78 ΧΡΟΝΙΑ ΜΕΤΑ…

10 ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ ’44 – Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ ΛΕΣΒΟΥ

Τις πρωινές ώρες της 10ης  Σεπτέμβρη του ’44 τα Γερμανικά στρατεύματα αποχωρούν από τον νησί μας, μετά από 40 μήνες Κατοχής του. Η Λέσβος γιορτάζει τη λευτεριά της.

Την επόμενη μέρα θα κυκλοφορήσει η εφημερίδα του ΕΑΜ Λέσβου «Ελεύθερη Λέσβος» (φωτο 1) σε πανηγυρικό τόνο καταγράφοντας σ’ όλη την μπροστινή σελίδα την κεντρική ομιλία του Γ. Γιαλούρη [1] –μέλους της Ν.Ε. ΕΑΜ Λέσβου-που έγινε από τον εξώστη του Δημαρχείου της Μυτιλήνης, το μεσημέρι της 10ης Σεπτέμβρη στην πρώτη μετά την απελευθέρωση συγκέντρωση του ΕΑΜ. Στην πίσω σελίδα θα έχουμε ένα εκτεταμένο χρονικό της αποχώρησης των Γερμανικών στρατευμάτων, όπως και μερικές σύντομες ενημερωτικές ανακοινώσεις.

Μέχρι σήμερα λίγες, ελάχιστες αναφορές έχουν γίνει για τα δημοσιεύματα αυτά και πολύ περισσότερο ουδέποτε έχουν αναδημοσιευθεί. Επειδή πιστεύω ότι τόσο η ομιλία, όσο και το χρονικό αυτό αποτελούν ντοκουμέντα αναφοράς για τις πρώτες ώρες της λεύτερης Μυτιλήνης, αποφασίσαμε με τους Φίλους Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας να αντιγράψω αυτά και να τα αναδημοσιεύσουμε σήμερα, στην 78η επέτειο από την απελευθέρωση της Λέσβου από τα Γερμανικά στρατεύματα Κατοχής. Μαζί τους και οι απαραίτητες φωτογραφίες τόσο των εφημερίδων, της συγκέντρωσης (φωτό 6,7) που έχουμε στην διάθεσή μας, όσο και τρία αντίγραφα από τις 3 πρώτες προκυρήξεις, ανακοινώσεις που κυκλοφορήσαν το Ε.Α.Μ., ο Ε.Λ.Α.Σ. και η Ε.Τ.Α.(Επιμελητεία Του Αντάρτη) (φωτο 3,4,5), για να μάθουν οι νέες γενιές και να ξαναθυμηθούν οι παλιότεροι-που όσο περνάει ο καιρός λιγοστεύουν.

Επειδή όμως κάθε αναφορά σε γεγονότα που συνέβησαν πριν τόσα χρόνια μέσα σ’ ένα περιβάλλον που δύσκολα μπορούν να αντιληφθούν οι νέες γενιές, νομίζουμε ότι είναι αναγκαίο να παραθέσουμε ένα ακόμα κείμενο από τις μέρες αυτές που μας μεταφέρει ανάγλυφα το κοινωνικό-οικονομικό κλίμα που επικρατεί την περίοδο αυτή. Το κείμενο αυτό είναι το κύριο άρθρο της εφημερίδας «Το Φώς» με τίτλο «Να πέσουν κεφαλαί». Είναι ότι καλύτερο μπόρεσα ν’ ανθολογήσω από την περίοδο αυτή. Κι αυτό γιατί είναι γραμμένο από τον βάρδο της γερμανικής προπαγάνδας στο νησί μας, Αθανάσιο Γκράβαλη [2], τον ιδιοκτήτη και διευθυντή της εφημερίδας «Το Φώς» της μοναδικής καθημερινής εφημερίδας που εκδίδεται στο νησί κατά τη διάρκεια της Κατοχής – που μετά την κατάληψη της Λέσβου από τους Γερμανούς θα τους υποδεχθεί με κύριο άρθρο που είχε τον περίφημο τίτλο «Γενναίοι στρατιώται του Ράιχ!» – κυκλοφορώντας το τελευταίο της φύλλο την μέρα που αποχωρούν οι Γερμανοί, στις 9 Σεπτέμβρη του ‘44, αλλάζοντας τον υπότιτλο της από «Καθημερινή Πολιτική Εφημερίς Εθνικοσοσιαλιστικών Αρχών» σε «Καθημερινή Εφημερίς των Λαϊκών Συμφερόντων» (φωτο 2) με κύριο άρθρο «Να πέσουν κεφαλαί», σε μια προσπάθεια να σώσει την κεφαλή του, προσφέρει τις κεφαλές των φίλων του και συνεργατών… αναφέροντας: «Η ώρα της κρίσεως έφθασεν και ο κώδων της λαϊκής δικαιοσύνης σημαίνει.»

[1] Ο Γιώργος Γιαλούρης, δικηγόρος- ηγετικό στέλεχος του Αγροτικού κόμματος και ο μόνος αντιπρόσωπος της Ν.Ε  ΕΑΜ στην πόλη της Μυτιλήνης, αφού όλη η άλλη ηγεσία του ΕΑΜ βρίσκεται στην Αγ. Παρασκευή, όπου ήταν και η έδρα του ΕΑΜ το τελευταίο μήνα της κατοχής. Ο λόγος αυτός εκφωνήθηκε από τον εξώστη του Δημαρχείου στην πρώτη παλλαϊκή συγκέντρωση που διοργάνωσε η επιτροπή πόλης του ΕΑΜ την μέρα της απελευθέρωσης. Στην μεταδεκεμβριανή περίοδο θα είναι παρόν σ’ όλες τις δικές των στελεχών του ΕΑΜ, ως συνήγορος υπεράσπισης, τον Αύγουστο του 46 εξορίζεται και στα μέσα του 1947 «μετακόμισε» στην Αθήνα όπου και έζησε δικηγορώντας.

[2] Αθανάσιος Γκράβαλης θα συλληφθεί , ως  συνεργάτης των Γερμανών, από το ΕΑΜ και μαζί με άλλους τουλάχιστον 100 συμπατριώτες μας και θα προφυλακισθούν στις ποινικές φυλακές Μυτιλήνης. Θ’ απελευθερωθεί με τη μεγάλη πλειοψηφία αυτών τον Απρίλη του ’45. Τον Οκτώβρη του ’45, απαλλαγμένος από κάθε κατηγορία «περί  δοσιλογίας» θα βρεί στέγη… στην εφημερίδα «Το Στέμμα» – «Όργανον των Οπαδών της Βασιλευομένης Δημοκρατίας»

Μυτιλήνη Σεπτέμβρης του 2022

Γιώργος Γαλέτσας

ΝΑ ΠΕΣΟΥΝ ΚΕΦΑΛAI

Η λαϊκή τραγωδία έφθασε πλέον εις το απροχώρητον.

Είνε λοιπόν καιρός να τεθή και ανάμεσά μας εις εφαρμογήν ο υπέρτατος νόμος της σωτηρίας του συνόλου, προ του οποίου να παραμερίσουν οι άλλοι νόμοι.

