Η διαχρονική λιτότητα του ελληνικού λαού

μέσα από το Αγιασώτικο Καρναβάλι

Με τον όρο «λιτότητα» χαρακτηρίζουμε τη μορφή της οικονομικής πολιτικής, η οποία, με την επίκληση της ύφεσης, περιορίζει τις ανάγκες και τις λιγότερο αναγκαίες δαπάνες του αστικού κράτους, με σκοπό τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, τη σταθεροποίηση και την ανάκαμψη της οικονομίας. Η πολιτική της λιτότητας, την οποία δοκιμάζει από πολύ παλιά ο ελληνικός λαός, έχει συνδεθεί περισσότερο με τα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα των κυβερνήσεων του δικομματισμού των τελευταίων δεκαετιών, που έπληξαν και εξακολουθούν να πλήττουν μονόπλευρα τα φτωχά λαϊκά στρώματα και τους μικρομεσαίους.

Ο καρνάβαλος είναι κατά βάθος τραγικό πρόσωπο. Προσπαθεί να αντεπεξέλθει στα ανελέητα χτυπήματα της «μοίρας» του, διακωμωδώντας τα ίδια τα δεινά του, έτσι ώστε να αντλεί ψυχική δύναμη και να επιβιώνει. Η μοναδική αγιασώτικη καρναβαλική σάτιρα βρίθει κυριολεκτικά από τέτοιες αναφορές στην πολιτική λιτότητας και στα δυσάρεστα αποτελέσματά της. Ανθολογήσαμε για σήμερα κάποιους σχετικούς στίχους.

Η φωτογραφία είναι από την καρναβαλική κηδεία (1977) με τον αείμνηστο Στρατή Αϊβαλιώτη ή Φασούλα στο ρόλο του νεκρού.

(Κουρσάροι, 1970)

Φέτου είστι για κλιάματα, γ’ ιλιές που ήνταν λίγις

γι’ αυτό φινόστι ούλ’ ζαλ’σμέν’ σα ντρουμπαρ’σμένις1 μύγις.

Πάντα, άμα σας πιάν’ κισίρ4, απί καρσί γνουρ’ζόστι

τα χείλια σας κριμάσιτι τσι σα βόδια σκιβγόστι.

Απί τ’ νήστεια που πιρνάτι, σ’ ούλ’ κουπήκαν γοι ουρμές σας

φάγι-φάγι λαχανίδις, πράσ’νις βγαίνιν γοι πουρδές σας.

 

(Συνδιάσκεψη Κορυφής, 1973)

’Κατό δραχμές έχ’ του κριγιάς τσ’ ουγδόντα ’χιν τα ψάρια

απί τα πρόπερσ’ τ’ς Παναγιάς έχου να φάγου π’τάρια.

Έχ’ τσι κριγιάς τ’ς Αργιντινής, τιτράπαχου, σπουδαίου,

π’ του τρως τσι πας τσι κάθισι ούλ’ μέρα στ’ αναγκαίου2.

 

(Κλήδουνας, 1976)

-’Πού μέσα ’πί του κλήδουνα μια λίτ’σσα ’βγι κλαδούρα

θα δ’λέψ’ φουρούμι πα στ’ αυτιά έφ’νου τ’ Παπαληγούρα3.

– Γιατί φτος είνι γ’ ιτία τσι του λάδ’ είνι πιφτμένου

δε ντουν λάδουσι νουνός ιντ, γι’ αύτου το ’χ’ κακουπαρμένου.

Για τιμουρία πα στ’ αυτιά ντ’ μαντάτσια πρέπ’ α τ’ θέσιν

να δει πους, λάδ’ σα δε ντ’ αλείψ’ς, δε πρόκειτι να πέσιν.

 

(Αγιατολάχ Χομεϊνί – Η δίκη του Σάχη, 1980)

Τ’ς Ιλλάδας του πληθουρισμό καλπάζουσα τουν πιάσι

του χ’λιάρ’κου τα μηδινικά ντ’ τσι τα τριγιά τα χάσι.

Τσι γω τα χάσα τα τριγιά μ’, κανένα δεν απ’κάζου4

πάγου να κάνου του νιρό μ’ τσι λάθους, άλλου βγάζου.

 

(Δέκα πληγές αγιάτριφτις, 1980)

Σαμάρια πάλι ιτοιμάζ’ γιου Μητσουτάκ’ς σ’ν Αθήνα

άραγις θα κρατήσ’ κανέ τσι για τ’ν ιστσή ντ’ τ’ κατίνα;

Άκαρου5 εν έχ’ κανές σας, φάγι – φάγι χλουρασιά6

ε πειράζ’, μνημόρια ποίτσι Τίν’ς του Τζίν’ μες σ’ Πιρασιά7.

