Είναι θαυμαστή η έφεση των Αγιασωτών στη σάτιρα. Ο στίχος ήταν τρόπος επικοινωνίας, βάλσαμο στις χαρές και στις λύπες, στις μπουνάτσες και στις φουρτούνες της κερατοζωής. Αχώριστος σύντροφος των παλικαριών ακόμα κι όταν νιώθανε καυτή την ανάσα του θανάτου στο κατόπι τους. Όπως τότε που πολεμούσαν στα Αλβανικά βουνά και γράφανε το έπος του ΟΧΙ ενάντια στους επίδοξους καταχτητές, ενάντια στον ιταλικό φασισμό του Μουσολίνι. Στις ανάπαυλες του πολέμου βρίσκανε το κουράγιο να αλληλογραφούν με τα αγαπημένα τους πρόσωπα, κάνοντας στίχο τις εμπειρίες τους και τα συναισθήματά τους. Ακολουθούν κάποια αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα αυτής της αλληλογραφίας που διέσωσε ο ανεπανάληπτος «Τρίβολος»:
Μη χουλιάγ’ς (του Στρατή Π. Αναστασέλη)
Μο χαρά είμι πάλι, γκ’μπάρι, πα στου μ’λάρ’ π’ μ’ δώκαν του κ’τσό
«Πίσου, δε φουβούμι, Χάρι, εμ δαγκάνου γω, εμ κλουτσώ!»
Πήρι του μυαλό μ’ αγέρα τσ’ ε ξέρου πλια χουρατά
παίζουμι γι’ Έλλην’ τ’ φλουγέρα τσι γι’ ουχτρός παθαίν’ χατά.
Μι του Μάνιχερ σ’μαρίζου τσ’ ούλου ρίχτου ντουμπλιδιές1
σα τα στάχια γω τ’ς θιρίζου τ’ς Ιταλοί τ’ς παλιαθρουπιές.
Άκ’σι παλαβάδα π’ τ’ν είχαν, μες σ’ν Ιλλάδα να μπλουχτούν!
Αμ πουλύ που του πιτύχαν. Στου γιαλό θα πιταχτούν!
(Τρίβολος. Α.Φ. 383/15-11-1940, σελ.1)
Γλωσσάρι:
1.ντουμπλιδιές: δυο απανωτοί πυροβολισμοί (γαλλ. duble = διπλός)
Ήρτι γι’ ώρα σ’ (Βασίλη Βαγιάνα)
Θα πα να πουλιμήσουμι ούλ’ μας, ιμκροί, μιγάλ’.
Εν είνι για να πάθουμι έφτα π’ πάθαν γοι Γάλλ’.
Τι κάτι γη Πατρίδα μας τσι δε μας προυσκαλεί!
Ε ντου ξέρ’ πους στου νύπνου μας βλέπουμι Ιταλοί!
Ούλ’ μας χακί θα βάλουμι, ιθιλουντές θα πάμι
τουν Ιταλών τα σβάραχνα σα τ’ς κάτις θα τα φάμι.
Καθιόν (μεις) δε δειλιάζουμι, ας είνι φτοι πουλλοί.
Ένας Έλληνας στρατιώτ’ς θέλ’ είκουσ’ Ιταλοί.
Πουλέμ’σι τσι θα πουλιμήσ’ Στρατός μας μι μανία
μες σ’ ένα μήνα κόντιψι να πάρ’ ούλ’ τ’ν Αλβανία.
Γιούργια φουνάζιν γοι φαντάρ’ τσι σα λ’σσαροί νταλντίζιν1
τσι γ’ Ιταλοί π’ του φόβου ντουν μπρουστά ντουν γουνατίζιν.
Γοι Έλλην’ πουλιμούν μι τ’ λόγχ’ τσι όχ’ μι τα κανόνια.
Έχ’ τσ’ Ιταλοί πουλιμιστές, αλλά στα μακαρόνια!