Έως τώρα ο λαός έκαμπτε την σπονδυλικήν του στήλην και έκρουε τας αναλγήτους θύρας των δυναμένων, επεαιτών από αυτούς οίκτον.

Η ζωή του ήτο και είνε ένα απέραντο μοιρολόγι. Ένας θρήνος τον οποίον δεν άκουε κανείς και από τον οποίον δεν συνεκινείτο κανένας.

Πεινώ και αποθνήσκω, εκλαυθμίριζεν ο λαός. Και εις την ικεσίαν του αυτήν απήντα με καγχασμούς το πλουτοκρατικόν όργιον, των χωρίς καρδίαν και αισθήματα ανθρώπων οι οποίοι μετέβαλαν εις εμπόρευμα και αυτά ακόμη τα δάκρυα και το αίμα του Ελληνικού λαού. Των ανθρώπων που εξεμεταλλεύθησαν δία ίδιδια προσωπικά κέρδη την δυστυχίαν και την πείναν. Των ανθρώπων που επιχείρησαν να εναποθηκεύσουν εις τα χρηματοκιβώτια των μεταβάλλοντες εις χρυσόν και αυτόν ακόμη τον πατριωτισμόν και αυτά ακόμη τα ιερώτερα των αισθημάτων του Ελληνικού λαού.

Άνθρωποι που δεν είχον μέσα των τίποτα το Ελληνικόν και τίποτα το ανθρώπινον. Άνθρωποι χωρίς αισθήματα, χωρίς φρονήματα άλλα εκτός από εκείνα που έχουν σχέσιν άμεσον με την βρωμεράν ακόρεστον των γαστέρα, ωργίασαν από πενταετίας εις βάρος της τραγωδίας του λαού.

Ενώπιον των ανθρώπων αυτών εσύρετο έως τώρα γονυκλινής και ικετεύων ο λαός.

Ενώπιον των ανθρώπων αυτών υπεκλινετο εκλιπαρών το έλεός των.  

Προς τους ανθρώπους αυτούς έτεινε χείρας επαίτου ζητών να του δώσουν ολίγα τινά ψυχία από την πλουσίαν του οργίου των τράπεζαν.

Και όμως οι άνθρωποι αυτοί όχι μόνον έμενον ασυγκίνητοι πάντοτε εις τας λαϊκάς ικεσίας αλλ΄ εγίνοντο και σκληρότεροι εφ’ όσον παρήρχετο ο καιρός.

Χειρότεροι και από ανθρωποφάγους. Λησμονούντες την Ελληνικήν και ανθρώπινην ιδιότητά των, οι άνθρωποι που δημιούργησαν περιουσίας σκυλεύοντες την Ελληνικήν των πατρίδα μόλις την είδον αυτήν πεσμένην ως πτώμα χαμαί και εγέμισαν τας γαστέρας των με το αίμα των Ελλήνων αδελφών των, εφαντάσθησαν τώρα τελευταία ότι θα ηδήναντο να σώσουν τα κλοπιμαία των και να εξασφαλίσουν μίαν μεταπολεμικήν ευημερίαν εάν κατόρθωναν να καταφέρουν εναντίον του λαούτα τελευταία θανατηφόρα κτυπήματα.

Έτσι μας ωδήγησαν εις την τελευταίαν κατάστασιν που αποτελεί το κατώτατον σκαλοπάτι της λαϊκής δυστυχίας και που χαμηλώτερο από αυτό δεν υπάρχη πλέον άλλο.

Εις το σημείον όμως αυτό η κατάστασις πλέον μεταβάλλεται άρδην και εκ θεμελίων και μάλιστα κατά τρόπον που θα προκαλέση τρομώδη κατάπληξιν εις τους μέχρι τούδε εκμεταλευτάς της Ελληνικής τραγωδίας.

Οι άνθρωποι αυτοί έσκαψαν ένα λάκκον δια να θάψουν μέσα εις αυτόν την Ελληνικόν λαόν. Τώρα λοιπόν θα υποχρεωθούν να κατεβούν εις τον λάκκον αυτόν οι ίδιοι. Η τιμωρία είνε βέβαια σκληρά. Ας μη λησμονούν όμως εκείνοι που πρόκειται να την υποστούν ότι αυτοί οι ίδιοι έχουν νομοθετήσει με τις πράξεις των την σκληρότητά της.

Εκείνο που προέχει αυτήν την στιγμήν είνε εν και μόνον. Να σωθή και να ζήση το Ελληνικόν λαϊκόν σύνολον.

Και δια να επιτευχθή αυτό δεν έχει καμμίαν απολύτως σημασίαν εάν χρειασθή να πέσουν και μερικαί κεφαλαί και μάλιστα κεφαλαί κακών Ελλήνων και κακών ανθρώπων που είχον φαντασθή ότι τα τας διέσωζαν μέσα εις την απέραντον θάλασσαν των νεκροκεφαλών την οποίαν αυτοί έχουν δημιουργήσει.

Η ώρα της κρίσεως έφθασεν και ο κώδων της λαϊκής δικαιοσύνης σημαίνει.

Αν  τώρα οι ήχοι του φένονται νεκρώσιμοι δια μερικούς, τούτο δεν έχει καμμίαν απολύτως σημασίαν. Και χωρίς αυτούς και μετά απ’ αυτούς η Ελλάς θα υφίσταται πάντοτε, αυτό δε είνε εκείνο που ενδιαφέρει πολύ.

Α. ΓΚΡΑΒΑΛΗΣ

***

Το χρονικό της απελευθέρωσης

Η ΛΕΣΒΟΣ ΜΑΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ

Από τις 5 και τέταρτο το πρωί της Κυριακής αναπνέουμε τον αμόλυντο αέρα της Λευτεριάς.     

Η Λέσβος είνε από χθες την αυγή ελεύθερη. Ακόμα δεν μπορούμε να πιστέψουμε πως αυτή ήταν η αυγή που ονειρευόταν η λεσβιακή ψυχή, καταδυναστευμένη και περίλυπη, επί τριάμισι ολάκερα χρόνια βαριά σαν μολύβι, μαύρα πιο πολύ κι΄ από την πίσσα.

Τα στεγνά και μαραμένα στήθεια που τα καταπλάκωνε το βαρύ και βάναυσο γερμανικό σίδερο επί τόσα μερόνυχτα, γεμάτα δάκρυα, γεμάτα πόνο, γεμάτα σπαραγμό, αλάφρωσαν από το βραχνά που τα πίεζεκαι τάσφιγγε άγρια και βάρβαρα, ανάσαναν τον αέρα της λευτεριάς.

Πώς; Με ποιες λέξεις; Με ποιες φράσεις να περιγράψει κανείς εδώ, σ’ αυτό τον ελάχιστο χώρο, το Ξεσκλάβωμα; Πώς να ζωντανέψουμε τις αξέχαστες στιγμές, τις ιστορικές, τις μεγάλες σαν του αιώνες στιγμές που ζήσαμε προχτές περπατώντας στα σκοτεινά καλντερίμια κι’ ακούοντας μέσα στην ανυπόμονη νύχτα, δειλή, σιγανή και φοβισμένη από το κάθε μισόγυρτο παραθύρι τη φωνή της άγρυπνης γυναίκας που στεκόταν ακούραστη και δυνατή έπειτ’ από τόσα βάσανα, από τόσες λύπες, από τόση πείνα και περίμενε με αγωνιώδη χαρά το Μεγάλο Άγγελμα; Πώς να ζωντανέψουμε αυτή τη φωνή που αντιλαλεί ακόμα στ’ αυτιά μας; «Πήτε μας, φύγανε; Είμαστε λεύτεροι;»

Αλλά ας προσπαθήσουμε να ανιστορήσουμε από την αρχή, ένα προς ένα όλα τα γεγονότα.

