Με την νέα σχολική χρονιά, που ξεκίνησε με συγχωνεύσεις Σχολείων, στην πορεία υποβάθμισης της δημόσιας παιδείας, θυμηθήκαμε τα όσα έγραφε ο Νότης Παναγιώτου, το 1982, για την εκπαιδευτική του θητεία, σημειώσεις που σίγουρα έχουν διαχρονική αξία. Ήταν ένας εκπαιδευτικός που «αγωνιζόταν καθημερινά σε κάθε διδακτική ώρα να δασκαλέψει τους μαθητές του, πώς θα απελευθερώσουν τις δημιουργικές τους δεξιότητες, πώς θα σκέπτονται ανθρώπινα, κοινωνικά, ελεύθερα», όπως γράφαμε σε μια παλιότερη ανάρτησή μας.

«… Από πολύ νωρίς συνειδητοποίησα πως το παιδευτικό έργο έχει δυο διαστάσεις. Την προσφορά γνώσεων που φωτίζουν και ενηλικιώνουν πνευματικά τον νέο και την παιδαγωγική στάση απέναντι στα προβλήματά του, το παιδαγωγικό εκείνο τακτ που προσεγγίζει την ατομική ψυχή του μαθητή και τη συλλογική ψυχή της τάξης. Σήμερα -και είναι αυτό μια θλιβερή διαπίστωση- οι εκπαιδευτικοί ενδιαφέρονται αποκλειστικά σχεδόν για την παροχή γνώσεων –κυρίως χρησιμοθηρικών- και ελάχιστα για να αφουγκραστούν τους μύχιους πόθους και τις αγωνίες της εφηβικής ψυχής».

Ξεκινώντας την εκπαιδευτική του θητεία το 1953 στην Αλεξανδρούπολη βρίσκεται αντιμέτωπος με τις σκοταδιστικές παρεμβάσεις του μετεμφυλιακού καθεστώτος στα σχολεία και κρατά μια αταλάντευτη στάση:

«… Ήμουν αποφασισμένος να μην ενδώσω σε τίποτα. Να διατηρήσω αλώβητη την εσωτερική μου ελευθερία. Γιατί πίστευα πως ένας δάσκαλος αλλοτριωμένος δεν μπορεί να ασκήσει ελεύθερα και δημιουργικά το εκπαιδευτικό του έργο. Δεν έχει δύναμη να πλάσει ελεύθερους ανθρώπους».

Να πώς περιγράφει την πρώτη ώρα που δίδαξε:

«… Μπήκα μέσα στην τάξη. Ήταν μια εμπειρία πρωτόγνωρη. Ένιωθα σαν μέσα σε κλουβί ζωολογικού κήπου. Άφησα τους μαθητές να με περιεργαστούν. Ένιωθα αμήχανος. Τους μίλησα για την πατρίδα μου τη Μυτιλήνη και τους άφησα να μιλήσουν για την δική τους πόλη. Στην τάξη ήλθε η χαλάρωση. Οι περισσότεροι καθηγητές την πρώτη ώρα της γνωριμίας τους με τους μαθητές τους τη ξόδευαν σε ανόητες νουθεσίες και προγραμματικές δηλώσεις για τη βαθμολογία τους. Κακός τρόπος γνωριμίας αυτό. Ο δάσκαλος πρέπει να είναι εγκάρδιος, όχι συνοφρυωμένος και ανιαρός. Απλός, όχι επιτηδευμένος. Διαλεκτικός όχι κηρυγματικός».

Για τις κακές συνθήκες εργασίας που αντιμετώπιζαν οι εκπαιδευτικοί λέει:

«… Κι εδώ έμπαινε το δίλημμα και παρόμοια διλήμματα παρουσιάζονται κάθε φορά που οι συνθήκες εργασίας του εκπαιδευτικού είναι απάνθρωπες, ευτελιστικές για το έργο του και την προσωπικότητά του. Θα διαλέξει το δρόμο της αδιαφορίας, της προχειρότητας και του ελάσσονος μόχθου; Δεν είναι αυτή η ορθή λύση. Η σωστή απάντηση βρίσκεται στη συσπείρωση και στην αγωνιστική διεκδίκηση καλύτερων όρων ζωής και συνθηκών διδασκαλίας μέσα από τον οργανωμένο συνδικαλιστικά κλάδο χωρίς κομματικές αντιπαραθέσεις και αντιδικίες».

Για τα σχολικά βιβλία αναφέρει:

« … Αλλά και αυτά τα ίδια τα σχολικά βιβλία –εγχειρίδια τα λέγανε μια φορά- δεν βοηθούσαν. Αμέθοδα, απωθητικά, κακογραμμένα και κακοτυπωμένα, απέκρυπταν, διαστρέβλωναν, παραποιούσαν και συχνά λειτουργώντας σαν πραγματικά εγχειρίδια δολοφονούσαν την αλήθεια που είναι ο τελικός σκοπός της γνώσης και της μάθησης. Η ιστορία περνούσε στους μαθητές την κυρίαρχη αντίληψη της άρχουσας τάξης. Δεν άγγιζε καν τους νεώτερους ελληνικούς χρόνους. Αυτή η παρασιώπηση θα συνεχιζόταν για δυο δεκαετίες ακόμη. Όλα ήταν ιδανικά και ωραία. Δεν ήθελα να προδώσω τους μαθητές μου και την αποστολή μου. Ακόμη πιο υπεύθυνος ένιωθα απέναντι στους τελειόφοιτους. Δεν έπρεπε να φύγουν από το σχολείο με σφαλερές γνώσεις που θα τις κουβαλούσαν μαζί τους για μια ολόκληρη ζωή. Στις απόψεις του βιβλίου αντιπαρέθετα και άλλες απόψεις. Στις παρασιωπήσεις και τις αποκρύψεις τους φανέρωνα αυτά τα ίδια τα ιστορικά ντοκουμέντα».

