνης Στρατής Πάλλης, με συντονιστή της συζήτησης τον δημοσιογράφο Θράσο Αβραάμ.
–Ο συγγραφέας Δημήτρης Μάντζαρης κατά την παρουσίαση στάθηκε στον τίτλο του βιβλίου «ηττημένοι νικητές» και είπε πως η ήττα του ΕΑΜ στη Λέσβο οφείλεται στην ήττα του ΕΑΜ σε όλη την Ελλάδα. «Το ΕΑΜ Λέσβου απλά πλήρωσε το τίμημα αυτής της ήττας» ανέφερε και πρόσθεσε «Για ένα μεγάλος μέρος του κόσμου οι δικοί τους ΕΑΜίτες ήταν αναίτια ηττημένοι. Ή μάλλον αντίστροφα ήταν οι πραγματικοί νικητές. Κι αυτό εκφράστηκε πανηγυρικά στις κάθε λογής εκλογικές αναμετρήσεις τόσο μετά την κατοχή όσο και στην συνέχεια. Η αντίφαση αυτή δεν υπήρξε ένα φαινόμενο που ίσχυε αποκλειστικά στη Λέσβο. Ήταν διάχυτη σε ένα ευρύ φάσμα του ΕΑΜικού κόσμου της χώρας μετά την δεκαετία του 1940. Όμως ίσως πουθενά αλλού, η αίσθηση αυτή, του ηττημένου νικητή, δεν υπήρξε τόσο έντονη και με τόσο μεγάλη διάρκεια όσο στη Λέσβο».
–Ο Γιώργος Γαλέτσας ανέφερε μεταξύ άλλων: «Το 1985 σαράντα χρόνια μετά το τέλος της Γερμανικής κατοχής, θα κυκλοφορήσει το βιβλίο του Απόστολου Αποστόλου «Μνήμες». Ήταν το πρώτο βιβλίο που θα μιλήσει στις νέες γενιές του νησιού για την Αντίσταση, δηλαδή για την Οργάνωση, που μετά ονομάστηκε ΕΑΜ Λέσβου. Ήταν η πρώτη συστηματική καταγραφή προσωπικών εμπειριών και όχι μόνο για την Γερμανική κατοχή και την Αντίσταση στο νησί μας από έναν πρωταγωνιστή της. Το 1988 θ’ ακολουθήσει το βιβλίο «Η Αντίσταση στη Λέσβο» των Κεμερλή-Πολυχρονιάδη-και αυτών πρωταγωνιστών του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ-που εμπεριστατωμένα μελετούν την περίοδο αυτή στηριζόμενοι σε έγγραφες μαρτυρίες πολλών στελεχών του ΕΑΜ αλλά και του τοπικού τύπου που κυκλοφορούσε την εποχή αυτή. Αυτά τα δυο βιβλία για μια τουλάχιστον 30ετία θ΄ αποτελούν τα βασικά εγχειρίδια για την μελέτη των χρόνων της Κατοχής και της Αντίστασης στο νησί μας. Παράλληλα όμως τις δεκαετίες του ’80 και ’90 θα έχουμε και τα πρώτα βιβλία που μας μιλούν για τις περίοδο της Λευκής Τρομοκρατίας και του εμφυλίου στο νησί. Είναι τα βιβλία με λογοτεχνική προσέγγιση του Προκόπη Πανταζή, του Μιχάλη Λιαρούτσου και λίγο αργότερα τα βιβλία-χρονικά του εμφυλίου στο νησί των Νίκου Θεοχάρη και Γιώργου Σκούφου και οι τέσσερεις ήταν πρωταγωνιστές στο αντάρτικο και συνελήφθηκαν τραυματισμένοι, πλην του τελευταίου. Μετά το 2010 έχουμε το βιβλίο των Καλογερά-Κουτσκουδή «Δημοκρατικός Στρατός Λέσβου», όπως και του δίτομου βιβλίου του Παν. Κουτσκουδή «Συναξάρια». Φέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από την Κατοχή και έχουμε στα χέρια μας το βιβλίο «ΕΑΜ ΛΕΣΒΟΥ ηττημένοι νικητές» του Δημήτρη Μάντζαρη ενός συμπατριώτη μας που δεν συμμετείχε στα γεγονότα που περιγράφει, ενώ οι μέχρι τώρα συγγραφείς είχαν άμεση σχέση και επαφή με πρόσωπα και γεγονότα. Συνομιλεί- συνδιαλέγεται όμως με τις πηγές της βιβλιογραφίας των πρωταγωνιστών της αντίστασης και του εμφυλίου και προσπαθεί ν’ αποδώσει σε κάθε γεγονός την αληθινή του πλευρά χωρίς προκαταλήψεις, έχοντας βέβαια και ένα πρόσθετο όπλο, στην τεκμηρίωση, τον τοπικό τύπο της εποχής αυτής. Επομένως μπορούμε να μιλήσουμε για μια πρώτη αντικειμενική, αμερόληπτη και ολοκληρωμένη προσέγγιση της δεκαετίας του ’40…Τώρα στο πολιτικό περιεχόμενο των γεγονότων ο Δημήτρης αναδεικνύει με έμφαση το ταξικό πρόσημο του δοσολογισμού κύρια στη πόλη της Μυτιλήνης. Γιατί δοσίλογοι δεν ήταν μόνο οι συνεργάτες των Γερμανών, οι μαυραγορίτες που απλώς πλούτισαν ή οι ιδεολογικοί συνοδοιπόροι τους. Ήταν και η άρχουσα τάξη της Μυτιλήνης (έμποροι, επιχειρηματίες, βιομήχανοι, μεγαλοκτηματίες) οι οποίοι συνεργαζόμενοι με τις αρχές κατοχής πάτησαν στα πτώματα τόσο των πεινασμένων, όσο και των παιδιών, αρρώστων και γερόντων για ν’ αυγατίσουν τα πλούτη τους. Και αυτό που σας καταθέτω-δεν αποτελεί αποκύημα φαντασίας ή δεν προέρχεται από ιδεολογική προκατάληψη- είναι απόρροια κειμένων που διάβασα στον τοπικό τύπο της εποχής αυτής. Και, για την αποψινή εκδήλωση, ανθολόγησα ένα άρθρο που έχει γράψει ο ιδεολογικός συνοδοιπόρος και συνεργάτης των Γερμανών, ο ιδιοκτήτης και διευθυντής της εφημερίδας «Το Φώς» της μοναδικής καθημερινής εφημερίδας που εκδίδεται στο νησί κατά τη διάρκεια της Κατοχής και έχει μετατραπεί σε δημοσιογραφικό όργανο των Ναζί. Στο τελευταίο της φύλλο, την μέρα που αποχωρούν οι Γερμανοί, στις 9 Σεπτέμβρη του ‘44, θα έχει ως κύριο άρθρο «Να πέσουν κεφαλαί», σε μια προσπάθεια να σώσει τη δική του κεφαλή, προσφέρει τις κεφαλές των φίλων του αστών δωσίλογων στην «Οργάνωση» , αναφέροντας:
« Η λαϊκή τραγωδία έφθασε πλέον εις το απροχώρητον.
Είνε λοιπόν καιρός να τεθή και ανάμεσά μας εις εφαρμογήν ο υπέρτατος νόμος της σωτηρίας του συνόλου, προ του οποίου να παραμερίσουν οι άλλοι νόμοι.
Έως τώρα ο λαός έκαμπτε την σπονδυλικήν του στήλην και έκρουε τας αναλγήτους θύρας των δυναμένων(…)
Η ζωή του ήτο και είνε ένα απέραντο μοιρολόγι. Ένας θρήνος τον οποίον δεν άκουε κανείς και από τον οποίον δεν συνεκινείτο κανένας.