(Τρίβολος. Α.Φ. 388/3-1-1941, σελ.1)
Γλωσσάρι:
1.νταλντίζιν: επιτίθενται [ρ. νταλντίζου: ταλαντεύομαι (για υγρά), πονοκεφαλιάζω, χάνω την πνευματική μου ισορροπία (τούρκ. daldirmak ή dalmak = βυθίζομαι)]
Να ’χις ένα μάτ! (Στρατή Π. Αναστασέλη)
Μιγαλόχαρ’ έδιου φλάγ’ μας, παραστέκουντας στου πλάγ’ μας
τ’ν ώρα π’ σ’κώνουμι κανόνια, μες στα β’νά τσι μες στα χιόνια
τσι τα στήνουμι στ’ς Αγλιάδις, να ξιράσιν πας σ’ φουνιάδις
τ’ς Ιταλοί λυουμένου ατσάλ’, να ’ρτ’ σ’ τσιφάλ’ ντουν μαύρου χάλ’.
Προχτές πιάσα μουναχός ιμ – να, να μη χαρώ του φως ιμ –
τρεις έγιτγ’ μες σ’ ένα σπήλιου.
Ήνταν έξ’ τσ’ αντισταθήκαν, αμ σα τ’ς θέκα τ’ς τρεις στου ήλιου,
γι’ άλλ’ απάνου ντουν τα ποίκαν.
Ώστι γ’ αγαπ’τσή μ’ μι θ’μάτι τσ’ ίσαμι να ‘ρτου θα κάτι
αμ σα πέσου για τ’ Πατρίδα, θα πα α γέν’ καλουγριγιά!
Πε τ’ς μη χάσ’ πουτέ τ’ν ιλπίδα, γιατί φλάγ’ μι η Παναγιά.
Ταχιά τ’ν άλλ’ γω θα γυρίσου νικητής σ’ν Αγιάσου πίσου
τσι θα ποίσουμι χαρά τσι σα του Ρηνέλ’ μουρά.
(Τρίβολος. Α.Φ. 391/24-1-1941, σελ.1)
Ο Βαγιάνας στο Δελόγκο
(Ο Βασίλης Βαγιάνας από το Έμπεδο Μυτιλήνης όπου υπηρετούσε έστειλε στον καρνάβαλο των Σταυριωτών Στρατή Δελόγκο που βρίσκεται στο Αλβανικό μέτωπο ένα έμμετρο γράμμα, αποσπάσματα του οποίου παραθέτουμε)
Μάθε πως τα κορίτσια μας έχουν θλίψη μεγάλη
Αποκριές θα κάνουνε με δίχως καρναβάλι.
Όλες σε θυμηθήκανε κι όλες σ’ αναζητούνε
όπου με δούνε, φίλε μου, για σένανε ρωτούνε.
Γιατί λείπουνε στο στρατό
ο Στράτης ο Αναστασέλης μαζί με το Μιχάλη (σ.σ. Πασχαλιά).
Τις λέω να παρακαλούν να ‘ρθεις με το καλό
και τότες θα τις κάνουμε να χάσουν το μυαλό.
Άλλα δεν έχω, φίλε μου, τελείωσε το γράμμα
εύχομαι ως το Μάρτη πια να είμαστε αντάμα.
Απάντηση θα καρτερώ του φίλου μου του ασίκη
η Παναγιά αντάμα σας να φέρετε τη Νίκη.
Να μη τυχόν και βαρεθείς, φίλε, να μ’ απαντήσεις
γιατί να ξέρεις φθισικό θε να με καταντήσεις.
(Τρίβολος. Α.Φ. 393/7-2-1941, σελ.1)
Ο Μενέλαος Καμάτσος στέρνει κι αυτός τις συνεργασίες του στον “Τρίβολο”. Στο φύλλο 394/14-2-1941 βρίσκουμε ανάμεσα στ’ άλλα και τους παρακάτω επικούς στίχους για τον Έλληνα τσολιά, που μαρτυρούν τη σαρωτική διείσδυση του ελληνικού στρατού στην Αλβανία:
Τσουλιάς βγαίν’ τ’ νύχτα στου κλαδί, σα πιάσ’ τσι βγαίν’ του άστρου.
Μι ένα άλμα που θα κάν’ παγαίν’ στ’ Αργυρουκάστρου.
Σα πιει τ’ν αυγή κουμμάτ’ κουνιάκ, πιάν’ του τσιφάλι’ ιντ σούρα.
Ιγγυημέν’ ιπίθισ’ κάν’, βρίστσιτι μες στ’ Κλεισούρα.
Σα πιει καλά τσι μαστουρώσ’, τσι βάλ’ στου ντου ντ’ τ’ν Ιλέν’
ιφ’ όπλου λόγχ’ ιξόρμησ’ κάν’ τσι παίν’ του Τιπιλέν’.