 

(Οι τρεις καμπαλέρος, 1981)

Γεια σας Αγιασώτις φίλ’ ιμ, που ’στι κουρνταβάσ’8 βγαλμέν’

του τιμάριθμου ζ’ντηράτι9 τσ’ είστι στραβουλιμιασμέν’;

Γιου τιμάριθμους αψήλ’νι, τσακ τουν ουρανό θα φτάξ’

μάτια αθρουπιού προυβλέπου σαν αβγά να τα πιτάξ’.

Σουστά σκιφτήκαν του πιντάρ’ να πήσιν σιδιρένιου

γιατί αγέρας του ’πιρνι τ’ άλλου που ’νταν χαρτένιου.

 

(Γη Σφίγγα, 1986)

(ενόψει της επικείμενης αύξησης της τιμής του καφέ)

Γω έκουψά τουν του καφέ τσι δε στινουχουριόμι

τατσίζου καστανόχουμα, πίνου τσι παρ’γουριόμι.

 

(Ο Σαντάμ στο ΣιΕνΕν στης Αγιάσου, 1991)

Του κριγιάς που του ακρίβ’νι σκέφ’τσι να σας προυστατέψ’

τ’ χουληστιρίν’ σας φαίνιτι θέλ’σι να λιγουστέψ’.

 

(Τα Νιντζάκια, 1992)

Φαίνιτι γη λιτότητα σένα πους δε σι πιάσι

γιατί γιου κόσμους ’π’ ν αχαμνιά τσι τ’ν απαυτή ντ’ τνη χάσι.

Εμ έγιουτ’ γη λιτότητα κουντεύ’ να μι ξικάν’

δεν έχου δύναμ’ να σφιχτώ, σα κάτσου πα σ’ λικάν’.

Του στσύλου πο ’χ’ γιου γείτουνας γω τώρα καλουπιάνου

γιατί ιμ φαίνιτι Λαμπρή ότι μι φτον θα κάνου!

 

(Σατανιστές, 1994)

Τώρα π’ ακρίβ’νι του τυρί, ασβέστ’ θα πά’ να ψ’νίζου

σουσούμιασί μι να μι δεις α κατουρώ τσ’ α χρίζου.

Μακαρόνια σπαγκετίνι τα μουρά μ’ γω τα ταγίζου

τσ’ άμα πάν’ στου αναγκαίου, σπάγκου πάγου τσι κ’βαρίζου.

 

(Αλή Πασάς, 1998)

Του λάδ’ μας ούλου βγάλαντου, μηδί στρατζιά10 εν αφήσαν

μας ρίξαν μες σ’ ένα λιουτρίβ’, μας ζ’λήξαν, μας ξιζ’μήσαν.

Τζουμάκας είνι στα μπασκιά11 τσι στα λαβάλ’ γιου Γιάννους12

τσι έφτους κουντουζγούπ’ς, γιου Δρυς, ουξιμιτρά ρουφιάνους.

 

(Μιλένιουμ, 2000)

Ε φτάν’ πόχ’ κισίρ γιου λιώνας τσι του λάδ’ εν έχ’ τιμή

τώρα π’ κόψαν τ’ν ιπιδότησ’, κόσμους πια εν έχ’ δραχμή.

Σημίτ’ς έλ’σι του πρόβλημα μια μέρα σάμπου κάθ’ντουν.

Τ’ς ιλιές πο ’χ’ σ’ μούρη ντ’ θαν αλέσ’ τσι θα μας δώσ’ του λάδ’ ντουν!

 

(Μακακιστάν, 2008)

Ξιζούμ’σι μας Αλουγουσκούφ’ς, μας έστυψι Μπασιάκους

τσι ζαρουμένις μοιάζουμι ιλιές που τ’ς δώτσι δάκους.

 

(Βατοπεδίου το ανάγνωσμα, 2009)

Τσι γω απί τ’ λιτότητα δε ξέρου τι να κάνου

αφού δεν έχου άκαρου, παραστανιό πια κλάνου.

Γη κρίσ’ σας δώτσι μες σ’ν ακ’γή13 τσι χάσατι τ’ θουριά σας

γιου ντάου τζόουνς έπισι άνταφα στα μιριά σας.

Βουτιά ποίτσι γη μιτουχή ντ’, είνι μπατιριμένους

τσ’ ούλου του χρόνου έγιουτου θα κάθιτι μπρουμ’τ’σμένους.

Γλωσσάρι:

1:  φλιταρισμένες. 2: τουαλέτα, αποχωρητήριο. 3: Την περίοδο 1974-1977, επί κυβερνήσεως Ν.Δ., Υφυπουργός Συντονισμού ήταν ο Παναγιώτης Παπαληγούρας, αρμόδιος για την τιμή του λαδιού. 4: αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση. 5: δύναμη. 6: χλωρή ζωοτροφή, πρασινάδα. 7: η περιοχή της Αγιάσου όπου βρίσκεται το νεκροταφείο της. 8: αχρηστευμένοι. 9: παρατηρείτε. 10: σταγόνα. 11: πιεστήριο ελαιοτριβείου. 12: Γιάννος Παπαντωνίου, τότε υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών. 13: σας έπληξε οδυνηρά.