Από το πρωί του περασμένου Σαββάτου το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (Ε.Α.Μ) είχε από ειδικές υπηρεσίες του, την ασφαλή πληροφορία ότι οι Γερμανοί ήταν ξεσηκωμένοι για την οριστική φευγάλα τους. Όσο η ώρα περνούσε τόσο και πιο πολύ σπασμωδικές γινόνταν οι ενέργειες και οι προετοιμασίες  του κάθε Γερμανού στρατιώτη. Παράλληλα μεγάλα τρεχάματα είχαν και οι διάφοροι «τριάστεροι» γκεσταμπίτες, που πηγαινοέρχονταν με τα χέρια στις τσέπες στην προκυμαία, υγροί από τον ίδρο και μαύροι από το τρόμο, ετοιμάζοντας βιαστικά σαν κολασμένοι δαίμονες τα  απαραίτητα, με τη συνοδεία Γερμανών, για  να φύγουν μαζί τους και να γλυτώσουν απ’ τη λαϊκή οργή που θα ξεσπούσε ασυγκράτητη και μανιασμένη απάνω τους.

Κατά τις τρεις το απόγευμα κυκλοφόρησε η διάδοση, ότι στις εφτά το βράδυ θα σήμανε συναγερμός και στις έντεκα θα μπαρκάριζε όλος ο γερμανικός στρατός για αναχώρηση. Η οργάνωση παρακολουθούσε παντού με τα στελέχη της και τη παραμικρότερη κίνηση. Κάθε 10 λεπτά το Γραφείο της πόλης Μυτιλήνης συνεδρίαζε αδιάκοπα σε κεντρικό κτίριο, είχε καταλεπτώς όλες τις πληροφορίες της κίνησης των Γερμανών από τους εγκαταστημένους στα διάφορα πόστα παρατηρητές του. Προς το βράδυ, Γερμανοί στρατιώτες τοποθέτησαν στον απέναντι του Μουσείου λόφο, το συγκεκριμένο κανόνι τους, όπως έκαναν πάντα, θέλοντας έτσι να ξεγελάσουν τον κόσμο και να τον κάνουν να μη πιστεύει στις διαδόσεις που κυκλοφορούσαν για την αποχώρησή τους.

Η μεταφορά των αποσκευών των πυρομαχικών και του άλλου υλικού τους από το Καρά Τεπέ και τους λόχους των άρχισε από τις 9μ.μ. Τα μέλη του ΕΑΜ παρακολουθούσαν από επίκαιρα σημεία τα αυτοκίνητα και τα κάρα που μετέφεραν στην αποβάθρα το υλικό.

Κατά τα μεσάνυκτα άρχισαν να επιβιβάζονται τα πρώτα στρατιωτικά τμήματα. Τέσσερεις Γερμανοί στρατιώτες είχαν συνοδέψει από το «στρατόπεδο συγκεντρώσεως» ως το πλοίο και το γνωστό γκεσταμπίτη φονιά Κώστα  Παπαδέλλη ή Γιοβά(σ.σ. πριν 7 μέρες είχε σκοτώσει, στο καφενείο Κουτσομύτη τον εαμίτη Γιάννη Γρούβα). Στο μεταξύ Γερμανοέλληνες  θέλησαν να λεηλατήσουν με την βοήθεια μερικών συγγενών των τις εγκαταλελειμμένες αποθήκες τροφίμων και άλλων ειδών. Σύγχρονα όμως αποσπάσματα της Εθνικής Πολιτοφυλακής του ΕΑΜ κατέλαβαν αμέσως τα περάσματα, από όπου ήταν υποχρεωμένοι να μεταφέρουν τη λεία τους οι μεγαλεπίβουλοι Γερμανοέλληνες επιχειρηματίες. Έτσι ματαιώθηκαν μια -μια όλες οι κλοπές. Τα τρόφιμα και τα άλλα είδη τα παραλάμβαναν μέλη του ΕΑΜ και τα φρουρούσαν με ασφάλεια. Ας σημειωθεί ότι η λαϊκή επιτροπή συγκέντρωσης τροφίμων κατόρθωσε να περιμαζέψει  με τον τρόπο αυτό σεβαστή ποσότητα, που μαζί με τα άλλα επισιτιστικά λάφυρα θα μοιραστούν στον κόσμο πολύ σύντομα και δίκαια.

Αφού έγινε η αναχώρηση του πρώτου γεμάτου από στρατό και πυρομαχικά βαποριού άρχισαν οι ετοιμασίες και για το δεύτερο. Τούτο μόλις στις 5 και τέταρτο σήκωσε την άγκυρά του μαζί μ’ ένα μεγάλο βενζινόπλοιο που παρέλαβε τους τελευταίους Γερμανούς. Δεν πέρασε όμως πολύ ώρα και το βενζινόπλοιο ξαναγύρισε και έβαλε φωτιά σ’ ένα άλλο πούταν γεμάτο πυρομαχικά, το ανατίναξε και μέσα σε λίγα λεπτά βυθίστηκε. Άπειρα πλήθη κόσμου που πέρασαν τη νύκτα τους άγρυπνα στους εξώστες και στα παράθυρα παρακολουθούσαν τώρα απ’ όλες τις υψηλές συνοικίες το θέαμα της άδοξη αναχώρησης των Γερμανών. Σύγχρονα τα μέλη του ΕΑΜ είχανε πάρει θέση στα σταυροδρόμια και στις αρτηρίες που συγκοινωνούν με την αγορά, απαγορεύοντας την κυκλοφορία για να δοθεί καιρός στα αρμόδια συνεργεία  να ξεκαθαρίσουν τους δρόμους της προκυμαίας και της αγοράς, από τις νάρκες που είχαν κατασπείρει οι Γερμανοί σε διάφορα σημεία. Έτσι μόλις κατά τις 9.30 κατορθώθηκε να επιτραπεί η κυκλοφορία και να παίξουν χαρμόσυνα οι καμπάνες των εκκλησιών. Τότε απ’ όλες τις συνοικίες χείμαρροι  κόσμου άρχισαν να κατεβαίνουν στην προκυμαία και να παίρνουν θέση γύρω στο Δημαρχείο όπου θα γινόταν η μεγάλη εορταστική συγκέντρωση. Η μεγάλη λαϊκή μάζα η καθαυτό δυναμική μάζα τράνταξε δυνατά τον αέρα με ζητωκραυγές και χειροκροτήματα για τη λευτεριά. Άλλα πλήθη με μεγάλες χαρμόσυνες επιγραφές και με σημαίες κατέβαιναν από τα περίχωρα συντεταγμένα. Όγκοι πλήθους με τις συμμαχικές σημαίες και της Ελλάδας έρχονταν από την αγορά στο Δημαρχείο. Ο ενθουσιασμός όλου του κόσμου είχε φθάσει στο κατακόρυφο(…)Στο μεταξύ το γραφείο πόλης του ΕΑΜ εγκαταστάθηκε στη Νομαρχία(σ.σ σήμερα κτίριο γραμματείας Πανεπιστημίου Αθγαίου στην οδό Βουρνάζων) όπου υψώθηκε και η Ελληνική Σημαία. Αλλά και όλες οι εξουσίες του τόπου πέρασαν αμέσως στα χέρια της οργάνωσης.

