Οι Φίλοι Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας υπενθυμίζουν τον ξεχωριστό λογοτέχνη Θανάση Παρασκευαίδη, μέσα από το εξαιρετικό για το τόπο μας βιβλίο του, που εκδόθηκε από την Τοπική ένωση Δήμων Κοινοτήτων Λέσβου το 1982, με πρόλογο του Απόστολου Αποστόλου.
Παραθέτουμε και ένα μικρό αιχμηρό απόσπασμα για την κοινωνικοοικονομική κατάσταση στη Λέσβο, στα τέλη της τουρκοκρατίας.

Πρόλογος Απόστολου Αποστόλου
Ο Θανάσης Παρασκευαΐδης υπηρέτησε χρόνια πολλά την Αυτοδιοίκηση. Για δυο δεκαετίες εκλέγονταν συνέχεια Δημοτικός Σύμβουλος Μυτιλήνης και σα Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου, με βοήθησε όσο κανένας άλλος. Μαζί αγωνιστήκαμε, σε χρόνια πολύ δύσκολα, για να κάνωμε το καλό στη κατατρεγμένη πόλη μας και να γίνει σεβαστή η αυτοδιοίκηση, που είχε, τότε, βαρύ τον έλεγχο του Κράτους.
Ο Θανάσης Παρασκευαΐδης, αφού τραβήχτηκε απ’την υπηρεσία της αυτοδιοίκησης, βρήκε το καιρό να δείξει την αγάπη του για τα γράμματα.
Το πρώτο του βιβλίο «Το Μυθιστόρημα της Μυτιλάνας» ήταν αποκάλυψη για όλους μας. Ακολούθησαν άλλα δυο. «Το Βόρειο Μέτωπο» που περιγράφει τον πόλεμο της Αλβανίας εκεί που πολέμησαν τα παλληκάρια του τόπου μας και «Το πάρτυ στους Κήπους του Ακάδημου» που βάζει τα προβλήματα της σύγχρονης γενιάς, αυτήν που άρπαζε και τυραννάει η τεχνική και η σύγχρονη ζωή, στα νύχια της. Σ’ όλα τα βιβλία αυτά, καμβάς, πάνω στον οποίο κέντησε τις συλλήψεις του, είναι η Μυτιλήνη, κι ολάκερο το νησί.
Αγαπά τον τόπο του ο Παρασκευαΐδης.
Πριν από λίγο καιρό πληροφορηθήκαμε ότι έγραψε κάτι για τα λιόδενρα πάνω στη Λέσβο και τους ξωμάχους που αγωνίστηκαν να σκεπάσουν το νησί με ένδεκα εκατομμύρια ρίζες ελιές. Όσοι αναπνέουμε τον αγέρα του νησιού μας, ξέρουμε τι αντιπροσωπεύει η ελιά για το νησί και τους ανθρώπους του. Πόσο είναι δεμένη με την υπόστασή μας, την κουλτούρα και την ιστορία του νησιού. Ζητήσαμε και μας έδωσε το χειρόγραφο. Το διαβάσαμε και μείναμε κατάπληκτοι.
