Από την ξεχωριστή έκδοση της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Μυτιλήνης «1919—1922 Οι εφημερίδες της Λέσβου αφηγούνται», που επιμελήθηκαν η Μαρία Γρηγορά και η Φανή Μαρωνίτου, αναρτούμε ένα σημαδιακό δημοσίευμα της εφημερίδας ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ Μυτιλήνης της 30ής Νοεμβρίου 1922 :
Γέλια και λυγμοί
Χθες κατά τις εφτά τη νύχτα, γυρίζοντας κουρασμένος απ’ τη δουλειά στο σπίτι, στάθηκα κάτω από ένα φωτισμένο παράθυρο. Μου κίνησαν την προσοχή κάτι εύθυμα γέλια. Αντιλήφθηκα πώς ήμουνα κάτω από ένα πλουσιόσπιτο. Απ’ το άνοιγμα που άφηναν τα βαρύτιμα παραπετάσματα κοίταζα μέσα στην αίθουσα. Θέ μου! Τι γινότανε εκεί μέσα. Η ευθυμία, η χαρά, το γέλιο, είχαν στήσει άσεμνο χορό. Το φως, το εκθαμβωτικό το φως, οργίαζε με το μετάξι. Μια δεσποινίδα έπαιζε πιάνο. Μια άλλη μ’ έναν κύριο συνόδευαν με τραγούδι. Παραπέρα άλλοι κι άλλες σερβιριζόταν λικέρ και γλυκά από μιαν υπηρέτρια που φόραγε κάτασπρες ποδιές.
Να που υπάρχουν ακόμα ευτυχισμένοι θνητοί (!) σκέφτηκα και τράβηξα να φύγω γιατί το κρύο δε χωράτευε.
Μα δεν επρόκανα να κάνω ένα βήμα και τα πόδια μου σκόνταψαν σε κάτι. Έσκυψα και είδα πως κοίτουνταν, κάτω ακριβώς απ’ το φωτισμένο παράθυρο, ένα κοριτσάκι. Σηκώθηκε τρομαγμένο κι έκανε να φύγη, μα το σταμάτησα.
Στο φως του παραθυριού το πρόσεξα καλλίτερα. Προσωπάκι χλωμό και πολύ συμπαθητικό, με μάτια μεγάλα, υγρά, γυαλιστερά. Θάτανε ως δεκατριώ χρονώ ξυπόλητο, λερό, κακομοιριασμένο. Το μπλουζάκι του κουρελιασμένο και στενό, με βία κούμπωνε στο στηθάκι που μόλις άρχισε να φουντώνη. Το ρώτησα τι ήθελε τέτοια ώρα, με τέτοιο κρύο, μέσα στο δρόμο.
Κάτι ψιθύρισε μα δεν μπόρεσα να τ’ ακούσω γιατί εκείνη την ώρα η εύθυμη συντροφιά της φωτόλουστης κάμαρας χειροκροτούσε τη δεσποινίδα που είχε πια τελειώσει το κομμάτι της στο πιάνο. Τότε και εκείνο κοίταξε μέσα στο αρχοντικό το σπίτι και το προσωπάκι του πήρε μια παράξενη και ακατανόητη έκφραση. Χαμογελούσε ή έκλαιγε. Δεν μπόρεσα να καταλάβω. Ίσως ένα ψεύτικο χαμόγελο να πολεμούσε να πνίξη έναν αληθινό λιγμό.
Μου φάνηκε *κείνη την ώρα σαν άγαλμα της ανθρώπινης λύπης, στημένο μπροστά στο Μέγαρο της χαράς. Ύστερα μου πε πως είνε από τις Φώκιες και πως δεν ξέρει που είνε ο πατέρας και η μάνα του. Απ’ το στηθάκι του ανέβηκε ένας δυνατός λυγμός και απ’ το παράθυρο, το φωτισμένο, βγήκε ένα δυνατό γέλιο!…
Ελεύθερος Λόγος 30–11-1922









