Σημαντικές προσπάθειες έχουν καταβληθεί στο παρελθόν σχετικά με τη μελέτη της συμμετοχής Λέσβιων τόσο στην προετοιμασία όσο και στα γεγονότα της Επανάστασης του 1821. Αυτά είναι καταγεγραμμένα σε βιβλία, σε περιοδικές εκδόσεις Λεσβιακών Συλλόγων ή ιδιωτών, καθώς και στον Τύπο. Πιστεύουμε, όμως, ότι αυτά δεν είναι γνωστά στις νεότερες γενιές ή πολλά έχουν λησμονηθεί, ούτε δε είναι εύκολο σε οποιονδήποτε να έχει πρόσβαση στα προαναφερόμενα έντυπα.
Για τους παραπάνω λόγους θεωρούμε αναγκαίο τη φετινή χρονιά, να συγκεντρωθούν σε ένα τόμο όλες αυτές οι γραπτές πηγές, σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή, και να τεθούν στη διάθεση εκπαιδευτικών, σπουδαστών, μαθητών και κάθε ενδιαφερόμενου μελετητή ή αναγνώστη.
Η εργασία αυτή θα δώσει ένα ουσιαστικό περιεχόμενο στα 200 χρόνια από το 1821, αφού θα συμβάλει στην γνώση και στην τεκμηρίωση ιστορικών γεγονότων, στα οποία συμμετείχαν συμπατριώτες μας ή διαδραματίστηκαν στην περιοχή μας. Ακόμα θα βοηθήσει στην κατανόηση των συνθηκών και των παραγόντων που δεν ευνόησαν την προσχώρηση του Νησιού μας στις επαναστατημένες περιοχές.
Νομίζουμε ότι θα πρέπει η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, να αναθέσει την εργασία αυτή σε ομάδα ιστορικών, ώστε να παρουσιασθεί και να δημοσιευθεί μέχρι το Φθινόπωρο.
Μυτιλήνη 22 Μαρτίου 2021.
—Σχετικά με την πρότασή μας, είναι όσα αναφέρει μεταξύ άλλων ο καθηγητής Ιωάννης Μουτζούρης στον πρόλογο του βιβλίου του <<Η ΛΕΣΒΟΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΙΣ >> που εκδόθηκε το 1955.
<< Τό Λεσβιακό Εικοσιένα είναι ένας σταθμός της μακραίωνης ιστορίας του νησιού, πού συγκεντρώνει πολύ ενδιαφέρον, όχι μόνον τοπικό, αλλά και γενικότερο. Ή έλλειψις επομένως μιας σχετικής συγγραφής ήταν πάντα αισθητή.
Το 1934 έγινε ή πρώτη επαινετή προσπάθεια από τον κ. Φ. Δήμου με το έργο του «Ιστορία της τουρκοκρατούμενης Λέσβου». Ή αξιολογότερη προσφορά της προσπάθειας αυτής είναι ότι διέσωσε μερικές απ’ τις πολύτιμες λεσβιακές παραδόσεις και μάλιστα της οικογενείας του φιλικού Γιωργάκη Γριμάνη, πού αναφέρονται στη Λέσβο κατά τα χρόνια τής Έπαναστάσεως. ‘Αργότερα (1940) δημοσιεύθηκε μια ολιγοσέλιδη μελέτη του καθηγητού κ. Ν. Σωτηράκη με τον τίτλο: «Ή Λέσβος και ή Ελληνική ’Επανάσταση», ή οποία δίνει πληροφορίες, πού κατά τον ίδιο συγγραφέα είναι «αρκετά ενδιαφέρουσες στο σύνολό τους και κατά το πλείστον άγνωστες στις λεπτομέρειές τους, με την ελπίδα ότι θα είναι χρήσιμες στον ιστορικό, πού κάποτε θά σχεδιάση τη φυσιογνωμία του νησιού μας κατά τη μεγάλη αυτή εποχή». Ή προσφορά επίσης αυτής της εργασίας σε πληροφορίες κυρίως από δύο γαλλικές ιστορικές πηγές είναι πολύτιμη.