Η Πόλη σημαιοστολίστηκε και ο άνεμος της λευτεριάς της πραγματικής πια λευτεριάς που δεν έχει πια καμμιά σχέση με την ψεύτικη εκείνη της 4ης Αυγούστου, ανέμιζε την κυανόλευκη. Όταν στις 11 τα μέλη του ΕΑΜ και τα μέλη του γραφείου της Πόλης πήγαιναν στο Δημαρχείο, ο αλαλαγμός του πλήθους που ζητωκραύγαζε και χειροκροτούσε είχε ξεπεράσει κάθε πρόβλεψη. Με ξεχωριστή ανακούφιση πληροφορήθηκε ο κόσμος την σύλληψη και κράτηση στο Α’ Αστυνομικό τμήμα των γκεσταμπιτών και όλων γενικά των προδοτών που με την εμφάνισή τους τρομοκρατούσαν τόσον καιρό τον κόσμο. Κάτω οι άτιμοι προδότες» φώναζαν όλοι με ασυγκράτητη αγανάκτηση. Η Εθνική Πολιτοφυλακή με κόπο πολύ κατόρθωσε να προλάβει το λιντσάρισμα τους από τις οργισμένες λαϊκές μάζες και την δημιουργία σκηνών που θα είχαν για αποτέλεσμα τον άμεσο θάνατο των γκεσταμπιτών μέσα στους δρόμους. Όλοι όσοι φέρουν την άτιμη κατηγορία του προδότη θα περάσουν από Λαϊκό Δικαστήριο και θα δώσουν λόγο για την άτιμη πράξη τους που κηλιδώνει και κατεβάζει τον άνθρωπο πιο χαμηλά κι’ από τα χτήνη. Στις 11 και 10 το θέαμα του κόσμου μπροστά και γύρω από το Δημαρχείο ήτανε πρωτόφαντο. Ποτέ δεν είδε η πόλη παρόμοια σε όγκο και μεγαλείο συγκέντρωση, Αμέτρητες χιλιάδες κόσμου στριμώχνονταν προς όλες τις πλευρές, νοιώθοντας τη χαρά του ξεσκλαβώματος βαθειά μέσα στη καρδιά (…) Πρώτος μίλησε στα συγκεντρωμένα πλήθη ο υπεύθυνος Γραφείου πόλης σγ.  Χρίστος Χριστοδούλου(…) Ζητωκραυγές και χειροκροτήματα σκέπαζαν την κάθε φράση του. Έπειτα μίλησε προς τα πλήθη από μέρους της οργάνωσης με φλογώδη ενθουσιασμό και μέσα σε γενική συγκίνηση ο συναγωνιστής Γιώργος  Γιαλούρης.

Ο λόγος του, ένας λόγος αντάξιος των μεγάλων στιγμών της πατρίδος μας, γεμάτος νόημα, γεμάτος περιεχόμενο έκανε βαθειά αίσθηση. Ήταν ο λόγος αληθινή πνοή της λευτεριάς που ονειρευόταν απόκρυφα η καρτερική λαϊκή ψυχή περιμένοντας, υπομένοντας και αγκομαχώντας κατά το μακρύ διάστημα της σκλαβιάς. Τα πλήθη ζητωκραύγαζαν και χειροκροτούσαν συνειδητά την κάθε φράση(…)Λίγα λόγια αλλά γεμάτα από ενθουσιασμό είπε κατόπι ο συναγωνιστής Τσιτσιγιάννης. Ο κόσμος τον χειροκρότησε ζωηρότατα. Με τον ίδιο ενθουσιασμό μίλησε έπειτα από μέρους του Κομμουνιστικού κόμματος ο σγ. Μήτσος Χαραλαμπίδης. Ακράτητα χειροκροτήματα δονούσαν τον αέρα επί πολλά λεπτά της ώρας επίμονα. Οι ζητωκραυγές είχαν φτάσει στο κατακόρυφο. Όσο οι λαϊκές μάζες ένοιωθαν πως είναι λεύτερες πια να εκφράσουν τον ενθουσιασμό τους, τόσο πιο πολύ ζητωκραύγαζαν και χειροκροτούσαν τον ρήτορα. Μετά τον σγ. Μήτσο Χαραλαμπίδη μίλησαν με ζωηρό παλμό από μέρους της ΕΠΟΝ ο σγ. Αριστείδης Ραπίτης και με λίγες αλλά χαρακτηριστικές φράσεις η συναγωνίστρια Μαρίκα Ζαγορίσιου. Μετά τις ζητωκραυγές που κάλυψαν και τους λόγους αυτούς τραγουδήθηκε από τα μέλη της ΕΠΟΝ το Επονίτικο Εμβατήριο και κατόπι η μουσική του Ορφανοτροφείου παιάνισε τον Εθνικό Ύμνο. Η συγκέντρωση διαλύθηκε κατά τις 1 μετά το μεσημέρι.

Συμπληρωματικά πρέπει να σημειωθεί ότι από την αυγή το ΕΑΜ Μόριας και Παμφίλλων  είχε καταλάβει με οδηγίες ειδικού μηχανικού του ΕΛΑΣ για την πρόληψη έκρηξης και δυστυχήματος  του Καρά Τεπέ. 

Οι 35 Λεσβίοι κρατούμενοι που ήταν κλεισμένοι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης ξελευθερώθηκαν από τα μέλη του ΕΑΜ στις 2.30 το πρωί. Από αυτούς οι 22 ήταν Καλλονιάτες και Αγιαπαρασκευώτες  κι είχανε πιαστεί από Γερμανούς πριν λίγες μέρες με τα τελευταία τρομοκρατικά γεγονότα.

Το απόγευμα στις 2 οι καμπάνες όλων των εκκλησιών ανάγγειλαν την είσοδο στην πόλη των πρώτων αντάρτικων σωμάτων από την ύπαιθρο. Πυκνά κύματα κόσμου καταγέμισαν μέσα σε λίγη ώρα την αυλή και τους άλλους χώρους του Νομαρχιακού Μεγάρου όπου μεταξύ άλλων έφθασε και το Ελληνοαγγλικό κομάντος πούχε αποβιβαστεί δυο μέρες πριν στο νησί μας κι είχε έρθει σε επαφή με την οργάνωση του ΕΑΜ.

Στην Νομαρχία έρχουνταν και έδιναν τα συγχαρητήρια τους στους εκπροσώπους του ΕΑΜ προϊστάμενοι πολλών υπηρεσιών, ο Πρωτοσύγκελος της Μητρόπλης Μυτιλήνης κ. Ιάκωβος και άλλοι. Στο μεταξύ έφταναν από τη ύπαιθρο και άλλα αντάρτικα σώματα άλλα με τα πόδια και άλλα με αυτοκίνητα.

