Παναγιώτης Σαμάρας. Εκπαιδευτικός, Ιστοριογράφος και Λαογράφος της Λέσβου. Η μαρτυρία του από τις Φυλακές Χαϊδαρίου κατά τη ναζιστική κατοχή.

Παναγιώτης Σαμάρας (1906-1985)

Φέτος με αφορμή το 2° Λουτραγώτικο Αντάμωμα θελήσαμε, ανάμεσα στα άλλα, να τυπώσουμε και το φυλλάδιο αυτό σαν έναν ελάχιστο φόρο τιμής σε έναν μεγάλο Δάσκαλο που είχε καταγωγή από τα Λουτρά μας. Είναι ο Παναγιώτης I. Σαμάρας που άφησε έντονο το αποτύπωμά του στην εκπαίδευση και την πολιτιστική ζωή του νησιού μας.

Ο Παναγιώτης Σαμάρας είδε το φώς της ζωής στα Λουτρά κι έφυγε για τη Μυτιλήνη με την οικογένεια του όταν ήταν ακόμα πολύ μικρός. Ερχόταν συχνά στο χωριό και καυχιόταν για την Λουτραγώτικη καταγωγή του και τους Λουτραγώτες μαθητές του. Του άρεσε πολύ να πίνει το ρακί του στη Σκάλα Λουτρών μαζί με αγαπημένους του φίλους και συχνά διηγιόταν πώς ψάρευε μικρός με αυτοσχέδιους καλαθένιους κύρτους στο Ακόθ.

Γεννήθηκε το 1906 σε φτωχή οικογένεια και πάλεψε πολύ σκληρά για να μπορέσει να πετύχει τους στόχους και τα όνειρά του. Σπούδασε φιλολογία στο, μοναδικό τότε, Πανεπιστήμιο Αθηνών κοντά σε σπουδαίους καθηγητές. Μόλις πήρε το πτυχίο του διορίστηκε καθηγητής στη Β. Ελλάδα όπου και γνώρισε την μετέπειτα σύζυγό του Βέτα. Σύντομα μετατέθηκε στη Μυτιλήνη και συνέδεσε τη ζωή του μόνιμα με το νησί, μέχρι τη συνταξιοδότησή του, εκτός από το μικρό διάστημα που δίδαξε στο ελληνικό Γυμνάσιο του Χαρτούμ, αμέσως μετά την απελευθέρωση της χώρας από τους Γερμανοϊταλούς.

Άψογος και με υποδειγματική ευσυνειδησία στα εκπαιδευτικά του καθήκοντα, με τρόπο διδασκαλίας ζωντανό και γλαφυρό, κέρδισε τη θέση του ανάμεσα στους μεγάλους Λέσβιους εκπαιδευτικούς και κέρδισε δίκαια τον τιμητικό τίτλο Δάσκαλος1.

Μεγάλη ήταν η χαρά του όταν τον σταματούσαν παλιοί μαθητές του ύστερα από πολλά χρόνια για να τον χαιρετίσουν. Του έδιναν έτσι την ευκαιρία να δοκιμάσει την οξύτατη μνήμη του, για την οποία δικαίως καμάρωνε, όταν αράδιαζε το όνομα του μαθητή, το χωριό καταγωγής του και το έτος αποφοίτησής του από το Γυμνάσιο.

Η μεγάλη αγάπη για τον τόπο του τον οδήγησε στη συστηματική συγκέντρωση, μελέτη και επεξεργασία στοιχείων για την ιστορία της Μυτιλήνης. Στο αρχείο του συμπεριλαμβάνονται πολλά βιβλία, μελέτες, άρθρα και διαλέξεις για την εκπαίδευση, την τοπογραφία, τα ιστορικά πρόσωπα, τα κτίσματα, τα ήθη και τα έθιμα του νησιού.

Η παρουσία του ήταν έντονη και στην κοινωνική ζωή του νησιού. Δεν δίστασε να δηλώσει την αντίθεσή του με την εισβολή και κατοχή της πατρίδας μας από τους Γερμανούς με αποτέλεσμα να συλληφθεί, να φυλακιστεί στα φρικτά κρατητήρια της οδού Μέρλιν και στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Βγήκε σωματικά τσακισμένος αλλά με το πνεύμα αγέρωχο και περιέγραψε τις εμπειρίες του στο βιβλίο του «ΜΕΡΛΙΝ – ΧΑΪΔΑΡΙ ΜΠΛΟΚ 15» και πρωτοστάτησε στην ίδρυση συλλόγου φυλακισθέντων και παθόντων από τους κατακτητές.