(…) Και εις την ικεσίαν του αυτήν απήντα με καγχασμούς το πλουτοκρατικόν όργιον, των χωρίς καρδίαν και αισθήματα ανθρώπων (…) Των ανθρώπων που εξεμεταλλεύθησαν δία ίδια προσωπικά κέρδη την δυστυχίαν και την πείναν. Των ανθρώπων που επιχείρησαν να εναποθηκεύσουν εις τα χρηματοκιβώτια των μεταβάλλοντες εις χρυσόν και αυτόν ακόμη τον πατριωτισμόν (…)
Άνθρωποι που δεν είχον μέσα των τίποτα το Ελληνικόν και τίποτα το ανθρώπινον. Άνθρωποι χωρίς αισθήματα, (…) ωργίασαν από πενταετίας εις βάρος της τραγωδίας του λαού.(…)
Εις το σημείον όμως αυτό η κατάστασις πλέον μεταβάλλεται άρδην (…)κατά τρόπον που θα προκαλέση τρομώδη κατάπληξιν εις τους μέχρι τούδε εκμεταλλευτάς της Ελληνικής τραγωδίας.
Η τιμωρία είνε βέβαια σκληρά. (…)
Και δια να επιτευχθή αυτό δεν έχει καμμίαν απολύτως σημασίαν εάν χρειασθή να πέσουν και μερικαί κεφαλαί και μάλιστα κεφαλαί κακών Ελλήνων και κακών ανθρώπων (…)
Η ώρα της κρίσεως έφθασεν και ο κώδων της λαϊκής δικαιοσύνης σημαίνει.
Αν τώρα οι ήχοι του φένονται νεκρώσιμοι δια μερικούς, τούτο δεν έχει καμμίαν απολύτως σημασίαν. Και χωρίς αυτούς και μετά απ’ αυτούς η Ελλάς θα υφίσταται πάντοτε, αυτό δε είνε εκείνο που ενδιαφέρει πολύ».
Και βέβαια την άλλη μέρα-αι κεφαλαί δεν έπεσαν- αλλά τόσο ο Γκράβαλης όσο και πολλοί από αυτούς, βάση σχεδίου και με συντεταγμένο τρόπο θα συλληφθούν από το ΕΑΜ, ως δοσίλογοι και θα οδηγηθούν στις φυλακές Μυτιλήνης. Το δικαστικό τμήμα του ΕΑΜ θα φροντίσει να συνταχθούν οι μηνύσεις και το Μάρτη του ’45 όλοι οι φάκελοι των δοσιλόγων θα βρίσκονται στα χέρια του εφέτη ανακριτή στη Σύρο. Τον Απρίλη του ’45 έχοντας εγκατασταθεί ως προϊστάμενος της Εισαγγελίας Πρωτοδικών ο ανεκδιήγητος Εισαγγελέας Κωστόπουλος- κατηγορούμενος και αυτός ως δοσίλογος- θ’ αποφυλακίσει την μεγάλη πλειοψηφία τους, ανάμεσά τους ο Γκράβαλης και οι «κακοί Έλληνες» με τα κεφάλια στη θέση τους «σώοι και αβλαβείς» .
Σε σύντομο χρονικό διάστημα τη θέση τους θα πάρουν τα ηγετικά στελέχη του ΕΑΜ από όλη τη Λέσβο- οι ηττημένοι νικητές- με διάτρητες κατηγορίες, που σχεδιάστηκαν από τον δοσίλογο Εισαγγελέα Κωστόπουλο, για στάσεις, αντιποίηση αρχής κατά τη διάρκεια της κατοχής, αντιστάσεις κατά της αρχής κλπ. Κατήγοροί τους θα εμφανιστούν το καλοκαίρι του ’45 πολλοί απ΄αυτούς τους δοσίλογους, και τα ονόματά τους στη συνέχεια θα κοσμήσουν το σώμα των λαϊκών μελών του Κακουργιοδικείου Μυτιλήνης. Με αυτό τον τρόπο ξεκίνησε ο μεγάλος διωγμός των «ηττημένων νικητών». Αυτή η σύντομη αναφορά με βοηθά να προχωρήσω σε μια δεύτερη ανάδειξη στο έργο του Δημήτρη, που είναι ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του ΕΑΜ Λέσβου.
