Αφιέρωμα Τιμής και Μνήμης

στον Λιμενάρχη Μυτιλήνης  Ηλία Καζάκο

που εκτελέστηκε από τους Ναζί κατακτητές στις 5 Ιουνίου 1942

ΦΙΛΟΙ  IΣΤΟΡΙΚΗΣ  ΜΝΗΜΗΣ  ΚΑΙ  ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

Καζάκος Hλίας

37 ετών, από το Μεσολόγγι

O Καζάκος Ηλίας γεννήθηκε όπως οι γονείς και τ’ αδέλφια του, στο Μεσολόγγι το 1905. Παντρεύτηκε την Κατίνα Ρωσέτη και απόκτησαν δυο παιδιά.

Η κατάληψη της Λέσβου από τα Γερμανικά στρατεύματα Κατοχής, στις 4 Μάη 1941, θα βρει τον Πλωτάρχη Ηλία Καζάκο να προΐσταται  του Λιμεναρχείου Μυτιλήνης. Από την επόμενη μέρα  ο Ηλίας τόσο στη Λέσβο, όσο και έξω από αυτή άρχισε της επαφές για την συγκρότηση αντιστασιακής ομάδας.

Για τον Ηλία, στα δυο βασικά βιβλία της λεσβιακής βιβλιογραφίας για την Εθνική Αντίσταση στο νησί των Αποστόλου Απόστολο, Κέμερλη Π-Πολυχρονιάδη Α., υπάρχουν εκτενείς αναφορές για την ενταξή του στο πρώτο συμμαχικό κατασκοπευτικό δίκτυο.

«(…) Ι. Το πρώτο κλιμάκιο της Μ.Ι.6 στη Λέσβο

Ο Χρήστος Γονατάς, Υποπρόξενος της Αγγλίας στη Λέσβο, είχε τα καραβάκια του Πάτερσον «Κλειώ» κ.λ.π που έκαναν την συγκοινωνία με την Τουρκία. (…) Λίγες μέρες πριν καταληφτεί το νησί απ’ τους Γερμανούς ο Γονατάς κατέφυγε στη Σμύρνη όπου, ανέλαβε την υποδιεύθυνση της Μυστικής Αγγλικής Υπηρεσίας Μ.Ι.6 εγκατεστημένης στο εκεί Αγγλικό Προξενείο.

Εγκαταλείποντας τη Μυτιλήνη άφησε στη θέση του, σε ό,τι αφορούσε τα καθήκοντά του στις Μυστικές Αγγλικές Υπηρεσίες, το Χριστόφορο Ευστρατίου (…) Ο Χριστόφορος Ευστρατίου ανέλαβε υπό την καθοδήγησή του (…) οργάνωσε ένα δίκτυο που θα ενεργούσε της διαφυγές. Αυτές είχανε τότε ιδιαίτερο ενδιαφέρον γιατί αφορούσαν 1) τη διαφυγή στις ακτές της Μ. Ασίας Άγγλων που είχαν αποκοπεί (…) ή άλλων προσώπων, που έφταναν από την άλλη Ελλάδα, με σκοπό να πάνε στη Μέση Ανατολή και 2) τη διαφυγή νέων από τη Λέσβο, που τόσο ενδιέφερε τους Άγγλους να διαφύγουνε στη Μέση Ανατολή, για να καταταγούν εκεί στο στρατό (…)

Όμως, προς το τέλος του 1941, ο τότε Λιμενάρχης Μυτιλήνης Ηλίας Καζάκος προσπαθεί να δημιουργήσει Ελληνική κατασκοπευτική ομάδα και την σύνδεση της με την οργάνωση της Αθήνας «Όμηρος».

Για την συλλογή πληροφοριών απευθύνεται στο Σοφ. Βουρνάζο. Αλλά σ’ αυτόν έχει απευθυνθεί και ο Χριστόφορος Ευστρατίου περίπου για το ίδιο αντικείμενο. Κι έτσι δίνεται η ευκαιρία στις δυο ομάδες να συνεργαστούν (…) Στο μεταξύ οι Γερμανοί αρχίζουν να οχυρώνουν τον Καρά Τεπέ. Η ομάδα (…) ζητά από τον Σοφοκλή Βουρνάζο, αν ήτανε δυνατό να γίνει σχεδιάγραμμα των οχυρώσεων του Καρά Τεπέ. (…) Ο Σοφοκλής ανέθεσε το έργο στο Λοχαγό Βάσο Παπανικόλα που πρόθυμα ανέλαβε την εκτέλεσή του. Ο Παπανικόλας, για την μέτρηση των αποστάσεων μέσα στο Καρά Τεπέ, και τον καθορισμό των θέσεων, χρησιμοποίησε το ποδήλατό του, μετρώντας της στροφές της ρόδας, αφού γνώριζε τη διάσταση της περιφέρειάς της. Υπολόγιζε έτσι της αποστάσεις και σημείωνε της θέσεις. (…) Το σχεδιάγραμμα έγινε. Παραδόθηκε στην Μ.Ι.6 και εκείνη το έστειλε στη Σμύρνη, αφού φωτογραφήθηκε στη Μυτιλήνη, για να αντιμετωπισθεί το ενδεχόμενο καταστροφής του.