Ωραιότερος ύμνος για την ελιά της Λέσβου και τους ξωμάχους του νησιού, που αγωνίστηκαν μέσα στο καυτερό ήλιο, τη βροχή, το κρύο και το χαλάζι, να φτιάξουν αυτούς τους ασημοκόρυφους καθαρούς, σαν αυλές εκκλησιών, ελιώνες, δεν μπόρεσε να γραφή. Μα ακόμα ο Παρασκευαΐδης κάνει μιά τομή και δείχνει πόσο διαλεχτικά είναι δεμένη η ελιά με τους ανθρώπους του νησιού. Οι ξωμάχοι με το λοστό και το σφυρί έχτισαν τις ποδόμες και τα σέτια κι’ ανέβασαν το λιόδεντρο σαν άτι στις κορφές των βουνών, πλημυρίζοντας πεντακόσιες χιλιάδες στρέμματα του νησιού. Τα λιόδεντρα που, πάνω στα κορμιά τους είναι ζωγραφιστή, όπως στα κορμιά των ξωμάχων, η αγωνία και η προσπάθεια να κάνουν καρπό, έθρεψαν με το λάδι τους, όλον αυτόν το κόσμο του νησιού. Το δέντρο αυτό που επιβάλλει τη δουλειά και την ειρήνη, έδιωξε τους τούρκους μέσα απ ’ τους ελιώνες. Έτσι το λάδι ξανάρθε πάλι στα χέρια του Ελληνικού πληθυσμού που με άλλες συγκυρίες, αφού εκβιομηχάνησε το νησί κι’ έφερε μιάν άνθηση οικονομική και πνευματική, που να νιώθει ελεύθερο και κυρίαρχο, δημιούργησε έναν ώριμο γηγενή πολιτισμό, γιομάτο μεράκι και παλληκαριά, πούχε κατασταλάξει, όπως γράφτηκε, μέσα στις ψυχές αυτών που ζούσαν στο νησί αυτό… >>. /
Ένα εξαιρετικό απόσπασμα από το βιβλίο του Θανάση Παρασκευαίδη –ΤΑ ΛΙΟΔΕΝΤΡΑ ΚΑΙ ΟΙ ΞΩΜΑΧΟΙ ΠΑΝΩ ΣΤΗ ΛΕΣΒΟ–,που περιγράφει αιχμηρά την κοινωνικοοικονομική κατάσταση στο Νησί μας, πριν την απελευθέρωση.
<<… Η γης τότες έβγαλε καινούριους αρχόντους. Καλοθρεμμένα κορμιά και πρόσωπα γιομάτα κρέατα. Κοιλιές που έπαιζαν από το πάχος. Βασιλικό περπάτημα. Η πονηριά χωμένη στην άκρη των ματιών και το λαφρύ χαμόγελο. Με το κεφάλι να κοιτάζει αψηλά Με το στόμα ανοιχτό. Σαν που έκαναν όταν μπαίνουν στον ελιώνα εκτιμώντας το ελαιόκαρπο πάνω στα κλαδιά του δέντρου. Φορούσαν τα κουκουλάρικα κι’ άσπρους παναμάδες. Παίζαν μπιλιάρδο ολημερίς στο «Πανελλήνιο». Το φθινόπωρο κυνηγούσαν ορτύκια. Ντύνονταν στολές κυνηγών παράξενες με χρυσά σειρήτια. Καπέλλα γιομάτα φτερά. Ξημεροβραδιάζονταν στη «Λέσχη», μιλώντας γιά τα κυνήγια τους και τα σκυλιά, πούφερναν απ’ την Αγγλία. Έπαιζαν χαρτιά ως τα ξημερώματα. Το πρωί πουλούσαν μερικά λαγίνια λάδι στο μεσίτη. Αγόραζαν παχειές συναγρίδες. Τις έτρωγαν μ’ άφτονη μαγιονέζα. Χώνευαν όλο τ’ απόγευμα.
Αυτοί οι αρχοντάνθρωποι της δεύτερης γενιάς, κρατούσαν απ’ τους μπακάληδες, τους τοκογλύφους, πούρθαν απ’ τα χωριά τους, μπακαλόγατοι, που κοιμώνταν δέκα, δέκα, με τις άσπρες ποδιές μέσα σε πατάρια μαγαζιών. Αυτοί έμαθαν τη τέχνη απ’ άλλους πιό παλιούς, μέσα στο τσαρτσί της Μυτιλήνης, το γιομάτο βαρέλια παστά, ταραμάδες, ρόζα, χαβιάρια. Ελιές ντουζλαμά, του βαρελιού, της άρμης, τσακιστές πράσινες με μάραθο και λεμόνι ή ξυδάτες. Τουλουμοτύρια και σακιά γιομάτα όσπρια, με θριαμβευτή την κάτασπρη φασούλα και το ρεβύθι.
Αυτοί σε αποθήκες αγόραζαν φτηνό το λάδι στη σοδειά, τον χειμώνα και το δάνειζαν στη κεσίρα και τα καλοκαίρια στη φτωχολογιά, που υπέγραφε ομόλογα γιά διπλό λάδι, που δεν μπορούσε να το δώσει ποτές.