Ένα μεγάλο μέρος της σημαντικής του πορείας διήνυσε μέσα στην Εταιρεία Λεσβιακών Μελετών. Μπήκε το 1966 ως αντιπρόεδρός και το 1972 εκλέχτηκε πρόεδρός της και παρέμεινε στη θέση αυτή μέχρι και τον θάνατό του το 1985. Στη διάρκεια της εκεί θητείας του τόνωσε το εκδοτικό έργο της Εταιρείας, οργάνωσε διαλέξεις με διάφορα θέματα και εξορμήσεις στην ύπαιθρο για την καταγραφή, οργάνωση και κατάταξη κάθε είδους υλικού που κινδύνευε να χαθεί. Έθεσε τις βάσεις για την δημιουργία στην Εταιρεία Λεσβιακής Βιβλιοθήκης κι ακόμα με την άμεση καθοδήγησή του οργανώθηκαν: 1) Έκθεση λεσβιακού βιβλίου και εντύπου και 2) Έκθεση ιστορικής φωτογραφίας.

Στη διάρκεια της προεδρίας του η ΕΛΜ κατόρθωσε να αποκτήσει ευπρόσωπη ιδιόκτητη στέγη. Μέχρι τότε στεγαζόταν σε διάφορα ακατάλληλα κτίρια με αποτέλεσμα να υφίστανται ανεπανόρθωτες φθορές τα βιβλία και τα αρχεία της από τις βροχές και τις συνεχείς μετακινήσεις. Αυστηρός και προσεκτικός στις επιλογές του ως πρόεδρος προτιμούσε να στερήσει την Εταιρεία από γενναία οικονομική ενίσχυση, παρά να την εκτρέπει από τους καθαρά επιστημονικούς της σκοπούς, όπως εκείνος τους εννοούσε. Και στη στάση του αυτή ο αείμνηστος “Δάσκαλος’ δεν δίσταζε να έλθει σε προσωπικές αντιθέσεις με πρόσωπα αγαπητά και με όλους όσους χαρακτήριζε «εμπόρους των γραμμάτων»

Η προσωπική ζωή του Παναγιώτη Σαμάρα σημαδεύτηκε από πολλά τραγικά γεγονότα. Το πρώτο ήταν ο θάνατος, σε νεαρή ηλικία, του αδερφού του Μιχάλη, που είχε διακριθεί στην Νομική Σχολή, από μια τούβλινη κορνίζα που αποκολλήθηκε από κτίριο στην οδό Πανεπιστημίου στην Αθήνα και τον χτύπησε στο κεφάλι. Ο νεότερος αδερφός του Μανώλης, που δούλευε τυπογράφος στη «Σάλπιγγα», διάβασε τυχαία το χειρόγραφο με την είδηση του θανάτου του αδερφού του, σωριάστηκε αναίσθητος και στην ουσία ποτέ δεν συνήλθε από το σοκ μέχρι που πέθανε σε νευρολογική κλινική της Αθήνας. Ακολούθησαν ο θάνατος του πατέρα του, σε λίγες μέρες και αυτός της μητέρας του, η δική του φυλάκιση στο Χαϊδάρι από τους Γερμανούς και ο θάνατος του μικρότερου αδερφού του Θεόδωρου από αδέσποτη σφαίρα στην Αθήνα.

Το τραγικότερο όμως γεγονός στη ζωή του Π. Σαμάρα ήταν ο θάνατος της μοναχοκόρης του Ζωρζέττας. Τον Φεβρουάριο του 1952 η άτυχη κοπέλα σκοτώθηκε όταν τυχαία γλίστρησε στα βράχια της Φλορίντας. Τα δημοσιεύματα της εποχής δείχνουν το πόσο συγκλονίστηκε σύσσωμη η κοινωνία της Μυτιλήνης.

Από τότε και μέχρι τον θάνατό του, χωρίς ποτέ να κάνει λόγο σε κανέναν, με τη δικαιολογία ότι πάει σε μια δουλειά, οι πιστοί οδηγοί ταξί τον πήγαιναν στο νεκροταφείο της Χρυσομαλλούσας για να αποθέσει λίγα λουλούδια, συνήθως κόκκινα γαρύφαλλα, στον τάφο της κόρης του. Το ότι τον περίμεναν υπομονετικά, για να τον πάνε πίσω στο στέκι του, ήταν για τον Δάσκαλο απόδειξη κατανόησης και συμπάθειας στον πόνο του.