Ο Αγαμέμνων Αναστασιάδης κάνει διάφορα ταξίδια στην Αθήνα και μεταφέρει οδηγίες

και εντολές από τον «Όμηρο» στον Ηλία Καζάκο. Την ίδια εποχή κρατά επαφή με τη Σμύρνη και βοηθά σ’ αυτό ο Κομνηνός Τατάς και ακόμα το πλοιάριο που είχε στη διάθεσή του ο αγγλόφιλος Τούρκος Πρόξενος στη Μυτιλήνη Hamdi Bey.

 Tέλος Γενάρη του 1942 ο Αναστασιάδης σ’ ένα από τα ταξίδια του, φέρνει απ’ την Αθήνα με το βενζινόπλοιο «Ποσειδών» τον αξιωματικό του εμπορικού Ναυτικού Γιώργο Κατραμπασά που ταξιδεύει με το ψευδώνυμο Γιώργος Φίλων. Αυτός προοριζότανε για τη Σμύρνη και έφερνε στη Μυτιλήνη για τον Καζάκο κώδικες κλεισμένους σε μολυβένιο σωλήνα. Όμως ο Καζάκος είχε φύγει πριν από μέρες στην Αθήνα. Και πριν την αναχώρησή του παρακάλεσε τον Χριστόφορο Ευστρατίου να αναθέσει σε έμπιστό του πρόσωπο, στην περίπτωσή που θα τον καταζητούσουν οι Γερμανοί, αυτόν ή τον ίδιο τον Ευστρατίου, να στείλει ένα συνθηματικό τηλεγράφημα σε συγγενικό του πρόσωπο, για ν’ αντιληφθεί πως διώκεται και να πάρει τα μέτρα του. Ήταν προαίσθημα; Οι Γερμανοί πραγματικά τον αναζήτησαν και ο Αγαμέμνων έστειλε το συνθηματικό τηλεγράφημα στην Αθήνα.

 Αλλά ας παρακολουθήσουμε τα γεγονότα που οδήγησαν στη διάλυση του πρώτου κλιμακίου (…) όπως τα αναφέρει ο υπεύθυνος του κλιμακίου Χριστόφορος Ευστρατίου σε σχετική έκθεσή του 10 Μάρτη του 1942.

2 Φλεβάρη 1942. Ώρα 3μ.μ Έρχεται από τη Σμύρνη ο Κομνηνός Τατάς και πιάνεται απ’ τους Γερμανούς. Την ίδια μέρα στις 7μ.μ πιάνεται η σύζυγος του Χρ. Γονατά που έμενε εδώ. (…)

4 Φλεβάρη 1942. Αυτοκτονεί ο Γραμματέας του Τουρκικού Προξενείου Αθαν. Μητρέλιας. Ο Χριστόφορος υποπτεύεται πως, όταν πριν λίγες μέρες κλήθηκε ο Μητρέλιας στη GFP, υπόκυψε στις πιέσεις και έκανε ορισμένες αποκαλύψεις. Όταν ακολούθησαν οι συλλήψεις αυτοκτόνησε από τύψεις συνείδησης. Υπάρχει και η εκδοχή πως οι συλλήψεις οφειλότανε στη γερμανική αντικατασκοπία που δρούσε στην Τουρκία και είναι δυνατό να συγκέντρωσε πληροφορίες σχετικές από φλυαρίες διαφυγόντων.

7 Φλεβάρη 1942. Αναζητείται απ’ της Γερμανούς στο Λιμεναρχείο ο Ηλίας Καζάκος και σε συνέχεια και ως της 11 Φλεβάρη πιάνονται οι 1) Σοφ. Βουρνάζος Ταγ/ρχης, Αριστείδης Τόνος Ναυτικός Πράκτωρ, 3) Ξεν. Αμανίτης Λοχαγός, 4) Γεώργ. Μήλας εμποροράφτης και Νικ. Παλαιολόγου απότακτος Λοχαγός. (…) Ο Χριστόφορος Ευστρατίου, που καταλαβαίνει πως κάποιο ξήλωμα έγινε στο κλιμάκιο, παίρνει έγκαιρα τα μέτρα του. (…) Τη νύχτα, στις 11 Φλεβάρη, με τον Αγαμέμνονα και Γ. Κατραπασά καταφεύγουν στο εξοχικό σπίτι του Γεωργιάδη στη Νεάπολη (…) όπου προσπαθούν να εξασφαλίσουν μέσο για διαφυγή. (…) Στις 15 Φλεβάρη ο Αγαμέμνων, φροντίζοντας για τη διαφυγή (…) βρίσκει το Στάθη Αθηνιό (…) αυτός πλησίασε στη θέση «Φάρος» της Κρατήγου για την επιβίβαση αλλά, όταν είδε τον Ευστρατίου και τους άλλους, υπαναχώρησε (…) Τότε ο Αγαμέμνων Αναστασιάδης πήγε στο Πλωμάρι και συνάντησε τον πλοιοκτήτη Σκλαβούνο που προθυμοποιήθηκε να τους εξυπηρετήσει. Και την ίδια νύχτα, (…) παρέλαβε το Χριστόφορο Ευστρατίου, το Γ. Κατραμπασά, τον καταζητούμενο από την Γκεστάπο Μιχ. Σαράντη (…)

Έτσι, το πρώτο αυτό κλιμάκιο των Αγγλικών Μυστικών Υπηρεσιών διαλύθηκε. Στο σχετικό σύντομο χρονικό διάστημα της δράσης του έπαιξε ένα σημαντικό ρόλο τόσο στον τομέα των πληροφοριών- κατασκοπείας, όσο και στις διαφυγές. Οι απώλειες ήτανε τέσσερις ανθρώπινες ζωές: Μητρέλιας, Καπακτσής, Καζάκος, Τόνος. Χωριστά οι βασανισμένοι στα μπουντρούμια της Γκεστάπο και η αποστολή άλλων στο στρατόπεδο. (…) »

Όπως είδαμε ο Καζάκος έχοντας λάβει τα μέτρα του βρίσκεται στην Αθήνα καταζητούμενος και η οργάνωση «Όμηρος» προσπαθεί να του βρει μέσο για διεκπεραίωσή του στη Μέση Ανατολή…

Η περιπέτεια του αυτή βρίσκεται δημοσιευμένη, σε ειδικό κεφάλαιο, στο βιβλίο «Εθνική Αντίσταση στον Πειραιά 1941-1944» του Θεοφάνους Κ. και σε αφήγηση του Γιάννη Ιωαννίδη.