Στις 7 το βράδυ άρχισε η μεγάλη παρέλαση από τον Ταρλά με την ακόλουθη σειρά και μέσα σε καινούριες πάλι ζητωκραυγές και χειροκροτήματα. Πρώτα περνούσαν τμήματα του ΕΛΑΣ με την πολεμική τους εξάρτηση, ερχόντουσαν ύστερα οι συναγωνιστές και συναγωνίστριες της ΕΠΟΝ  και κατόπιν οι συναγωνιστές και συναγωνίστριες του ΕΑΜ. Η παρέλαση έγινε από το δρόμο της Μεραρχίας (σ.σ.οδός Καβέτσου) από την Εθνική Τράπεζα ( σ.σ. τώρα κτίριο Νομαρχίας ), την προκυμαία και την αγορά. Κατά την ώρα της παρέλασης τα φώτα της προκυμαίας ήταν αναμμένα. Απ’ όπου περνούσαν συντεταγμένα τα τμήματα της Οργάνωσης ο κόσμος χειροκροτούσε με ολοένα αυξανόμενο ενθουσιασμό και συγκίνηση. Μεγάλη εντύπωση έκαναν σ’ όλο τον κόσμο όσα τμήματα του ΕΛΑΣ ήρτανε στη πόλη μας και πήρανε μέρος στην παρέλαση για την τέλεια πολεμική τους εξάρτηση. Ήταν ένας αληθινός στρατός, οργανωμένος με θαυμαστό στρατιωτικό σύστημα. Εντύπωση έκανε και το πλήθος των συναγωνιστριών της ΕΠΟΝ και του ΕΑΜ, τόσο, πούδωσαν την αφορμή να ζητούν το γράψιμό τους στην οργάνωση και άλλες πάρα πολλές νέες. Στην οργάνωση ζητούν να γραφούν και πολλοί πολίτες παρακαλώντας να γίνουν δεκτοί από τα αρμόδια στελέχη της και να ενισχύσουν με κάθε τρόπο το έργο της. Η  εγγραφή γίνεται με πρόταση συναγωνιστριών ή συναγωνιστών που γνωρίζουν το ηθικό ποιόν κάθε προτεινόμενου και εγγυώνται γι’ αυτό.

Μας ανακοινώθηκε υπεύθυνα ότι ο Διευθυντής της Νομαρχίας κ. Καρυώτογλου παραμένει με το προσωπικό της Νομαρχίας στη θέση του και θα συνεχίσει το έργο του. Το ίδιο και οι άλλες υπηρεσίες εχτός από το Δήμο Μυτιλήνης.

Η ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ ΚΑΙ ΣΥΣΚΟΤΙΣΗ

Σύμφωνα με την ανακοίνωση που έκανε στη χθεσινή συγκέντρωση ο συναγωνιστής Χριστοδούλου σαν υπεύθυνος του γραφείου πόλης του ΕΑΜ οι περιοριστικές ώρες κυκλοφορίας καταργήθηκαν , η συσκότιση όμως θα εξακολουθήσει σαν και πρώτα.

ΑΓΓΛΟΙ ΚΑΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΙΕΡΟΛΟΧΙΤΕΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ ΜΑΣ

Σήμερα στις 10 το μεσημέρι αποβιβάστηκε στην πόλη μας ο Άγγλος Αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού Μπαλαντάιν. Το Άγγλο αξιωματικό υποδέχτηκαν από μέρους του ΕΑΜ Λέσβου ο σγ. Γιαλούρης Γ. και από μέρους της Πόλης ο σγ. Τσιτσιγιάννης. Τον Άγγλο αξιωματικό προσφώνησε ο συναγ. Γιαλούρης με τα παρακάτω λόγια:

«Εξ ονόματος του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου του ΕΑΜ Λέσβου, χαιρετώ στο πρόσωπό σας την μεγάλη μας σύμμαχο την ηρωική και πανένδοξη Μ. Βρεττανία. Το ΕΑΜ που πλάι στους ηρωικούς στρατούς των μεγάλων μας συμμάχων επολέμησε τους Ναζί σε στεριές και σε πέλαγα, σε βουνά και σε κάμπους, σε πόλεις και χωριά, κατέχει από χτες την αυγή επίσημα το λιόχαρο τούτο νησί και είνε ευτυχισμένο που σας δέχεται επίσημα. Οι ιστορικοί δεσμοί, οι κοινοί αγώνες ενάντια προς την υλική βία και το φασισμό, μας αδέλφωσαν και σαν αδερφό και σύμμαχο σας δεχόμαστε στον τόπο μας. Ζήτω η ηρωική σύμμαχός μας η πανένδοξη Αγγλία.»

Ο Άγγλος αξιωματικός απάντησε: «Είμαι ευτυχής που πατώ στο λεύτερο χώμα της Λέσβου. Ο ενθουσιασμός σας με συγκινεί. Σας ευχαριστώ.

Μετά την προσφώνηση ο Άγγλος φιλοξενήθηκε στο ξενοδοχείο «Αιγαίο» όπου προσφέρθηκαν αναψυκτικά.

Ο Έλληνας αξιωματικός του κομάντος Δημ. Οπρόλουλος(σ.σ «ξαναεπέστρεψε» στην Μυτιλήνη εξόριστος από την Χούντα των συνταγματαρχών στο Πλωμάρι όπου μετά από θαλάσσιο ατύχημα έμεινε παράλυτος, πέθανε στην Αθήνα τη δεκαετία του 1990) μιλούσε σήμερα με πολύ ενθουσιασμό για την παραδειγματική τάξη που κρατήθηκε στο τόπο μας απ’ τις πρώτες κι όλας ώρες της λευτεριάς. Στο κομάντος τούτο που αποτελεί περίπολο του «Ιερού Λόχου» της Μέσης Ανατολής ανήκουν και οι συμπατριώτες μας Γ. Πρίμος, και Τάσσος Δημητρούλης. Και οι δυο είναι από χτες στη πόλη μας Τον κ. Μπαλαντάϊν τους Άγγλους συνοδούς του και τους Έλληνες Ιερολοχίτες δεξιώθηκε η ΕΠΟΝ της πόλης μας σήμερα το απόγευμα στη «Φέμινα». 