Όλα τα γεγονότα αυτά ο Σαμάρας τα αντιμετώπιζε με στωικότητα, καρτερία, γαλήνη, αξιοπρέπεια, εμποτισμένος από βαθειά χριστιανική πίστη και φιλοσοφική διάθεση. Διέξοδο έβρισκε στις πνευματικές του ενασχολήσεις, στην ιστορία της Παλιάς Μυτιλήνης με τις εκκλησίες και τα τζαμιά της, τους μυντιλήδες και τα τσαμλίκια της, τα σουτερέζια και τις βρύσες της, που φανταζόταν ότι περιμένουν πάντα να ξεδιψάσουν τους κουρασμένους καβαλάρηδες που κατέβαιναν από την Ουτζά ή τη Πάφλα-Καπού πάνω στα περήφανα άτια τους όπως τα έζησε παιδί στο Νιο Χωριό.

Όλες αυτές οι πονετικές εμπειρίες συνέβαλλαν ίσως στη διαμόρφωση μιας δύσκολης και ιδιόμορφης προσωπικότητας. Σύχναζε σε ορισμένα στέκια, καθόταν πάντα στην ίδια θέση και είχε το δικό του γνώριμο ακροατήριο, που τον άκουγε και τον εκτιμούσε. Επιθυμούσε εξυπηρέτηση αποκλειστικά από δύο συγκεκριμένους οδηγούς ταξί και μπορεί να περίμενε ώρα, φορτωμένος, κάτω από ήλιο και βροχή ή μέσα στο κρύο μέχρι να εμφανιστούν και να τον εξυπηρετήσουν αγνοώντας τους άλλους οδηγούς και τα διαθέσιμα αυτοκίνητα.

Την αλληλογραφία του την αντιμετώπιζε εντελώς ανορθόδοξα, ξεχωρίζοντας τα γράμματα που είχαν ενδιαφέρον από το όνομα του αποστολέα. Ιδιαίτερα δύσκολος στις αλληλεπιδράσεις του με τους γύρω του οδηγείτο συχνά στην απόλυτη άρνηση συνεργασίας και συνεννόησης ιδιαίτερα με κάθε ξένο (μη Μυτιληνιό) που εκδήλωνε επιθυμία να ασχοληθεί με θέματα που αφορούσαν το νησί και ζητούσε τη βοήθεια της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών.

Έφυγε από τη ζωή χωρίς να μπορέσει να ολοκληρώσει το έργο του, όπως τουλάχιστον εκείνος επιθυμούσε. Άφησε πίσω του πλούσιο αρχείο με σημειώσεις από παλιούς κώδικες που είχε συλλέξει με όλους τους δυνατούς τρόπους και από προσωπικές μαρτυρίες και αναμνήσεις παλαιοτέρων του. Το έργο του και τα αρχεία του μπορούν να αποτελέσουν βάση παραπέρα έρευνα στην ιστορία της Λέσβου.

Το επιστημονικό του έργο και η εν γένει προσφορά του, που τον είχαν καταστήσει μια σεβαστή προσωπικότητα της πνευματικής Μυτιλήνης θα μείνουν στη μνήμη των επερχόμενων και αποτελούν πρόσκληση για τη συνέχιση τους με την ίδια αγάπη για τον τόπο μας.

Στοιχεία για την βιογραφία του αντλήσαμε από την Έκδοση του Υπουργείου Αιγαίου του 2002 «Αφιέρωμα στον Παναγή I. Σαμάρα» με την φροντίδα της Συντακτικής Επιτροπής του Παιδαγωγικού Βήματος Αιγαίου, καθώς και από τον επικήδειο λόγο του κ. Παύλου Βλάχου.