Μια αποτυχημένη απόδραση από το Νέο Φάληρο προς τη Μέση Ανατολή

« (…) Ήταν μια ομάδα Ελλήνων πατριωτών που από τις πρώτες μέρες της κατοχής είχε

αποφασίσει να δραπετεύσει προς την ελευθερία. (…) Λίγες μέρες πριν το Πάσχα είχανε τακτοποιηθεί όλα. Τα βενζινόπλοια που τους είχαν παραχωρηθεί (…) είχανε νηολογηθεί κανονικά από το Λιμεναρχείο Πειραιά για τη Χίο, τη Σάμο και τη Μυτιλήνη (…) δυο έμπειροι θαλασσόλυκοι, ο καπετάν Δημήτρης Γιαγκουδάκης και ο Παναγιώτης Θυμαράς, αναλάβανε να τους μεταφέρουνε, στο προορισμό τους. (…) Ο υπαστυνόμος Γιάννης Παπασωτηρίου, τηλεφώνησε στον Επισμηναγό Μιχαήλ Ακύλα (…) Κι αυτός του ανάγγειλε συνθηματικά πως όλα είχαν τακτοποιηθεί: Την επομένη το βράδυ θα συναντιόντουσαν εκεί που είχαν καθορίσει, από πριν, για να ξεκινήσουνε (…)

Αργά την επομένη, Μεγάλη Τρίτη, όλοι εκείνοι που επρόκειτο να δραπετεύσουνε, ξεκινήσανε (…) Ένας –ένας μπήκανε από την πίσω πόρτα στο οινομαγειρείο του Δημήτρη Δεδούση, που βρισκότανε κοντά στην ακτή.

Οι περισσότεροι ήτανε στρατιωτικοί. Σαράντα δυο Έλληνες κι ένας Άγγλος λοχίας, που το

είχε φέρει μαζί του ο υποπλοίαρχος του Λιμενικού Σώματος Ηλίας Καζάκος. Ήτανε όλοι εκεί, εκτός από έναν: Το Ρένο, (…) Ήτανε περίεργο, ωστόσο, πως βρέθηκε ανάμεσά τους, (…) μα οι πλοιοκτήτες τους καθησυχάσανε. (…) Τώρα όλοι τους ήτανε όλοι παρόντες. (…) Κάποια στιγμή, στο δωμάτιο που ήτανε συγκεντρωμένοι, μπήκε ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας και τους είπε να ετοιμαστούνε. Ήτανε πια τέσσερις το πρωί, ξημερώματα Μεγάλης Τετάρτης. Γοργά επιβιβαστήκανε στα δυο βενζινόπλοια(…) κρυφτήκανε όπως μπορούσανε στ’ αμπάρια τους κι ο Δημήτρης Γιαμπουδάκης με τον Παναγιώτη Θυμαρά, τους σκεπάσανε με μουσαμάδες για να μη φαίνονται. (..) Είχε πια ξημερώσει αρκετά, όταν περάσανε τις Φλέβες του Σαρωνικού. Ξαφνικά όμως φάνηκε μπροστά τους ένα γερμανικό περιπολικό. (…) όταν ακούστηκε η σειρήνα του. Ήτανε το σήμα ότι έπρεπε να σταθούν. Το καταδιωχτικό πλεύρισε τα δυο σκάφη κι οι Γερμανοί πηδήσανε μέσα με τ’ αυτόματα στο χέρι, Ήτανε φανερό πως η αποστολή τους είχε προδοθεί. (…) αφού τον πρώτο που ζητήσανε οι χιτλερικοί ήτανε ο Άγγλος. Το βλέμμα όλων καρφώθηκε ασυναίσθητα πάνω στο Ρενο, (…) Εκείνος σάλιωσε τα χείλη του κι έκανε λίγα βήματα πίσω, τρέμοντας ολόκληρος (…) Τότε ακριβώς, ο Νάθαν Ντιλ σήκωσε το κεφάλι του περήφανα, χαιρέτησε στρατιωτικά και μιλώντας άπταιστα γερμανικά, δήλωσε πως αυτός ήταν ο άνθρωπος που ζητούσανε. Δεν υπήρχε λοιπόν λόγος, να βασανίζονται οι άλλοι (…) Με τη σειρά τους οι Έλληνες δηλώσανε πως πηγαίνανε στα νησιά, με την ελπίδα να βρούνε τίποτα τρόφιμα για το Πάσχα. Ύστερα απ’ αυτό, με την απειλή πάντα των όπλων, ο επικεφαλής διέταξε να μεταφέρουνε το νεαρό Βρετανό στο περιπολικό τους, δέσανε τα βενζινόπλοια πίσω από το δικό τους και ξαναγυρίσανε στο Πασαλιμάνι. (…) Τους μεταφέρανε στην ακτή Μουτσοπούλου, που ήτανε η Γκεστάπο του Πειραιά. (…)