***

ΟΙ ΠΡΟΣΩΡΙΝΕΣ ΛΑΪΚΕΣ ΑΡΧΕΣ

Ορίστηκαν προσωρινές λαϊκές αρχές για να αντικαταστήσουν τις ντόπιες Ραλλικές  που καταλύθηκαν απ΄ το λαό. Νομάρχης ορίστηκε ο Κώστας Φριλίγγος γιατρός, γνωστός σ’ ολόκληρο το νησί. Δήμαρχος ο Ανδρέας Αναγνωστόπουλος ιδιωτικός υπάλληλος και Διοικητής Εθνικής πολιτοφυλακής ο Μαρίνος Πορτοκάλης, έφεδρος Αξιωματικός.                                                     

***  

ΟΙ ΙΤΑΛΟΙ ΣΤΡΑΤΙΩΤΕΣ

Δέκα εννιά Ιταλοί στρατιώτες που υπηρέτησαν στο Γερμανικό στρατό της πόλης μας αρνήθηκαν ν’ ακολουθήσουν του Γερμανούς. Το πρωί της Κυριακής παρουσιάστηκαν στο ΕΑΜ και δήλωσαν ότι είνε αποφασισμένοι να βοηθήσουν με όλη τους τη δύναμη και αυτοί το έργο της Οργάνωσης και γενικά τον αγώνα ενάντια στους Γερμανούς. Έναν από τους παραπάνω Ιταλούς, δυο Γερμανοί στρατιώτες τον έσπρωξαν την τελευταία στιγμή της αναχώρησής τους, πάνω σε μια νάρκη για να βρει το θάνατο. Το μόνο που έπαθε ήταν μερικά ελαφρά καψίματα στο χέρι και στο πρόσωπο.                                                                                                                    

***

Ο ΑΥΡΙΑΝΟΣ ΕΟΡΤΑΣΜΟΣ

  Αύριο Τρίτη στις 9 το πρωί θα γίνει δοξολογία στον Άγιο Θεράπη για το λεφτέρωμα του νησιού. Θα την παρακολουθήσουν οι προσωρινές λαϊκές αρχές, η Νομαρχιακή Επιτροπή του ΕΑΜ και τα νομαρχιακά συμβούλια των άλλων οργανώσεων. Ύστερα θα γίνει συγκέντρωση του κόσμου μπρος στο Δημαρχείο απ’ όπου θα μιλήσει ο πρόεδρος της Νομαρχιακής Επιτροπής του ΕΑΜ Μητροπολίτης Μηθύμνης, ο Νομάρχης Λέσβου και διάφοροι άλλοι ομιλητές.

***

Η κεντρική ομιλία στην 1η συγκέντρωση του ΕΑΜ στην Μυτιλήνη…

Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΝΑΓΩΝΙΣΤΗ Γ. ΓΙΑΛΟΥΡΗ

Αδέρφια.

Πάει ο βραχνάς που πίεζε τα στήθεια μας, σκόρπισαν τα σκοτάδια, σπάσαν οι αλυσίδες της σκλαβιάς. Ο Μινώταυρος που ζούσε με τες σάρκες και το αίμα μας, η Ύδρα που βύζαινε τα κορμιά και μάτωνε τις ψυχές μας, αράχνη που ύφαινε τες συμφορές και έπνιγε τες λευτεριές μας, ο αιμοβόρος φασισμός που εξαπέλυσε τη θύελλα και μέσα στην ανεμοζάλη άρπαξε την ανθρωπότητα στα σουβλερά του δόντια, αγκομαχεί, ψυχομαχεί, πεθαίνει. (…)  Νικητής και δαμαστής και γκρεμιστής και πλάστης δεν είνε ένας ήρως ή προφήτης , είνε πολλοί, είνε αμέτρητοι, είναι οι λαοί της γης που ενωμένοι γκρεμίζουν το φασιστικό λαβύρινθο για να χτίσουν στα ματωμένα του τα θεμέλια τον παγκόσμιο πολιτισμό της πανανθρώπινης λευτεριάς, της δικαιοσύνης και της αδελφοσύνης που θα διώξουν απ’ τον κόσμο τη σκλαβιά και τα δίδυμα παιδιά της , την αδικία και την εκμετάλλευση.

Διπλή λοιπόν η νίκη διπλή και η χαρά μας. Εμπρός όσοι είδατε τη λευτεριά σας να στραγγαλίζεται, τον εθνισμό σας να κουρελιάζεται, τον ανθρωπισμό σας να ποδοπατείται, όσοι είδατε τους δικούς σας να πεθαίνουν απ’ τα βόλια και την πείνα, όσοι νοιώσατε κατάβαθα τον ξεπεσμό του έθνους, τον κουρελιασμό του ανθρώπου, τον χλευασμό της σκέψης, πάρτε μέρος στη γιορτή. Κι’ απ’ το νησί της Σαπφούς  ας ηχήσουν τα τύμπανα και οι παιάνες, ας βροντολαλήσουν οι γλυκόλαλες καμπάνες, και το γαλάζιο κύμα του Αιγαίου ας φέρει στην αφρισμένη του χαίτη της νίκης τον αλαλαγμό, του λυτρωμού το μήνυμα στα πέρατα του κόσμου.

Όποιος δε νοιώσει τη σκλαβιά, τη λευτεριά δε θέλει: Τραγουδεί ο ποιητής. Εμείς τη νοιώσαμε αυτή τη σκλαβιά κατάβαθα ως τα μεδούλια. Είδαμε τους νέους βαρβάρους που ήρθαν τη φορά αυτή από την κεντρική Ευρώπη να μας φέρουν το φως που έκλεψαν απ’ την Ολυμπία για να πυρπολήσουν τον κόσμο, περάσαμε απ’ το άτιμο σκλαβοπάζαρό του. Ζήσαμε με την χιλιοματωμένη τραγωδία του σκλάβου. Και τίνος σκλάβου; Όχι των Ρωμαίων υπάτων, μηδέ των Τούρκων σουλτάνων, σκλάβοι των φανατισμένων ορδών του χιτλερισμού, που με φωτιά και τσεκούρι, σα δαιμονισμένοι χύθηκαν πάνω στην ανύποπτη ανθρωπότητα για να εφαρμόσουν στην Προκρούστειο κλίνη τη νέα τάξη πραγμάτων που ευαγγελίσθη ο σχιζοφρενικός  Μεσσίας των(…) Η ιστορία η φιλολογία, οι θρύλοι και οι παραδόσεις μας βροντοφωνούν ακόμα, το καταστρεπτικό πέρασμα των βαρβάρων της οικουμένης. Υπήρξαμε ξεφτέρια στο σχολειό του πόνου. Ξέραμε  από πριν, από μια πικρή πείρα τριάντα αιώνων που μεταβιβάζετο από πατέρα σε παιδί, ότι, πείνα και δυστυχία και γύμνια  και τρομάρα στάθηκαν πάντα ο τρισάθλιος κλήρος μας, όταν στις καταιγίδες των καιρών το Έθνος σκλαβωνόταν. Κάτι ξέραμε από το πλιατσικολόγημα του Ρωμαίου, την βαρβαρότητα του Ούνου, την αρπαχτικότητα του Ούννου, την αιμοβορία του Σαρακηνού και του Βενετσιάνου την ξετσίπωτη απληστία. Κι όμως όλους αυτούς μαζί τους ξεπέρασαν οι λυσσασμένοι απόστολοι του χιτλεροφασισμού. Πλιατσικολόγοι, άρπαγες, άπληστοικαι αιμοβόροι, πιά μαρτύρια δεν σοφίστηκαν για να μας πιούν το αίμα, πιά τεχνάσματα δε μεταχειρίστηκαν για να μας φαν το βιό(…) Θυμάσται; Μας χτύπησαν πισώπλατα. (…) εξαπολύει τα τσακάλια τα βρωμερά πάνω στα φαράγγια της Αρβανιτιάς, να μας σκλαβώσουν. Την άωρα αυτή τη κρίσιμη που οι τιτάνες γονατίζουν τσακισμένοι, ο Ελληνικός Λαός- σ΄ αυτόν ανήκει η τιμή κι’ όχι τους μοιραίους ηγέτες της εποχής εκείνης- ο ελληνικός λαός γυμνός, ξυπόλητος και πεινασμενός κάτω από ένα άθλιο καθεστώς(…) έπαιρνε ομόφωνα την παράτολμη απόφαση ν’ αντιταχθή με τα νύχια στο φασισμό που κατέβαινε αλαζονικά ωπλισμένος σαν αστακός μ’ όλα τα σύνεργα του θανάτου(…) Και άρχισε ο αγώνας ο άνισος , ο επιβλητικός και ωραίος της Αρβανιτιάς. Κι’ αγωνιζόταν ο μικρός λαός με την μεγάλη ιστορία , αγωνιζόταν κι’ έστηνε τρόπαια και ενικούσε και καταρράκωνε τους σιδηρόφρακτους ιππότες και έφτυνε κατάμουτρα τους διχτάτορες και ξέσχιζε τη λεοντή τους με μόνη τη δύναμη της ψυχής που οιστρηλατούσαν δυο πάθη.