Πίνακας ιστορικών και φιλολογικών μελετών Παναγιώτη I. Σαμάρα

  1. Επιδρομές στη Λέσβο – Μυτιλήνη 1934
  2. Συμβολή στην ιστορία του Ελληνικού Σχολείου της Ιεράς Μονής Λειμώνος- Μυτιλήνη 1935
  3. Ανέκδοτα τραγούδια Δ.Ν. Βερναρδάκη – Μυτιλήνη 1935
  4. Η εκπαίδευση στην τουρκοκρατούμενη Μυτιλήνη – Μυτιλήνη 1938
  5. Οι Κουλαξίδες – Μυτιλήνη 1946
  6. Τοπωνυμικά Λέσβου – Μυτιλήνη 1947
  7. Ο Χασάν Πασάς Τζεζάερλη – Μυτιλήνη 1947
  8. Η εκπαίδευση στη Λέσβο – Μυτιλήνη 1948
  9. Ο Μητροπολίτης Μυτιλήνης Μελέτιος – Μυτιλήνη 1950
  10. «Νεοελληνικά αναγνώσματα» Δια την Β’ τάξιν των εξαταξίων Γυμνασίων. Α’ Βραβείον Υπουργείου Παιδείας – Αθήνα 1950
  11. Λεσβιακόν Ημερολόγιον 1950. Τόμος Α’-Μυτιλήνη 1950
  12. «Το μπλοκ 15» – Χρονικόν Κατοχής – Μυτιλήνη 1950 13.0 Χασάν Πασάς Τζεζάερλη, Β’ έκδοση – Μυτιλήνη 1952
  13. Λεσβιακή Λαογραφία – Ανάτυπο – Μυτιλήνη 1954
  14. Λεσβιακόν Ημερολόγιον 1954. Τόμος Α’- Μυτιλήνη 1954
  15. Λεσβιακόν Ημερολόγιον 1956. Τόμος Α’- Μυτιλήνη 1956
  16. Λεσβιακόν Ημερολόγιον 1958. Τόμος Α’- Μυτιλήνη 1958
  17. Μουσουλμανικά Τεμένη και ευκτήρια της Μυτιλήνης-Αθήνα 1979
  18. Μυντιλήδες-Μυτιλήνη 1979

Πλήθος επίσης εργασιών του έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και περιοδικά από το 1929 μέχρι και το 1978.

Απόσπασμα από τη μαρτυρία του Παναγιώτη Σαμάρα

Από το έργο “Το Μπλοκ 15 – Χρονικόν Κατοχής”       (Μυτιλήνη 1950)

ΧΑΙΔΑΡΙ ΜΠΛΟΚ 15

Κ’ οι μέρες κυλούσαν αργά κ’ οί ώρες μας φαίνονταν χρόνια. Πόσο αργεί, αλήθεια, η ώρα στη φυλακή! Μια μέρα στη φυλακή ήταν για μας ένας αιώνας, μια ζωή. Κάθε πρωί γεννιούμασταν, κάθε βράδυ πεθαίναμε. Το πρωί το κορμί ξυπνούσε φρέσκο και λαφρύ. Θαρρείς πώς ξανάνιωνε. Το βράδι γίνονταν πτώμα.

Αλήθεια γιατί στη φυλακή, το βράδυ σκεβρώνει και βαραίνει τόσο το κορμί; Η ψυ­χή λεύτερη και δυνατή αντέχει πιότερο, αντιδρά και του δίνει κουράγιο μ’ αυτό τίπο­τα, ούτε θέλει ούτε μπορεί ν’ ακούσει. Βαριέται και να κινηθεί. Σαν γερασμένο ψωριάρικο και πληγιασμένο άλογο περιμένει μοιρολατρικά το θάνατο σαν λυτρωτή.

Έξω ο κόσμος μια φορά ζει και μια φορά πεθαίνει στη ζωή του. Εκεί μέσα τα πιο πολλά μερόνυχτα οι μελλοθάνατοι χίλιες φορές ζούσαν και χίλιες φορές πέθαιναν. Τό­σο πολλές ήταν οι διαδοχικές μεταπτώσεις τους, απ’ τη χαρά στη λύπη, απ’ την ελπίδα στην απογοήτευση. Εκεί μέσα ένιωθε καθένας κάθε ώρα, κάθε στιγμή τα βάσανα της μαύρης, της πικρής σκλαβιάς και την αξία και τη γλύκα της έξω της ελεύθερης ζωής. Και το μαρτύριο συνεχιζόταν ως πού κάποιο βράδυ έσβηναν όλα για πάντα.