Κάτι τσι ξικουράζιτι, στου ντου ντ’ βάζ’ τ’ν αρριβώνα
απί του Τιπιλέν’ πιτά τσι βρίστσιτι στ’ν Αυλώνα.
Σα πουρπατεί τρέμιν τα β’νά, τα χιόνια σακιντίζιν 1
άμα τουν δουν γοι Ιταλοί, προυστσέλις ούλ’ γυρίζιν.
Ακ’στά τουν είχαν του τσουλιά τσι θέλαν α τουν δουν
π’ τ’ν Αυλώνα τώρα σ’ θάλασσα π’ τ’ν αράδα ούλ’ ντουν π’δούν.
Γλωσσάρι:
1.σακιντίζιν: κάνουν πέρα (σακιντίζου: σέβομαι, παραχωρώ τη θέση μου από σεβασμό, μετακινούμαι για να περάσει κάποιος (τούρκ. saygi = υπόληψη, σεβασμός)
Παραθέτουμε άλλη μια απολαυστική πολεμική ανταπόκριση του Στρατή Π. Αναστασέλη που δημοσιεύει ο «Τρίβολος» στο υπ’ αριθμ. 396/28-2-1941 φύλλο του. Έχει τίτλο «Πιάσα τάνκςγια» (συνέλαβα άρματα μάχης !!!).
…Ποίκαμι προυχτές κάτ’ μάχις, ε ρε Τίν’, τα μάτια μ’ να ‘χεις!
Σα βρουχή πέφταν γ’ ουβίδις, που να σειέτι τ’ ουρταλίκ.1
Τ’ς Ιταλοί τ’ς παλιουκαπίδις 2 μες στου κάμπου να μαδίζιν
τσ’ ύστιρα να φουβιρίζιν, π’ς έχιν τσ’ άλλου καρσιλίκ.3
Ουλμουβόλα, πουλυβόλα, τανκς τσ’ απί μια μπασαδγιόλα
τσι λουγιώ λουγιώ ζ’ντιρ’κά 4, που τα βγάζουμι σταρκά.5
Μες στου κάμπου π’ λέγ’ς μας ποίκαν αντιπίθισ’ τσι φραθήκαν
τ’ πουνηριά τσι τ’ παλ’καριά μας τσι π’ς του λέγ’ πουλύ η καρδιά μας.
Τάνκσγια βάλαν για μπρουσνέλις 6, αμ τι πάθαν να ρουτήγ’ς,
μι του δίτσιου σ’ θ’ απουρήγ’ς.
Μεις πιτούσαμι γκουγκτζέλις 7 για χειρουβουμβίδις
γιατ’ εν είχαμι κουλάγια, μο αραβίδις….
Ένα τανκς σι μας γιουργιάρ’σι τσι μι του κανόν’ ιντ σμάρ’σι για να ρίξ’! Έδγιετς να δω, διάταξα του πριμηδό τσι χουσιά σι μια λακκούδα.
Σαν ήρτι πλια πρους ιμένα, ζύγιασά τουν πας στ’ γραγούδα
του σουφέρ ιντ , τσι στ’ καδένα κόλλ’σα τσι μι μιας μουντάρ’σα
μέσα τσι του τιμουνιάρ’σα….
Γι’ αύτου, σα του πιάσα, πήδα. Σα του γύρ’σα πα στ’ς φασίστις,
χόρτασα τ’ς σφαίρις τσ’ ουβίδα, σα να θέρ’ζουμ παλιαξίστις.8
Δε μ’ ρίξαν, γιατί θαρρούσαν π’ς ήμ’ Ταλιάνους τσ’ ίρχουμ’ πίσου
«Τώρ’, είπα, τι θα σας ποίσου».
Τσι γ’ ιχμάλουτ’ τ’ απουρούσαν, τίλουγια τα ξιτσιφάλ’σα
τσ’ ήβγα αθός 9 ‘πί τ’ς μάχ’ς τη πύρ’ 10
τσ’ απί τ’ς τρίχας του γιουφύρ’.