Το μίσος της τυραννίας που υπέφερε κι ο ίδιος μέσα στο τόπο του απ’ την ίδια κοσμοθεωρία που αντιμετώπιζε στα βουνά της Αρβανιτιάς και η αγάπη της λευτεριάς που νάξια χέρια εστέρησαν τη χώρα που είχε διακυρήξει κάποτε το περήφανο έμβλημα «το εύδομον, το ελεύθερον» (…) Αυτά ήταν τα ιδανικά που ψύχωσαν το βασανισμένο μας αγρότη, αυτά χαλύβδωναν του ταλαιπωρημένου μας εργάτη του χεριού και του πνεύματος, όταν πετούσαν τα ειρηνικά σύνεργα του μόχθου για να δράξουν το μάλιγχερ και τη λόγχη. Και τα ιδανικά αυτά στάθηκαν και στέκουν πάντα στους αιώνας κρίσιμα όπλα στον αγώνα.  Έξ μήνες κράτησε η εποποιία της Αρβανιτιάς(…) Ο κόσμος άφωνος θεατής του άνισου και επικού αγώνα που άρπαξαν κιόλα στα φτερά τους οι θρύλοι και το κάμαν τραγούδι(…)Θριάμβευε ο Δαυίδ, γονάτιζε ο Γολλιάθ , η ηθική δύναμη επεβάλλετο πάνω στην υλική μ’ όλη της τη λάμψη. Λυσσάει ο χιτλεροφασισμός που έβλεπε το θριαμβευτικό του άρμα έτοιμο να ξεχυθή προς την ανατολή να σκοντάφτει απρόοπτα πάνω σ’ ένα φράκτη, πάνω στ’ ανήμπορο κορμί της μικροσκοπικής Ελλάδας.

Και  άναντρα και προδοτικά με την βοήθεια Ελλήνων εφιαλτών που το αμαρτωλό καθεστώς της 4ης Αυγούστου έσυρε από τη λάσπη και την αφάνεια για να το υπηρετούν, άνανδρα και προδοτικά βυθίζει το δολοφονικό στιλέτο πίσω στην σπονδυλική στήλη της Ελλάδας(…) Αυτή ήταν η μοίρα της Ελλάδας του 1940. Η Ελλάδα έπεσε για να προπαρασκευάση τη νίκη που χαμογελά σήμερα στην πονεμένη ανθρωπότητα. Έπεσε στις πολεμίστρες, αγνό θύμα της ιδέας, της λευτεριάς, που μήτε γέρασε, μήτε θα γεράσει ποτέ όσο ο κόσμος θ’ ακολουθεί την τροχιά του.(…)  

Επέσαμε κι αρχίζει μακρόχρονο το δράμα της σκλαβιάς, δράμα σωματικό, δράμα ψυχικό, ηθικό, πνευματικό, δράμα που συγκλονίζει τις ανθρώπινες ψυχές. Γεμίζει τάφους η ματοποτισμένη Ελληνική γη. Η πείνα και η γύμνια απ’ τόνα μέρος, το εχτελεστικό απόσπασμα απ’ τ’ άλλο, τα δίδυμα αδέρφια, που σέρνει πίσω του ο φασισμός θερίζουν αλύπητα τα νειάτα της φυλής  τα ζωντανά κύτταρα του Έθνους. Στάχτες κι αποκαϊδια απ’ άκρη σ’ άκρη η Ελλάδα. Συγνοί και σουρωμένοι εγέρναμε στο μόχθο, ζυμώναμε τα χώματα με τον ιδρώτα, μαζεύαμε απ’ τ’ αγκάθια την εληά και στίβαμε το λάδι π’ αρπούσε ο καταχτητής για να μακραίνη τη σκλαβιά μας.  Δίπλα του, αλλοίμονο, ο ντόπιος εκμεταλλευτής, τρυγάει το δόλιο σκλάβο. Και πάνω απ’ όλα ο χαφιές όλος  αυτιά και μάτια για τα κελιά της Γκεσταπώ, γεμάτα σύνεργα θανάτου. Μαύροι καιροί αραχνιασμένα χρόνια. Σαν όρνια στη μονιά μας κλεινόμαστε το βράδυ και το πρωί κοιτάζανε ποιος λείπει ανάμεσά μας. Παντού φοβέρες και περίγελα και πείνα και τρομάρα, βραχνάς στα παγωμένα στήθη και στη ψυχή μαυρίλα. Καμμιά σπίθα πουθενά, κανένα χαμόγελο ελπίδας(…)Και τότε καινούργια Φιλική, μεσ’ απ’ του λαού τα σπλάχνα πετιέται πάνοπλο το Εθνικοαπελευθερωτικό  μέτωπο, το θρυλικό ΕΑΜ. Αναφτεριάζει ο  γέρο Όλυμπος, η Πίνδος ανατριχιάζει. Μέσ’ τα βαθύσκιωτα  τα δάση και τις απάτητες κορφές ζωντανεύουν οι σκιές των αρματολών και των κλεφτών. (…)Ο Εθνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός (Ε.Λ.Α.Σ.) οι  χιλιάδες αντάρτες των Ελληνικών βουνών που αντιμετωπίζουν τον καταχτητή, στέκουν ισάξιοι προς τους Τουρκομάχους προγόνους του 21 με μια διαφορά ότι έχουν πιο ξάστερη εθνική και κοινωνική συνείδηση(…)

Σκοπός μου όμως δεν είναι να διεκτραγωδήσω τα μαρτύρια της φυλής, μήτε να πλέξω το πανηγυρικό του λυτρωμού μας. Μήτε για ιερεμιάδες, μήτε για παράτες έχουμε καιρό.  Η ώρα είναι κρίσιμη. Ο κατακτητής έφυγε, οι σύμμαχοι του όμως μένουν. Κι’ ο ταπεινός αυτός εξώστης πρέπει να μεταβληθή σε βήμα πανύψηλο απ’ όπου ν’ ακουσθούν οι στεναγμοί και οι κατάρες ενός ολόκληρου λαού απ’ όπου ν’ αντιχήση το αδυσώπητο κατηγορώ του ταλαιπωρημένου γένους. Γιατί αν οι θεοί στην Ελλάδα δεν διψούν για αίμα, διψούν όμως οι τάφοι των αδικοσκοτωμένων, διψούν οι ακρωτηριασμένοι, οι ταλαιπωρημένοι πληθυσμοί, διψά η δικαιοσύνη  και προ παντός διψά η τυραγνισμένη η ματωμένη ψυχή του Έθνους και ζητά κάθαρση.