Πόσο αλήθεια μικρό πράγμα είναι η ζωή και πόσο ασήμαντος ο θάνατος…Και πόσο εύκολα εξοικειώνεται κανένας και με τα δυο…

Τα βράδια μας ήταν πάντα βαριά, σιωπηλά και θλιμμένα. Μόλις έπεφτε ο ήλιος ένας αέρας ανήσυχος και βαρύς, σκορπίζονταν στη μουχλιασμένη μας ατμόσφαιρα, και μια βαθειά σιωπή βασίλευε μέσα στο κελί. Όλοι σωπαίνανε. Μήτε αναπνοή δεν ακουγόταν. Ένα αλλόκοτο βάρος, μια βαριά πλάκα αγωνίας πλάκωνε τα στήθια μας.

Σκοτείνιαζε, κ’ η ώρα της κλούβας πλησίαζε. Τέτοια ώρα συνήθιζαν τις τελευταίες μέρες να παίρνουν τους κατάδικους για την εκτέλεση. Το τι αισθανόμαστε αυτές τις ώρες είνε αδύνατο να περιγράφει. Νιώθαμε τέτοια ώρα κάθε βράδυ, το φόβο του θανά­του, πού φτερούγιζε άγριος κι απειλητικός πάνω απ’ τα κεφάλια μας, ανάκατο μένα ακαθόριστο ηδονικό μούδιασμα του κορμιού κι αισθανόμαστε ένα άγνωστο ως τώρα και παράξενο ηδονισμό να πλημμυρά το πονεμένο είναι μας. Και μια απαίσια σκέψη, ένα εφιαλτικό ρώτημα, στριφογύριζε διαρκώς στο μυαλό μας. Άρα γε θα πάρουν από­ψε; Θεέ μου, βάλε το χέρι σου, να μην έλθουν. Και το χτυποκάρδι μεγάλωνε. Ως πού κάποια στιγμή ακούγονταν απ’ το σιδερόφραχτο ψηλό παράθυρο η φωνή του κράχτη “έρχεται” !

Ήταν η κλούβα πού θάπαιρνε τους μελλοθάνατους. Ακουγόταν τώρα και το απαί­σιο μούγκρισμα της μηχανής της. Σε λίγο σταματούσε στη πόρτα του Μπλοκ μας. Κα­νείς δε μιλούσε. Μόνο πού τα χτυποκάρδια ήταν πιο έντονα. Τις πιότερες φορές η κλούβα μας εύρισκε πλαγιασμένους. Με το “έρχεται” του κράχτη οι πλαγιασμένοι κατάδικοι σαν από σύνθημα βρισκόταν στο πόδι κι άρχιζαν να ετοιμάζονται. Δεν ήξεραν που θάπεφτε ο κλήρος απόψε κι ετοιμάζονταν όλοι. Στο διάδρομο ακουγόταν οι μπό­τες των Γερμανών πού πλησίαζαν. Θόρυβος στα σίδερα κι ή πόρτα άνοιγε με πάταγο.

Ήταν οι φρουροί με τ’ αυτόματα κι ο διοικητής με το μαυροπίνακα της βραδιάς στο χέρι. Στεκόταν στη πόρτα του κελιού μας και φώναζε τα ονόματα των τυχερών της βραδιάς. Αυτών πού δε θα ζούσαν πια αύριο. Πού δε θα ξανάβλεπαν το φως της μέρας. Πού έφευγαν χωρίς ν’ αποχαιρετήσουν τους δικούς τους. Ο καθένας πού άκουγε το όνομά του έπρεπε, φωνάζοντας παρών, να προφθάσει να βγει έξω, προτού ο διοικητής φωνάξει άλλο όνομα. Αν αργούσε πήγαινε στον άλλον κόσμο δαρμένος και σακατεμέ­νος.

Απ’ τους μελλοθάνατους άλλοι, οι πιότεροι, έφευγαν ψύχραιμοι και θαρρετοί απο­χαιρετώντας μας μένα ολόψυχο και φωναχτό γειά σας παιδιά, κι άλλοι βουβοί και θλιμ­μένοι. Μα όλοι χωρίς παράπονο, χωρίς δάκρυ. Άλλως τε ο θάνατος δεν μας εύρισκε ολότελα ανέτοιμους. Χωρίς αμφιβολία ήταν φοβερός κι ανεπιθύμητος. Το λέγαμε κά­θε μέρα. Και με τα τόσα βάσανα πάλι η ζωή γλυκεία ναι. Μα όχι και ξαφνικός. Αφού μας θυμόταν τόσα συχνά. Κι αφού πεθαίναμε σχεδόν κάθε βράδυ. Ο κατάλογος των θυ­μάτων τέλειωνε γι’ απόψε κι η πόρτα έκλεινε πίσω τους βαριά.