Έγδυσαν τη ντόπια και τη τούρκικη φτωχολογιά. Τους άσωτους και γλεντζέδες γυιούς των μπέηδων, των αγάδων και των πασάδων.
Η γης πούχαν στα χέρια τους οι τούρκοι από αρπαγές απ’ τους χριστιανούς, έπεσε στα χέρια των τοκογλύφων. Η γης π’ αρπούσε ο αγάς ρίχνοντας μιά πέτρα και κραυγάζοντας «μπου τσιφλίκ μπενίμ» ως που έφτανε η πέτρα, δείχνωντας το σπαθί του, ξεψυχισμένη από κάθε δύναμη, γίνονταν χτήμα των τοκογλύφων, αντί να γυρίσει απ’ εκεί π’ αρπάχτηκε. Πήραν κοτσάνια γραμμένα στο τούρκικο κτηματολόγιο της Μυτιλήνης και στο Τεφτέρ-Χανέ της Πόλης.
Απάνω τους τυπωμένοι, οι ντουράδες των Σουλτάνων. Μεγάλα χηνίσια αυγά. Τα αποτύπωμα της παλάμης του προφήτη Μωάμεθ.
Τώρα μιλούσαν με το κύρος της τούρκικης υπογραφής.
Μια μεγάλη πινακοθήκη μορφών είναι η γενιά αυτή. Αυτοί είχαν κάνει τη καλή, με την τοκογλυφία εδώ. Άλλοι στην Αίγυπτο, στην Ρουμανία. στην Ρωσία, στην Μασαλία. Πήραν όλη την οικονομική ζωή του τόπου στα χέρια των. Ο λόγος των περνούσε παντού. Έκαναν τράπεζες και βαπόρια που ταξίδευαν παντού, στα λιμάνια της Μεσόγειος, της Μαύρης Θάλασσας, στη Τουρκία, στην Αίγυπτο στη Σμύρνη.
Πολλοί είταν αστοί μ’ ανοιχτά μυαλά. Έφερναν καινούριο πνεύμα στο νησί.
Άλλοι θα γράψουν γι’ αυτή τη ζωηρή γενιά, που πάτησε γερά πάνω στο νησί και στη παραλία της Μικράς Ασίας. Άνθρωποι πούχαν το εμπόριο στα χέρια των και πολλά τσιφλίκια με καγιάδες κι’ ορντατζήδες. Σκληροί στο σώμα και στο μυαλό. Ανοιχτομάτηδες, έκαναν να ξαναξυπνήσει ο αιγιαλός των Μυτιληναίων κι’ άλλη φορά. Οι πρόγονοί τους δεν ήθελαν να ξεσηκωθούν στη επανάσταση του 1821. Αυτοί είταν καταχτητές. Είχαν υποδουλώσει τούρκους και χριστιανούς, μαζεύοντας τη περιουσία τους. Κοτζαμπάσηδες, που έδιωχναν και διόριζαν πασάδες.
Έκτισαν σχολειά. Έφεραν ελληνοδιδασκάλους, κήρυκες της ευκλείας των προγόνων μας. Ακούστηκαν ξανά τα ονόματα του Πιττακού, του Αλκαίου της Σαπφούς. Ο λαός έπρεπε να προσκυνά το κατεστημένο, που λατρεύονταν με πολλούς τόνους και πολλά έντυπα. Κληροδότησε την υπακουή στους καινούριους άρχοντες. Αυτοί καθόριζαν την ώρα της Ανάστασης. Σα δεν κατέβαινε ο άρχοντας στους Αγίους Αποστόλους δεν γίνονταν Ανάσταση. Στο πείσμα αυτός κατέβαινε ύστερα από μιά ώρα από τότες, που είχε αναστήσει η Μητρόπολη κι’ οι άλλες εκκλησιές. Αγάλλονταν η μορφή του όταν χτυπούσαν οι καμπάνες που διάταζε αυτός, ν’ αναστήσουν τον Κύριο, τόσα καθυστερημένα.
Έτσι φέρνονταν οι αρχοντάδες, των καιρών εκείνων στο λαό, που ζούσε με το φως των αγκαθιών.