Οι σαράντα δυο Έλληνες «φυγάδες» υποφέρανε αφάνταστα (…) μέσα στα φοβερά κρατητήρια της ακτής Μουτσοπούλου (…) Σταθερά, ωστόσο, επαναλαμβάνανε το παραμύθι με τα τρόφιμα του Πάσχα. Μα οι γερμανοί ήτανε καλά πληροφορημένοι και γνωρίζανε σχεδόν όλους με τα ονόματα τους και το επάγγελμα τους. Εκτός από αυτό, η παρουσία του άγγλου πάνω στο ένα από τα βενζινόπλοια τους, ήτανε αρκετή να τους στείλει όλους στο εκτελεστικό απόσπασμα. (…) Ολόκληρη σχεδόν η Μεγαλοβδομάδα τους πέρασε μέσα σε ανεκδιήγητα μαρτύρια. Ήτανε μια κόλαση (…) Ένα μήνα αργότερα, αφού τους μεταφέρανε όλους μαζί (…) στις φυλακές Αβέρωφ, τους κλείσανε στο θάλαμο 4, στην απομόνωση μια αποθήκη με πυρομαχικά (…) Την επομένη τα χαράματα, ακουστήκανε φωνές και παραγγέλματα προς το εκτελεστικό απόσπασμα, που παρατάχθηκε έξω από θάλαμο τους. Με αγωνία και σφιγμένη καρδιά, οι όμηροι παρακολουθήσανε από τις χαραμάδες των τοίχων, την εξωτερική κίνηση. (…) Ποιους θα εκτελούσανε εκείνη τη μέρα; Την ίδια στιγμή ακούστηκε ο κρότος του κλειδιού να γυρίζει στη σιδερένια μπάρα του θαλάμου. Όλοι μείναμε ακίνητοι. Μια ομάδα από δέκα Γερμανούς, μ’ επικεφαλής τον λοχαγό Στρονκ, που κρατούσε ένα χαρτί, μπήκε μέσα. Με σπασμένα ελληνικά τους είπε πως όποιος ακούσει τ’ όνομά του να κάνει ένα βήμα μπροστά. Κι άρχισε: Μιχαήλ Ακύλας, Ηλίας Καζάκος, Γεώργιος Κοτούλας, Δημήτριος Γιαγκουδάκης, Παναγιώτης Θυμάρας, Ηλίας Κανιάρης και Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος. Την ώρα που οι άντρες αυτοί βγαίνανε από το θάλαμο, γυρίσανε στους συντρόφους τους και φωνάξανε:

«Να μας εκδικηθείτε, αδέλφια! Ζήτω η Ελλάδα!»

Λίγο αργότερα σταθήκανε παλικαρίσια μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, με το χαμόγελο στα χείλη. (…) »

Οι τελευταίες ώρες των μελλοθανάτων αποδίδονται ανάγλυφα στην έκθεση του ιερέα που τους μετάλαβε λίγο πριν την εκτέλεσή τους και δημοσιεύεται στο βιβλίο της Ιωάννας Τσάτσου  «ΕΚΤΕΛΕΣΘΕΝΤΕΣ ΕΠΙ ΚΑΤΟΧΗΣ»

«(…) 2. Έκθεσις του Πρωτοπρεσβύτερου Αντ. Δ. Αντωνοπούλου, υποβληθείσα εις την

Αρχιεπισκοπήν την 5ην Ιουνίου1942, δια την εκτέλεσιν οκτώ καταδίκων την 4ην  Ιουνίου 1942.«Πιστός και αφοσιωμένος στρατιώτης του Χριστού, με πλήρη επίγνωση της αποστολής μου, και πειθαρχών εις την επιταγήν της Υμετέρας Μακαριότητος, την εσπέραν της (…) μετέβην, μετά των συναδέλφων μου Αιδεσ. Ιερέων (…) εις τας φυλακάς Αβέρωφ προς εκτέλεσιν του θλιβερού μεν, επιβεβλημένου δε καθήκοντος.

Φθάσαντες διηύθυναν ημάς εις τα Γυναικείας φυλακάς (…) και παραμείναμεν αγρυπνούντες κατεχόμενοι υπό βαθυτάτης θλίψεως και συνοχής καρδίας μέχρι της 3.30π.μ.

Εις τας 3.40, δια Γερμανού οπλίτου και ενός φύλακος ειδοποιηθέντος,οδηγήθημεν υπ αυτών εις τας ανδρικάς φυλακάς όπου διατελέσαμεν εν αναμονή εις τον αριστερόν διάδρομον, εις τα εκατέρωθεν του οποίου δωμάτια παρετηρείτο ζωηρά κίνησις αξιωματικών και οπλιτών Γερμανών.