Και μεις μέναμε ακόμα κατάπληκτοι, άφωνοι και πιότερο θλιμμένοι για τους άδικα χαμένους συντρόφους μας. Ήταν στιγμές πού το τρομαγμένο μυαλό σταματούσε. Δεν έκανε καμιά σκέψη. Δεν είχε καμιά επιθυμία ούτε κι’ άρνηση. Μα ήταν στιγμές. Μόνον στιγμές. Κι όταν οι μελλοθάνατοι σύντροφοι μας, ταυτόχρονα με το ξεκίνημα της κλούβας άρχιζαν να τραγουδούν το Σουλιώτικο “Έχε γειά καϋμένε κόσμε…”. Τότε πια έπεφτε από πάνω μας ο βραχνάς πού μας πλάκωνε. Και συνερχόμαστε. Κι ανασαίναμε.

Και νιώθαμε μια κρυφή ζήλεια και περηφάνια και καμαρώναμε σαν Έλληνες τους Έλληνες ήρωες, πού περιφρονούσαν το θάνατο, κ’ η πίστη μας στο υπεράνθρωπο με­γαλείο της μικρής αυτής χώρας, στο θαύμα αυτό πού λέγεται Ελλάδα, χαλυβδωνόταν. Κ’ η θυσία μας έπαιρνε νόημα.

Και το περήφανο εθνικό αίσθημα θέριευε μέσα μας κι έπνιγε το προηγούμενο και ταπεινό του φιλοτομαρισμού και της αλόγιστης φιλαυτίας, πού για μια στιγμή ανθρώ­πινης αδυναμίας μας είχε άθελα κυριέψει και μας είχε θολώσει το νου.

Κι έτσι σε λίγες στιγμές το μικρό ατομικό εγώ έσβηνε και χανόταν στο κοινό με­γάλο εγώ του Έλληνα αγωνιστή, πού θυσιάζεται για τη λευτεριά και την τιμή της πα­τρίδας του.

Κι ώρες-ώρες πια τα καρδιοχτύπια μας άλλαζαν ρυθμό. Άλλαζαν περιεχόμενο. Κι ενώ πρώτα καρδιοχτυπούσαμε τις τραγικές αυτές στιγμές, από μια έντονη λαχτάρα κι’ αγάπη προς τη ζωή, τώρα πια, ύστερα από μερικές εκτελέσεις, συνηθίζαμε και δίνο­ντας νόημα στη θυσία μας το παίρναμε απόφαση. Κι έρχονταν μια μέρα, κι έφθανε ένα βράδυ, που εμείς οι ίδιοι, ακούγοντας τη μοιραία, την τραγική στιγμή, απ’ το φαρμα­κερό στόμα του Γερμανού διοικητή, τα ονόματα των μελλοθανάτων συντρόφων μας, δεν τρομάζαμε πια, μα ζηλεύαμε και παραπονιόμαστε γιατί ο θάνατος δεν έκρινε κι εμάς άξιους για τη μεγάλη αυτή θυσία.

Πήραν κι απόψε. Ως αύριο βράδυ ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει. Κάθε πρωί ελπίζα­με. Και κάθε βράδυ, πέφταμε σε μια λιγόστιγμη απαισιοδοξία. Όλη τη μέρα ως πού βράδιαζε η ελπίδα μας δυνάμωνε και μας κρατούσε. Και τι ελπίζαμε; Τι περιμέναμε; Το θαύμα. Μόνο ένα θαύμα μπορούσε να μας γλυτώσει απ’ τον καθημερινό θάνατο. Κι ελπίζαμε στο θαύμα.

Τελευταία μάλιστα κάτι ευχάριστα ψιθυριζόταν από στόμα σε στόμα. Η γοργόφτερη φήμη πού πέταξε χαρούμενη σε όλα τα κελιά του Χαϊδαρίου τέτοια λόγια σκορπού­σε. Έλληνες πατριώτες πού σαπίζετε στις σκοτεινές φυλακές των Ούννων. Κάντε κου­ράγιο. Ο τρικέφαλος φασισμός ξεψυχά. Οι ελευθερωτές πλησιάζουν. Οι Γερμανοί ετοιμάζονται. Φεύγουν…

ΦΙΛΟΙ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ

ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΔΗΜΗΟΥΡΓΙΑΣ