Ήταν η «Οργάνωση» με πλατύ ιδεολογικό πεδίο που εμφορείτο με αρχές αλληλεγγύης και που κατάφερε να καταπολεμήσει την κλοπή σ΄ όλο το νησί, να βοηθήσει το λαό να ξεπεράσει το οξύτατο πρόβλημα της επιβίωσης, να κρατήσει ζωηρό το φρόνημα του και μέσα από την ενημέρωση να ισχυροποιήσει την πεποίθηση για την τελική νίκη, να τον οργανώσει ώστε να υπονομεύσει κάθε προσπάθεια των αρχών κατοχής για επιστράτευση εργατών, να βοηθήσει στα μέγιστα τον συμμαχικό αντιναζιστικό αγώνα με πληροφορίες, κατασκοπία, λειτουργία ασυρμάτου κ.α., να οργανώσει τον ΕΛΑΣ και την Πολιτοφυλακή πριν την αποχώρηση των Γερμανών και που χάρις σε αυτά κράτησε αδιατάρακτη την τάξη, αποτρέποντας πάμπολλες αντεκδικήσεις για να σωθούν και «αι κεφαλαί των κακών Ελλήνων» που ζητούσε πριν την απελευθέρωση ο Γκράβαλης και μετά από αυτή οι σύμμαχοι.
–Τέλος ένα τρίτο σημείο που πρέπει ν’ αναδειχθεί από το βιβλίο του Δημήτρη είναι τούτο: Να επεκτείνει την έρευνα, ρίχνοντας μια ματιά, στην επόμενη δεκαέτια του ’50 και να μας δώσει, με λόγο μεστό, ένα ρεπορτάζ εκλογών κοινοβουλευτικών στο νησί και αυτοδιοικητικών στην πόλη της Μυτιλήνης. Από το κεφάλαιο αυτό ξεχωρίζω την αναφορά του στον Απόστολο Αποστόλου. Ήταν και τούτος ένας απ’ τους μελλοθάνατους που σώθηκε, στα μαύρα χρόνια του εμφυλίου, από την μέγγενη των άδικων εκτελέσεων. Και μετά οκτώ χρόνια, το 1956, θα επιστρέψει στη Μυτιλήνη και θα εκλεγεί Δήμαρχός της, ως εκπρόσωπος των «ηττημένων νικητών».
Στο κεφάλαιο αυτό ο Δημήτρης αναφέρει: «Η εκλογή Αποστόλου σηματοδότησε την επιστροφή της Εαμικής Αριστεράς στα πολιτικά πράγματα του τόπου» και παραθέτει ένα απόσπασμα από το βιβλίο του «Μνήμες Β», για το πώς οι πολιτικοί του αντίπαλοι αντέδρασαν στην εκλογή αυτή.
«(…)Ήταν η βραδυά της πρώτης μου εκλογής. Στη Νομαρχία συγκεντρώνονταν τα αποτελέσματα από τα διάφορα εκλογικά τμήματα της πόλης. Ο Δεσπότης ήταν κρεμασμένος στο ακουστικό του τηλεφώνου του και κάθε λίγο ενοχλούσε το Νομάρχη. Ζητούσε πληροφορίες για την πορεία των εκλογών. Και κάθε φορά που το αποτέλεσμα ήταν ευνοϊκό για μένα, ο Δεσπότης εξέφραζε τη δυσφορία του. Ώσπου στο τέλος όταν πια φάνηκε ότι εγώ κερδίζω και ο Δεσπότης εξακολουθούσε να εκδηλώνει τη δυσαρέσκειά του γι’ αυτό, ο Νομάρχης ξέσπασε και του είπε απ’ το τηλέφωνο: “Μα Δεσπότη μου πάρτο απόφαση. Τον Αποστόλου θέλει ο λαός. Αυτός θα είναι δήμαρχος. Τι να κάνουμε;»
Έτσι άρχισε τη θητεία του, και ο λαός της Μυτιλήνης που τον ήθελε τον επανεξέλεξε άλλες τέσσερεις φορές, για να κλείσει την αυτοδιοικητική του θητεία στις 31 Δεκεμβρίου 1982.