Για τις κοινωνικές συνθήκες λειτουργίας των σχολείων: «…Δύσκολα απαρνείται κανείς μια νοοτροπία που τις ρίζες της πρέπει να τις αναζητήσουμε στο οικογενειακό περιβάλλον, σε προλήψεις και προκαταλήψεις, σε αμφισβητήσιμες ηθικές δεοντολογίες, σε παγιωμένα σχήματα και αμετακίνητα στερεότυπα. Η παιδαγωγική ενέργεια είναι μια πράξη καθαρά επαναστατική. Γιατί σε φέρνει σε σύγκρουση με το κοινωνικό, το πολιτικό και συχνά και το θρησκευτικό κατεστημένο. Από την άποψη αυτή θα λέγαμε ότι απαιτεί γενναιότητα και τόλμη. Όταν μου ζήτησε ο γυμνασιάρχης να αποβληθεί ένας μικρός μαθητής της Β΄ τάξης για τον οποίο υπήρχαν σίγουρες καταγγελίες ότι άδειαζε τις τσάντες των συμμαθητών του, ζήτησα μια μικρή πίστωση χρόνου. Τον έβαλα επιμελητή για μια ολόκληρη εβδομάδα . Δεν χάθηκε τίποτα από τότε. Στην τάξη μου υπήρχαν δυο τρεις μαθητές που οι γονείς τους ανήκαν στην Ευαγγελική Εκκλησία. Μια μέρα στη διάρκεια του μαθήματος χτύπησε η πόρτα της τάξης. Ήταν δυο χωροφύλακες ένστολοι. Μου εξήγησαν ότι με την άδεια του γυμνασιάρχη ήλθαν να πάρουν τους τρεις αιρετικούς για ανάκριση στο Τμήμα. Αρνήθηκα να τους παραδώσω. «Εδώ, τους είπα, και χρησιμοποίησα μια φράση του Παπανούτσου, μπαίνει ο μαθητής, ο δάσκαλος και ο θεός. Δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο για την Αστυνομία».

«… Το 1965 βρέθηκα στη Μυτιλήνη. Μια ακατανίκητη νοσταλγία με βασάνιζε να γυρίσω ξανά –ύστερα από χρόνια περιπλάνησης- στο Νησί μου με σκοπό να εγκατασταθώ εκεί μόνιμα. Ο νόστος! Μέσα μου ξυπνούσαν μνήμες και βιώματα. Δίδασκα στο σχολείο όπου έβγαλα τα μαθητικά μου χρόνια. Ένα θαυμάσιο σχολείο άνετο, ευρύχωρο, με δική του αρχιτεκτονική και στημένο στην αυλή που τη σκίαζαν πολύχρονα πεύκα, τον επιβλητικό μαρμάρινο ανδριάντα του δωρητή, που πάνω του οι αποτυχημένοι μαθητές της εποχής του μελανοδοχείου, έπαιρναν την εκδίκηση τους για τα δεινά του σχολείου».

«…οι μέρες κυλούσαν όμορφα. Όμως πόσο κρατάνε στον τόπο μας οι μικρές χαρές; Οι ερπύστριες των τανκς της δικτατορίας ισοπέδωσαν την Ελλάδα, τα οράματα μας, την εκπαίδευση, την ίδια τη ζωή μας .Τώρα άνοιγε ένα καινούριο κεφάλαιο.

«Πρέπει να λες καμιά φορά όχι

στον Πατέρα, όχι στην Μητέρα,

όχι στο Δικτάτορα» γράφει ένας Γάλλος ποιητής.

«… Η σκιά της δικτατορίας έπεσε βαριά πάνω στην εκπαίδευση. Η λογοκοπία θριάμβευε. Ο πλάνος και κενός λόγος κορδακιζόταν. Χρέος του εκπαιδευτικού σε τέτοιους δύσκολους καιρούς είναι να περισώσει την ψυχή των μαθητών του που την εκπλειστηριάζανε κούφιοι και ανέντιμοι φανατικοί και καιροσκόποι λογάδες. Συνέχισα να διδάσκω. Όμως ο λόγος μου τώρα έγινε περισσότερο υπαινικτικός και γι’ αυτό περισσότερο λιτός. Έγινε σηματοδοτικός. Οι μαθητές μου πιάνανε το μήνυμα. Το έβλεπα στα μάτια τους που άστραφταν ξαφνικά στο χαμόγελο τους. Ένας κώδικας μυστικός είχε αναπτυχθεί ανάμεσα μας…».