Εις τας 4.10π.μ, αφού εξήλθον εκ του δεξιόθεν α ́ δωματίου ικανός αριθμός αξιωματικών και οπλιτών, ακολούθησαν τούτους και οι οκτώ μελλοθάνατοι προσδεδεμένοι ανά δύο δια χειροπέδων και οι οποίοι ευθύς ως μας ητένισαν, μας εχαιρέτισαν με οικειότητα ειπόντες «καλημέρα σας» ανταπεδώκαμεν τον χαιρετισμόν πατρικώς και θαρραλέως. (…) Επιβιβασθέντες αμέσως αναμένοντος αυτοκινήτου με οδηγόν Έλληνα, μετά των μελλοθανάτων και συνοδείας Γερμανών αξιωματικών και οπλιτών, μας εδόθη μικρά ευκαιρία κατά την διαδρομήν να έλθωμεν εις επαφήν (…) να λάβωμεν περί αυτών πληροφορίας και να δεχθώμεν τας τελαυταίας τούτων θελήσεις, ολίγας βέβαια, διότι είχομεν φθάσει ήδη εις τον τόπον της εκτελέσεως, το Εθνικόν Σκοπευτήριον, (…)

Επλησίαζεν η ώρα της εκτελέσεως και θα έμενον αμετάδοτοι. Δια τούτο παρακάλεσα τον διερμηνέα κ. Οικονόμου να διαβιβάση θερμήν παράκλισιν μου (…) και επιτρέψει να κοινω-νήσωμεν τούτους, τουθ’ όπερ και επέτρεψεν. Ευθύς αμέσως ο εκ των συναδέλφων (…) ανέγνωσεν επ’ αυτών την ενδεικνυόμενη συγχωρετικήν ευχήν, εγώ δε, εκοινώνησα τους αγαπητούς μας ήρωας.

Μετά τούτο αποσυρθέντες μετά των μελλοθανάτων ένδον του Σκοπευτηρίου, συνεπληρώσαμεν τας πληροφορίας μας, εδέχθημεν τας τελευταίας θελήσεις των, προφορικάς, επιστολάς, σημειώσεις, διευθύνσεις τηλεφωνικάς και μετ’ οικέιων, συγγενών και φίλων, αναμνηστικά τινά αντικείμενα και κατόπιν ομιλούντες ως γονείς προς τέκνα, ετονώσαμεν το τε θρησκευτικόν και πατριωτικόν των αίσθημα (…) από τας ενδόξους σελίδας της τρισχιλιετούς ιστορίας του πολυπαθούς ημών Έθνους. Αλλά οι μελλοθάνατοι και από υπερεκχειλίζουσαν πίστιν και θερμότατον πατριωτισμόν (…) ψάλλοντες τον Εθνικόν μας Ύμνον, την τελευταίαν στροφήν «και σαν πρώτ’ ανδριωμένοι…» επαναλαμβάνοντες τετράκις και γεγονυία τη φωνή με κατακλείδα «Ζήτω η Ελλάς». Ειρήσθω δ’ εν παρόδω ότι οι Γερμανοί παρίσταντο αυτόπται και αυτήκοοι μάρτυρες. Μετά τινα λεπτά της ώρας οι ήρωες οδηγούντο εις το εκτελεστικόν απόσπασμα διαιρεθέντες καθ’ όμάδας (…) Προς της αποχωρήσεως εκάστης ομάδος οι μελλοθάνατοι ενηγκαλίζοντο καταφιλούντες τας χείρας μας και το μέτωπόν μας ως επίσης και ημείς αυτούς, θέαμα προκαλέσαν σπαράσουσας συγκινήσεις.

Επανελθών, Μακαριώτατε, έσπευσα να εκπληρώσω όλας τα αναληφθείσας ιεράς υποσχέσεις της τελευταίας θελήσεως των εκτελεσθέντων και εντός ολίγων ωρών έλαβον γνώσιν όλοι οι οικείοι των και συγγενείς και φίλοι των, παραδούς επιστολάς, σημειώσεις, χρήματα και αναμνηστικά αντικείμενα.

Μακαριώτατε,

Αυθημερόν κληθείς εξέθεσα δια ζώσης τα εκτυλιχθέντα θλιβερά γεγονότα, πράττω δ’ ήδη τούτο και γραπτώς (…) με την μόνην σκέψιν, ίνα χρησιμεύσωσιν ως μια μικρά παρένθεσις εις τας δέλτους της συνυφασμένης και συγκεκλωνισμένης ιστορίας της φίλτατης μας Πατρίδος (…) »

Στο ίδιο βιβλίο της Ιωάννας Τσάτσου, σελ. 53, δίνεται στη δημοσιότητα η τελευταία επιστολή του Ηλία στη σύζυγό και τα παιδιά του.

«Λιλή μου, Κατίνα μου, Πίπη.

 Μετά 10 λεπτά είμεθα προ του εκτελεστικού από-σπάσματος.

Θάρρος, υπερηφάνεια.

Πάντες, 8 εν όλω εστάθημεν και είμεθα ψύχραιμοι. Αξιωματικοί εγώ, ο Κωστούλας χέρι με χέρι, γράφω όρθιος, στο πακέττο. Να ζητήσετε το γράμμα μου από τον Παπαντώνη και τας αποσκευάς μου από τους φύλακας Αβέρωφ Νο 73.

                                          Σας φιλώ πάλιν

                                                                   Ηλίας

                                                  Αιώνια μαζί σας

Κυρίαν Κατίναν Ρωσέττη-Παγκράτι

Διεύθυνση σπιτιού:Μεσολογγίου 5-Αθήνα

Το αφιέρωμα αυτό στην μνήμη του  Ηλία Καζάκου συντάχθηκε για να δοθεί σε αντίγραφο σε όλο το προσωπικό του Λιμενικού Σώματος στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Μυτιλήνης, από τους «Φίλους Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας» ως ελάχιστος φόρος Τιμής και Μνήμης, με αφορμή το μνημόσυνο που διοργανώνει κάθε χρόνο το Λιμενικό Σώμα στην είσοδο του παλιού κεντρικού Λιμεναρχείου Μυτιλήνης όπου έχει τοποθετήσει προτομή του Ηλία Καζάκου.  Το υλικό που χρησιμοποιήθηκε στο αφιέρωμα αυτό πάρθηκε από το βιβλίο του Γιώργου Γαλέτσα «Λέσβιοι στην Εθνική Αντίσταση-πορεία προς το θάνατο».   