Ή πενιχρή αυτή συγγραφική παραγωγή σχετικών πραγματειών ήταν ό ένας λόγος πού μας οδήγησε στην έρευνα του θέματος αυτού. Αλλά κι’ ένας άλλος λόγος καθαρά ατομικός: από κάμποσα χρόνια, πού ερευνούμε την Ιστορία της Λέσβου, δεν εδοκιμάζαμε το συναίσθημα της ικανοποιήσεως, διαβάζοντας πώς ή αντίδρασις και ή προδοσία του Χατζηγιωργάκη Μάνδρα ήταν τα ανασταλτικά αίτια του επαναστατικού κινήματος της Λέσβου. Εκάναμε τη σκέψη: πώς μπορούσε ή ιδιοτέλεια ενός αντιδραστικού προεστού, οσηδήποτε δύναμη κι’ επιρροή κι’ αν είχε στο λαό αυτός, να αποτρέψη την εξέγερσι; Τέτοιοι δισταγμοί κι αντίδρασις ίσως παρουσιάσθηκαν και σ’ άλλα μέρη. Υπερίσχυσαν όμως το θάρρος και ή πίστις τών φιλικών.
Ή έρευνά μας στην αρχή στράφηκε στις σχετικές με το θέμα μας πληροφορίες των Γενικών ‘Ιστοριών της Ελληνικής Επαναστάσεως και των δημοσιευμένων ’Αρχείων του ’Αγώνος, οι όποιες όμως είναι σποραδικές και ελάχιστες. Λίγες επίσης, άλλα πολύτιμες πληροφορίες μας απέδωσαν και οι σωζόμενοι παλιοί κώδικες της Μητροπόλεως και των Φιλανθρωπικών Καταστημάτων Μυτιλήνης και ολίγων εκκλησιών της Λέσβου, καθώς και μερικές ανέκδοτες επιγραφές. Πολύτιμα σε πληροφορίες στάθηκαν τα έγγραφα της οικογενείας Μπούχλια—Πωγωνάτου, πού εδημοσίευσε το 1923 ό Γ. Αρβανιτάκης και τα επίσημα Έγγραφα, πού βρήκαμε στα Γενικά ’Αρχεία του Κράτους και εδημοσιεύσαμε στο περιοδικό «Ποιμήν» (1947—49).
Παράλληλα με τις γραπτές πηγές υπάρχουν βέβαια και οι λεσβιακές παραδόσεις, προσφέρουν όμως σε πολλά αντιφατικό μεταξύ τους και προς τις γραπτές πηγές υλικό, εκτός από τις πλωμαρίτικες, οι όποιες, κατά τη γνώμη μας, είναι πολύ περισσότερο απηλλαγμένες άπό τό μειονέκτημα αυτό. Γι’ αυτό τις εχρησιμοποιήσαμε αραιά και με αυστηρό έλεγχο και περίσκεψι εκεί, όπου οι γραπτές πηγές σιωπούν.
Έτσι επιχειρήσαμε μέσα από τα στυγνά επίσημα έγγραφα, τις πληθωρικές ιστορικές πηγές του Αγώνος, τις φειδωλές όμως σε πληροφορίες για τη Λέσβο, να συνθέσουμε τη φυσιογνωμία του Λεσβιακού Εικοσιένα : τις επαναστατικές δυνάμεις και την οργάνωσι του επαναστατικού κινήματος της Λέσβου, τις αντικειμενικές δυσμενείς συνθήκες, που ημπόδισαν το κίνημα αυτό νά εξελιχθή ως την τελευταία του φάσι, δηλ. τον ένοπλο αγώνα, τις αντιδραστικές δυνάμεις, πού επρωτοστάτησαν στον κατευνασμό του και τέλος τη λεσβιακή συμβολή στον απολυτρωτικό αγώνα του Γένους .
Μυτιλήνη 15 Μαρτίου 1955 >>.