Ποιοι είναι αυτοί οι σύμμαχοι του ξένου που πρέπει την ιερή αυτή στιγμή να συγκεντρώσουν την προσοχή μας; Είναι πρώτα πρώτα οι πρόδρομοι της καταστροφής. Είναι αυτοί που προσπάθησαν να φέρουν ανάμεσά μας τα δαιμόνια του φασισμού πριν ξεχυθεί στην Ελλάδα  σαν καταχτητής. Είναι οι πρωτεργάτες και οι συνεργάτες της 4ης Αυγούστου(…) οι άνθρωποι αυτοί χωρίς εξαίρεση είναι ένοχοι απέναντι του Έθνους(…) είναι ένοχοι γιατί κατέλυσαν τις λαϊκές ελευθερίες και το σύνταγμα(…)γιατί έσπειραν τον χαφιεδισμό κι’ εκαλλιέργησαν τον ραγιαδισμό για ναύρη πανέτοιμο το έδαφος ο κατακτητής(…)Είναι ένοχοι γιατί άφησαν αχρησιμοποίητα τα εμπειροπόλεμα δημοκρατικά στελέχη για να χρησιμοποιήσουν σε υπεύθυνες θέσεις διευθαρμένους αυλοκόλακες, (…)Είναι ένοχοι γιατί παραδίδοντες στους διαδόχους των καταχτητές τες φυλακές και τα ερημονήσια γεμάτες από τα θύματά των, γεμάτες από αγωνιστές των λαϊκών ελευθεριών για να συνεχίσουν οι διάδοχοι τα βασανιστήρια των Σκυλακάκηδων και των Μανιατάκηδων (…)

Αδέρφια, αυτοί είναι οι άνθρωποι που άνοιξαν πρώτα πρώτα το δρόμο στο κατακτητή. Δε σκλαβωθήκαμε τον Απρίλη του ’41 μας είχαν βάλει τα σίδερα από τον Αύγουστο 1936.

Και έρχεται η σειρά των Πρωθυπουργών και των Υπουργών  και των ανωτέρων τιτλούχων της Χώρας την εποχή της Γερμανοκρατίας, των ονταρίων εκείνων που δέχθηκαν αν δεν επεδίωξαν να παίξουν το ρόλο του κυβερνήτη πάνω στο ματωμένο πτώμα της Ελλάδας. Οίστρος ακολασίας ενέπνεαν όλες των τες πράξεις. Απαίσιοι λειτουργοί , άκαρδοι και ασυνείδητοι ιεροφάντες μιας πολιτείας που δεν είχε τίποτα το ελληνικό, παρουσιάστηκαν δήμιοι και συνεργοί των δολοφόνων του Γ’ Ράιχ καλύπτοντας τα αίσχη και τα ανοσιουργήματα των με την πρόστυχη και υποκριτική διάθεση να περισώσουν τάχα ό,τι ακόμα υπολείπετο από το Ελληνικό Κράτος. Αλλά τι έμεινε εντιμώτατοι Κύριοι, στην Ελλάδα ύστερα από την πρωτοφανή βανδαλιστική επιδρομή των Γερμανών νάχει ανάγκη της κηδεμονίας σας; Τι άλλο της έμεινε από τη Τιμή; Και τη τιμή αυτή και τη δόξα αυτή που φτερούγιζε πάνω από τα ερείπια της καταστροφής που κάπνιζαν;  Την εξευτελίσατε την εχαντακώσατε αφού Έλληνες σεις δεχθήκατε, αν δεν επιδιώξατε να κρατάτε το σχοινί της κρεμάλας του Ελληνικού Λαού, αφού Έλληνες σεις δεχθήκατε ν’ αποστραγγίζεται τους αδελφούς σας για να τρέφετε τους δημίους του.

Και προχωρώ στην πλουτοκρατία τη προπολεμική και τη πλουτοκρατία που άνθισε και θέριεψε στα χρόνια της σκλαβιάς. Η πλουτοκρατία συμπολίτες την ώρα που οι συνάνθρωποί μας πέθαιναν σαν σκυλιά στους δρόμους και εποδοπατούντο από τις πρωσσικές μπότες η πλουτοκρατία λέγω έξω από ελάχιστες ελαχιστότατες φωτεινές εξαιρέσεις για να κάνει τες δουλίτσες της , για να πετυχαίνει τις αδειούλες της, άνοιγε τα μέγαρά της στους κατακτητές, μάζευε τις μοσχαναθρεμένες πεταλουδίτσες της και έδινε γεύματα και χορούς και πάρτυ. Πότε; Όταν και οι Μαγδαληνές ακόμα, ηρνούντο το αμαρτωλό κρεβάτι τους στο καταχτητή. Ήρτε η μαύρη δυστυχιά της σκλαβιάς για ν’ αποδείξη και στους τυφλούς ακόμα ότι το χρήμα δεν έχει πατρίδα. Κι αν αυτό ισχύει για τους πλουτοκράτες όλης της γης  για τους πλουτοκράτες της Λέσβου που εξακολουθούν να ζούν άπληστοι(…)  πρέπει να πεί κανείς  ότι δεν έχουν μήτε πατρίδα, μήτε τιμή, μήτε ανθρωπισμό.

Ζήτω το Έθνος.

Ζήτω οι μεγάλοι μας σύμμαχοι Αγγλία, Ρωσσία και Αμερική.

Ζήτω οι μεγάλοι αρχηγοί Τσώρτσιλ, Στάλιν, Ρούσβελτ.

Ζήτω η πανανθρώπινη Λευτεριά.»

(Σημ.  Ο Γιαλούρης Γ., δικηγόρος- ηγετικό στέλεχος του Αγροτικού κόμματος και ο μόνος αντιπρόσωπος της Ν.Ε  ΕΑΜ στην πόλη της Μυτιλήνης, αφού όλη η άλλη ηγεσία του ΕΑΜ βρίσκεται στην Αγ. Παρασκευή, όπου ήταν και η έδρα του ΕΑΜ το τελευταίο μήνα της κατοχής. Ο λόγος αυτός εκφωνήθηκε από τον εξώστη του Δημαρχείου στην πρώτη παλλαϊκή συγκέντρωση που διοργάνωσε η επιτροπή πόλης του ΕΑΜ την μέρα της απελευθέρωσης. Στην μεταδεκεμβριανή περίοδο θα είναι παρόν σ’ όλες τις δικές των στελεχών του ΕΑΜ , ως συνήγορος υπεράσπισης, τον Αύγουστο του 46 εξορίζεται και στα μέσα του 1947 πρέπει να «μετακόμισε» στην Αθήνα όπου και έζησε δικηγορώντας.»)