 

Η δεύτερη εκτέλεση του Λιμενάρχη Μυτιλήνης Ηλία Καζάκου.

Με την ευκαιρία του φετινού εορτασμού της Ημέρας της Εθνικής μας Αντίστασης (25 Νοεμβρίου 2016), οι Φίλοι Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας έδωσαν πριν δέκα μέρες στη δημοσιότητα – για πρώτη φορά – συγκεντρωτικό ονομαστικό κατάλογο 286 Λέσβιων – Συντοπιτών μας, θυμάτων, εντός και εκτός Ελλάδας, της τριπλής φασιστικής κατοχής και του αντιφασιστικού αγώνα της περιόδου 1941-1945.

Αυτός ο ονομαστικός κατάλογος ας αποτελεί εσαεί ανάχωμα στη ναζιστική πανούκλα, που ξανασηκώνει κεφάλι στην πατρίδα μας, υπενθυμίζοντάς μας αυτό που είχε γράψει ο επιζών του Ολοκαυτώματος Ελί Βιζέλ: «Ο δήμιος σκοτώνει πάντα δυο φορές, τη δεύτερη με τη λήθη».

Με αφορμή την επέτειο αυτή, είναι νομίζουμε αναγκαίο να σχολιάσουμε τα όσα συνέβησαν πριν δυόμισι  περίπου μήνες, στην πρώτη συγκέντρωση κατά την υποστολή της Ελληνικής Σημαίας – που είχε ματαιωθεί – μπροστά στο παλιό Λιμεναρχείο, στην Πλατεία Σαπφούς.

Κατά τη διάρκεια της συγκέντρωσης, αλλά κύρια κατά τη διάρκεια της υποστολής της σημαίας, συνέβησαν και ακούστηκαν πολλά… Εμείς θα σταθούμε στη μικρή τοπική ομάδα του ναζιστικού μορφώματος, που εμφανίστηκε την τελευταία πενταετία στη χώρα μας και τώρα πια επίσημα και δημόσια στο νησί μας. Πλην του γνωστού ύφους των συνθημάτων τους και των προκλήσεων τους, χαιρέτησαν την Ελληνική Σημαία με υψωμένο το χέρι – το γνωστό ναζιστικό χαιρετισμό!!!

Ο χαρακτηριστικός τούτος χαιρετισμός του ναζιστικού κόμματος στην αρχή, που επεκτάθηκε στη συνέχεια σ’ όλους τους Γερμανούς πολίτες, ήταν το πρώτο και κυριότερο βήμα που όπλισε το ίδιο υψωμένο χέρι να εκτελέσει δεκάδες συμπατριώτες μας στα Τσαμάκια, χιλιάδες πατριώτες σ’ όλη τη χώρα μας, εκατομμύρια πολίτες στην Ευρώπη.

Όταν λοιπόν μπροστά από την προτομή του Ηλία Καζάκου, Λιμενάρχη Μυτιλήνης την πρώτη περίοδο της Κατοχής, που εκτελέστηκε από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής στην Καισαριανή, τραγουδώντας τον Εθνικό Ύμνο και φωνάζοντας «Ζήτω η Ελλάς», κάποιοι λίγοι…  Έλληνες ναζιστές (!!!) σήμερα, ναι σήμερα, υψώνουν το χέρι σε ναζιστικό χαιρετισμό, τον εκτελούν για δεύτερη φορά! Αυτός ο θαρραλέος  πατριώτης, τρεις μέρες πριν την εισβολή των Γερμανών στο νησί μας και μεσάνυχτα για να αποφύγει τους καταδότες, βύθισε  τα όπλα του Λιμεναρχείου στη θάλασσα έξω από το λιμάνι, για να μην πέσουν  στα χέρια των κατακτητών!

Όταν μπροστά στην Ελληνική Σημαία υψώνεται χέρι σε ναζιστικό χαιρετισμό, είναι το ίδιο το χέρι που κατά την αρχή της γερμανικής κατοχής σε χιλιάδες χωριά και πόλεις κατέβασε, υπέστειλε, πέταξε την Ελληνική Σημαία και εδώ στη Μυτιλήνη είναι το χέρι του Γερμανού στρατιώτη που σκούπισε με τη Σημαία μας τη σκονισμένη τρίκυκλη μηχανή του και ύψωσε στη θέση της τη σβάστικα.

Όλοι δε αυτοί, που θέλουν να συμμετέχουν σε τέτοιου είδους «αυθόρμητες» εκδηλώσεις, και είναι δικαίωμά τους, θα πρέπει να ξέρουν ότι, εφόσον δεν αποδέχονται τις προκλήσεις αυτές, αποχωρούν. Διαφορετικά είναι συνυπεύθυνοι για την ύβρη αυτή απέναντι στην Ελληνική Σημαία, απέναντι στη μνήμη του Ηλία Καζάκου, απέναντι στη μνήμη χιλιάδων πατριωτών που έπεσαν από τα βόλια των ναζιστών, και τους θυμίζουμε τους εμβληματικούς στίχους του Γερμανού πάστορα Μartens Niemoller:

Πρώτα ήρθαν για τους σοσιαλιστές και δεν μίλησα

Επειδή δεν ήμουν σοσιαλιστής.