Τσαλαπάτιουμ’ τ’ς σα σταφύλια τσ’ έρ’χτουμ ντούρμα τα τουρπίλια
τσ’ ίλιγι μ’ ένας ‘ταλιάν’κα
«Κοντουτόρε, σπέτα, σπέτα!» 11
Τσ’ ίλιγου μ’ τ’ «Αλλού ρε πε τα
τσ’ ε μι κόφτ’ς μι τα κιρκλκάν’κα.» 12
Έδγιετς ξάφρισα καμπόσ’ τσι τ’ς άλλ’ πήγα τ’ς δέφτιρ’ δόσ’
στου μιγάλου μ’ του νταγή.13 Πέρασί μι στ’ διαταγή
π’ς είμι λέγ’ πουλύ γινναίους τσι κάνου ως τ’ν άκριγια του χρέους
γω στ’ Πατρίδα.
Τσ’ έχ’ του γούστου α πέσ’ στη κ’τάλα μ’ 14 κανέ αστρέλ’
τσι πα στ’ τσιφάλα μ’ καπιλέλ’ σα ζντιρουσίν’. 15
Αστρουφιτζιά πας στ’ν ιπουμίδα τσι να βλέπ’ς γκ’μπάρους να σύν’ μ’νιάτ’κου να ξιμαντατσάσ’, στου παναθυρέλ’ να τζιάσ’ 16…
Γλωσσάρι.
- ουρταλίκ: σύμπαν
- παλιουκαπήδις: παλιοελεεινοί, παλιοκλέφτες (με την έννοια ότι επιχείρησαν να αρπάξουν τη χώρα μας, τούρκ. kapis = άρπαγας)
- καρσιλίκ: εδώ έχει την έννοια της ύπαρξης και άλλων στρατιωτικών εφεδρειών, κυριολ. αντίκρισμα, χρηματική εγγύηση (τούρκ. karsilik = οικονομικό αντίκρισμα)
- ζ’ντιρ’κά: σιδερικά, όπλα
- σταρ’κά: τα κάνουν κόσκινο, τα γεμίζουν τρύπες [σ’ταρ’κό: κόσκινο σιταριού, από το σιτάρι > σταρ + ικό (κατάλ.)]
- μπρουσ’νέλις: μπροστάρηδες, προπομπούς [μπρουσ(τ)νέλα: αυτός που τίθεται επικεφαλής (μπρουστά + έλα (κατάλ.) ή κατά Ν. Ανδριώτη από το σλαβ. pre – stela με παρετυμολογική επίδραση του εμπρός]
- γκουγκτζέλις ή κουκτζέλις: κουκουνάρες [από το ιταλ. cucuzzo (= κωνική κορυφή, πυρήνας καρπού) + έλα (μεγεθυντική κατάλ.)]
- παλιαξίστις: άγριους θάμνους (παλιο + αξίστις = από το λατιν. Cistus πρώτο συνθετικό της επιστημονικής ονομασίας των δυο ειδών του θαμνώδους αυτού φυτού, Cistus incanus και Cistus Saevifolius)
- αθός: ανέπαφος, σώος (άνθος > άθος > αθός)
- πύρ’: φωτιά (από την πυρά)
- Κοντουτόρε, σπέτα, σπέτα: Οδηγέ, σταμάτα!
- κιρκλκάν’κα: με μαλαγανιές (κιρκλκάν’ς = αυτός που παραβαίνει το λόγο του, ανυπόληπτος – αγνώστου ετύμου)
- νταγή: στρατιωτικό αρχηγό (νταγής ή νταής: παλικαράς, από το τούρκ. dayi = παλικαράς, θείος από μητέρα)
- κ’τάλα: στον ώμο μου (μεσν. κουτάλα > κτάλα, μεγεθ. τύπος του κουτάλι < αρχ. σκυτάλη)
- ζ’ντιρουσίν’: σιδερένιο ταψί για γλυκά φούρνου (λέξη υβρίδιο: σίδηρος + τούρκ. sini = ταψί)
- στου παναθυρέλ’ να τζιάσ’: ν’ αράξει στη θυρίδα του Δημόσιου Ταμείου (με την ευρύτερη έννοια: να καταλάβει μόνιμη θέση στο Δημόσιο)
Θα κλείσουμε την αναφορά αυτή στις συνεργασίες από το Μέτωπο μ’ ένα στιχούργημα του Μιχάλη Πασχαλιά που το έγραψε την Καθαρή Δευτέρα του 1941 υπό τους κρότους των πυροβόλων, νοσταλγώντας το Καρναβάλι της Πατρίδας του. Δεν είναι στην Αγιασώτικη ντοπιολαλιά, είναι όμως πολύ όμορφο σαν σύλληψη.