Στη συνέχεια ήρθαν για τους συνδικαλιστές, και δεν μίλησα

Επειδή δεν ήμουν συνδικαλιστής.

Στη συνέχεια ήρθαν για τους Εβραίους, και δεν μίλησα

Επειδή δεν ήμουν Εβραίος.

Στη συνέχεια ήρθαν για μένα-και δεν υπήρχε κανείς να μιλήσει για μένα.​

ΦΙΛΟΙ  ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ  ΜΝΗΜΗΣ  ΚΑΙ  ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ  ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ

Ένα χρονογράφημα του Χρύσανθου Μολίνου, για τον Ηλία Καζάκο

ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΚΑΖΑΚΟΥ ΕΚΤΕΛΕΣΜΕΝΟΥ ΠΡΙΝ 80 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΑ ΣΤΡΑΤΕΥΜΑΤΑ ΚΑΤΟΧΗΣ, ΑΝΑΡΤΟΥΜΕ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ ΤΟΥ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΜΟΛΙΝΟΥ, ΠΟΥ ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ ΤΟ 1946.

 

  Την Κυριακή 5 Ιούνη 2022, στις 11 το πρωί, το Κεντρικό Λιμεναρχείο Μυτιλήνης διοργανώνει μνημόσυνο του Ηλία Καζάκου, Λιμενάρχη Μυτιλήνης, που εκτελέστηκε από τα Γερμανικά στρατεύματα Κατοχής στις 5 Ιούνη 1942. 

Η ομάδα των Φίλων Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας καλεί τους συμπατριώτες μας να τιμήσουν με την παρουσία τους την εκδήλωση αυτή. Γνωρίζουμε όμως ότι η συμμετοχή μας στο μνημόσυνο αυτό δεν εξαντλεί την υποχρέωσή μας απέναντι σε όλους αυτούς που «ποτέ από το χρέος μη κινούντες» έδωσαν τη ζωή τους για την μεγάλη αντιφασιστική Νίκη, αλλά θα πρέπει παράλληλα να θεωρούμε ότι κύριο καθήκον μας και οφειλή προς τους τιμώμενους,  είναι η ανάδειξη νέων τεκμηρίων που τους αφορούν και αποτυπώνουν ανάγλυφα πτυχές της ιδιοσυγκρασίας τους.

Στην κατεύθυνση αυτή δίνουμε στην δημοσιότητα ένα χρονογράφημα του γνωστού διανοούμενου της Μυτιλήνης Χρύσανθου Μολίνου, που δημοσίευσε ο «Δημοκράτης» την 29/10/1946 και αναφέρεται σε ένα πρόσωπο, που τον γνώρισε και έζησε από κοντά την εποχή εκείνη.

 

4 Ιουνίου 2022, για την αντιγραφή:  Γαλέτσας  Γιώργος :

 

«  Κάθε βδομάδα 

ΦΕΥΓΑΛΕΑ

 

Ηλίας Καζάκος

  Η προχθεσινή απέριττη και αξιοπρεπής τελετή γύρω από το κενοτάφιο του ΗΛΙΑ ΚΑΖΑΚΟΥ, μέσα στον περίβολο του Λιμεναρχείου, μού ξαναζωντάνεψε ζωηρώτερα στη μνήμη τη σωματική και την ψυχική σιλουέττα του λαμπρού αυτού παλλικαριού.

  Συνέπεσε να σχετισθώ μαζί του λίγες βδομάδες μετά τον εδώ ερχομό του, ως λιμενάρχη. Οι τυπικές, αρχικά, σχέσεις μας, δεν άργησαν να εξελιχθούν, πολύ γρήγορα, σε στενή γνωριμία. Είδα πως είχα μπροστά μου, έναν άνθρωπο της καρδιάς, ανοιχτόμυαλο κι’ ανοιχτόκαρδο. Μάλλον αψηλός, καλοδεμένος, με πλατύ στήθος και ώμους πλατείς, στρογγυλοπρόσωπος, γεμάτος ζωή και υγεία.

  Τον αντάμωνα σχεδόν κάθε μέρα, τις πρωινές ώρες στο γραφείο του.

  Ξέσπασε τότε καταπάνω μας η ηλίθια και άτιμη μπόρα του Μουσολίνι. Ο Καζάκος έγινε άλλος άνθρωπος. Ο πατριωτικός κραδασμός του πήρε τέτοια ένταση, ώστε κατήντησε φλόγα, πάθος, καϋμός. Το Λιμεναρχείο έγινε, μέσα σε λίγες μέρες, ένα κέντρο πατριωτικής δράσης, τόσο έντονης, ώστε η ορμή του Καζάκου παρέσερνε σα στρόβιλος και ναύτες και καπετάνιους και εργάτες. Η πατριωτική του δράση στο δοξασμένο εκείνο εξάμηνο του ιταλικού πολέμου θα μείνει στα χρονικά του Λιμένος και της Μυτιλήνης, γενικότερα. Είχεν όμως και συμπαραστάτην έναν νέον όμοιόν του ψυχικά και ιδεολογικά, τον τότε υπολιμενάρχη Όθωνα Ζαμβουνίδη, που μια σφαίρα αδέσποτη, τον κύλησε -κατά πάσαν πιθανότητα- νεκρό στην Αθήνα, τις πρώτες μέρες του καταραμένου του Δεκέμβρη 1944.