Το πρακτορείο Στέφανι ανήγγειλε και πάλι
στη Ρώμη πως γιορτάστηκε και χτες το Καρναβάλι.
Ήταν Αρχικαρνάβαλος ο τρομερός Μπενίτο
στο άρμα του καθήμενος πολύ συνεκινείτο.
Βλέποντας την παρέλαση τόσων ανδρών γελοίων
από τα γέλια εσείετο η γης εκ θεμελίων.
Στο άρμα επάνω ήτανε οι Γκράτσηδες κι οι Τσιάνοι
Πράσκα, Σοντού, Μπατόλιο, Ντε Μπόνο, Γκρατσιάνι.
Ο Καναβιάρι ο ναύαρχος και ο πολύς Σταράτσι
κι άλλοι πολλοί επίσημοι καθώς κι ο Φαρινάτσι.
Παρήλαυναν τα Σώματα κατά ιεραρχίες
Βερσαλιέροι πέρασαν και άλλες μεραρχίες.
Πέρασαν της Βενέτσια, της Τζούλια και οι Λύκοι
που ήτανε πανόραμα, σωστό μασκαριλίκι.
Αλπίνι, Κένταυροι, Λαγοί, ατέλιωτες αράδες
κι άλλοι πολλοί περνούσανε μπροστά του μασκαράδες.
Στα χέρια εκρατούσανε όλοι τους από ένα
και στο κοινό τα δείχνανε σώβρακα λερωμένα.
Περνούν μελανοχίτωνες κι όλο τους καμαρώνει
κι όλο γραμμή περνούσανε φασίστες δολοφόνοι.
Αεροπόροι πέρασαν καβάλα πάνω στ’ άρματα
ο Μπρούνο κι ο Βενέτο του, τα δυο γνωστά καθάρματα.
Έτσι εσχηματίστηκε τριγύρω του ένας γύρος
και άρχισε να εκφωνεί της καρπαζιάς ο ήρως.
Σαν άρχισε το λόγο του με βρυχηθμούς ως λέων
εστράφη προς τις στρατιές των τόσων πειναλέων
κι απηύθυνε χαιρετισμό για τη μεγάλη νίκη
λέγοντας «Δόξα και τιμή μεγάλη μας ανήκει.
Φέρατε νίκης τρόπαια από την Αλβανία
απ’ τη Βεγγάζη, το Τομπρούκ και την Αβυσσηνία.
Καθώς γνωρίζω, δώσατε μάθημα στην Αγγλία
τους διώξατε απ’ το Σουδάν κι από τη Σομαλία.
Σε λίγο σεις κατακτητές θα ‘στε στον κόσμο όλο
μαζί με τον υπέρλαμπρο κι αήττητό μας στόλο.
Θαλασσοφάγοι είμαστε, τους κάναμε άνω κάτω
και τώρα τα καράβια μας κυριαρχούν στον πάτο.
Κυρίαρχοι απόλυτοι είμαστε στον αέρα
και τα αεροπλάνα μας πάντοτε, νύχτα μέρα,
προβαίνουν σε βομβαρδισμούς και έχουμε ως λεία
τους άμαχους, τις Εκκλησιές καθώς και τα Σχολεία…»
Το λόγο του διέκοψε μία πομπή μεγάλη
γιατί περνούσε του Λαού το μέγα Καρναβάλι.
Μπροστά γυναίκες πέρναγαν, φαινόταν πονεμένες
ήτανε όλες πελιδνές και μαυροφορεμένες.
Ξεμαλλιασμένη σήκωναν στα χέρια μια κυρία
παρίστανε αναίσθητη την Αυτοκρατορία.
Άλλες γυναίκες έφεραν αντί λάβαρα, σκούπες
κι άλλες σωρούς μετέφεραν σάπιες λεμονοκούπες.
Τότες ο όχλος φώναξε πως έφταξε η μέρα
κι όλοι μαζί με μια φωνή, φωνάζοντας «αέρα»,
σκούπες και λεμονόκουπες πετούσαν στο κεφάλι του
γι’ αυτό και τέλος άδοξο είχε το καρναβάλι του.
Έτσι ο Ιταλικός Λαός μέσα σε λίγη ώρα
από τη χώρα σκόρπισε του Ντούτσε την καμόρα.
Τώρα ο Ντούτσε με τρελούς κλεισμένος σε μια βίλα
φωνάζει πως τον κυνηγούν «η … τσαρουχοαρβίλα».