  Όταν αργότερα, πλάκωσε το κύμα των Ναζήδων, μια λαχτάρα είχε και ένα καϋμό. Πώς να καταφέρει να φύγει απ’ την Ελλάδα. Του ήταν ανυπόφορο να ανασαίνει τον αγέρα που τον εβρώμιζεν η ανάσα των πολιτισμένων εκείνων δολοφόνων. Η μοίρα δεν τον βοήθησε. Συνελήφθη, φεύγοντας, ενεκλείσθη σε στρατόπεδο αιχμαλώτων και ένα πρωϊνό, ωδηγήθηκε μπροστά σε ένα ναζήδικο εκτελεστικό απόσπασμα.

  Κρίμα στο λαμπρό παλλικάρι!

  Θυμάμαι πολύ ζωηρά κάποιο μικροεπεισόδιό μας, που τον χαρακτηρίζει αναγλυφικά:

  Μια μέρα σε κάποιο σπίτι που ήμαστε καλεσμένοι, δεν ξαίρω πώς το΄φερε η κουβέντα και μίλησα με κάποιον οίστρο, για τον Κολοκοτρώνη, τον  ι δ ρ υ τ ή της νέας Ελλάδας. Μιλούσα μ’ ενθουσιασμό βέβαια, αλλά και δίχως συγκίνηση. Όπως μιλά κανείς για κάτι ωραίο πράγμα που ελάμπρυνε άλλοτε την πατρίδα. Ο Καζάκος άκουε με προσοχή. Και, ξαφνικά, αναπάντεχα έκλαψε με λυγμούς. Έμεινα κατάπληκτος. Συνήλθε γλήγορα και δικαιολογούμενος τρόπον τινα, μας είπε: «Τι διάολο, όσες φορές ακούω ή διαβάζω για τον Κολοκοτρώνη συγκινούμαι τρομερά».

  Εκείνη τη μέρα κατάλαβα εντονώτερα το αμέτρητο βάθος της πατριωτικής του ψυχοσύνθεσης. Να γιατί, με τέτοιους ανθρώπους, έγινε το θαύμα της Πίνδου.                            Χ. ΜΟΛΙΝΟΣ  »

 

Υ.Γ. Το κείμενο αυτό είναι αφιερωμένο εξαιρετικά σ’ όλους αυτούς που καταναλώνουν τον «πατριωτισμό» τους σε φασιστικούς-ναζιστικούς χαιρετισμούς και σε όσους τους αβαντάρουν για προφανείς σκοπιμότητες , όπως έγινε και πριν 6 χρόνια εκεί μπροστά στη προτομή του Ηλία Καζάκου ή «φροντίζουν» την ανέγερση ανιστόρητων μνημείων χρησιμοποιώντας με δόλο ιερά σύμβολα της Χριστιανοσύνης…     

 

            

Δεν παρέδωσε τα όπλα του Λιμεναρχείου στους κατακτητές

–Η Λήμνος είχε καταληφθεί και από μέρα σε μέρα οι Ναζί θα καταλάμβαναν τη Λέσβο. Στις 30 Απρίλη 1941 ο Λιμενάρχης Μυτιλήνης Ηλίας Καζάκος ζήτησε από τους δύο καπεταναίους ιδιοκτήτες να διπλαρώσουν την ανεμότρατα <<ΡΟΔΟΠΗ>> μπροστά στο Λιμεναρχείο μετά τα μεσάνυχτα, λέγοντάς τους : << Δέν θα παραδώσω τα όπλα του Λιμεναρχείου στους κατακτητές της πατρίδας μας, θα τα φορτώσουμε στο καΐκι και θα τα βυθίσουμε ανοιχτά στη θάλασσα>>!   Εκείνοι συμφώνησαν παρά το μεγάλο ρίσκο για τις ζωές, αφού οι  ντόπιοι γερμανόφιλοι είχαν ξεθαρρέψει και παραμόνευαν. Έτσι μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα ξημερώνοντας  Πρωτομαγιά του 1941, το << ΡΟΔΟΠΗ >> έπεσε δίπλα στο μόλο μπροστά στο Λιμεναρχείο και δυό έμπιστοι ναύτες του Καζάκου φόρτωσαν τα όπλα του Λιμεναρχείου, ανοίχτηκαν 3 μίλια έξω από το Λιμάνι της Μυτιλήνης και τα βύθισαν στη θάλασσα!!!

–Στις 3 Μάη 1941 η ναζιστική πανούκλα πάτησε στο Μόλυβο και στις 4 Μάη 1941 μπήκε στη Μυτιλήνη. << Ετσι θα ξεκινήσει η μεγάλη και πολυστέναχτη νύχτα της γερμανικής κατοχής στο νησί μας, που κράτησε 40 ολόκληρους μήνες…>> όπως γράφει ο Γιώργος Γαλέτσας στο βιβλίο του << ΣΤΟ ΣΗΜΑΔΙ…>>. Πολλά παρόμοια περιστατικά παρέμειναν άγνωστα, γιατί όταν …<<Πάνω στην όμορφη Λέσβο δεν είναι πιά Γερμανοί…>>, λίγο χάρηκαν την απελευθέρωση οι συντοπίτες μας, αφού οι δωσίλογοι  επιστρατεύθηκαν από το νέο καθεστώς και ενοχοποιήθηκε η συμμετοχή στην αντιφασιστική αντίσταση. Στη φωτογραφία  η ανεμότρατα << ΡΟΔΟΠΗ >> με το γαλάζιο χρώμα.