Από το υπόγειο δεσμωτήριο των Τούρκων εθνικιστών στο κατακτημένο Αϊβαλή…
Αϊβαλή, Σεπτέμβρης του ’22 και ο εξοστρακισμός του ελληνικού πληθυσμού από τις πατρογονικές εστίες, σε εκατοντάδες πόλεις και χωριά, της Μικρασιατικής Γης ολοκληρώνεται. Ο τουρκικός στρατός, εφαρμόζοντας – σχέδιο δεκαετίας – ολοκληρώνει την εθνοκάθαρση της Μικράς Ασίας και η διαταγή μια και μόνη γι΄ αυτούς που ξέμειναν… Τα παιδιά και οι γυναίκες μέσα σε ρητή ημερομηνία θα μπάρκαραν για την Ελλάδα. Μα οι άντρες από δεκαοκτώ έως σαράντα πέντε χρόνων θα πήγαιναν σκλάβοι στα εργατικά τάγματα-τα διαβόητα «αμελέ ταμπουρού»-.
Αυτή την πικρή εμπειρία των εργατικών ταγμάτων έζησε ο Ηλίας Βενέζης στα 18 του, μόλις, χρόνια, και την αποτύπωσε στο βιβλίο του «Το νούμερο 31328- το βιβλίο της σκλαβιάς». Τούτο το βιβλίο τον Γενάρη που μας πέρασε, με τις συνεχόμενες παγωνιές, ξαναπήρα στα χέρια μου- για πολλοστή φορά – και άρχισα να το ξαναδιαβάζω. Φθάνοντας στην 20η του σελίδα διαπίστωσα με έκπληξη την εκτεταμένη αναφορά του Βενέζη στον συντοπίτη του Ιάκωβο Μούρα[1]. Τουλάχιστον στο προηγούμενο ξαναδιάβασμά, πριν 3-4 χρόνια, δεν είχα συνδέσει το ονοματεπώνυμο αυτό με την έρευνά μου για τα θύματα της Γερμανικής Κατοχής στο νησί μας. Αλλά ας αφήσουμε τον Ηλία να μας διηγηθεί τα συμβαίνοντα.
«(…) Οι πιο πολλοί τους εδώ μέσα είναι άνθρωποι της θάλασσας. Όχι τίποτα μεγάλες καθαρές θάλασσες, φουγάρα, λιμάνια που βουίζουν. Όχι. Φουκαράδες, τρατάρηδες, ψαράδες. Φτωχές θάλασσες με τραχιά κι ατίθασα κύματα. Παρθένο αψύ αίμα, και μια καρδιά ζεστή- πού να την αγγίσεις!
Και μια γνωριμιά: Σε μιαν άκρη που δε φαίνεται καθόλου είναι ο χωμένος ο Ιάκωβος Μούρας. Είναι ένας περασμένος άνθρωπος, ίσαμε πενήντα χρονώ. Ήταν ξενοδόχος και πατριώτης λόγιος. Όταν ήρθαν οι έλληνες στην Ανατολή έβγαλε ένα λόγο απ’ το μπαλκόνι του ξενοδοχείου του. Τόσος ήταν ο ενθουσιασμός του που, επειδή δεν είχε έτοιμη παντιέρα να σιάρει, σαστισμένος απ’ την ευγλωττία του άρπαξε και σίαρε ένα σεντόνι που μύριζε ύποπτα πράματα.
«Ζήτω η Ελευθερία!»
Σίγουρα θα τον πρόδωσαν γι αυτό. Κάθεται ζαμουριασμένος, ένα κουβαράκι, και συλλογίζεται. Αυτό το μακρινό σεντόνι αρχίζει να μυρίζει, τώρα μόλις, σα να χρειάστηκε να περάσει τόσος καιρός για να πάρει αξία το άρωμά του.
-Πολύ συλλογίζεσαι, μπάρμπα-Γιάκωβε, του λέει ένας.
Κουνά το κεφάλι του: Ναι.
-Τι τον ήθελες, φουκαρά κ’ εσύ κείνον τον κατουρημένο διάβολο, τότες!
-Τι τον ήθελα, για! μουρμουρίζει ο άνθρωπος.
Σε λίγο έρχονται τα παιδιά του στο παράθυρο. Πολλά ψι-ψι συναμεταξύ τους. Μαθαίνουμε κ’ εμείς το τι τρέχει: Ο Ιάκωβος φεύγει. Είναι Ιταλός υπήκοος. Σε λίγες ώρες θα τον λευτερώσουν.
Στο γερασμένο πρόσωπό του γίνεται μια απερίγραπτη αλλαγή. Σα να το πέρασαν λούστρο και γυαλίζει. Είναι ένα φως που πετιέται ίσα απ’ τα μάτια του. Αφήνει την κόχη του και γυρίζει πέρα δώθε μες το υπόγειο, σε μια αδιάκοπη κίνηση. Σα κουράστηκε πια μας μαζεύει να μας αφήσει γεια.
-Παιδιά, έννοια σας! μας λέει. Το πράμα θα κανονιστεί. Κουράγιο! Μόλις πατήσω στη Μυτιλήνη θα πάω στον Ιταλό Πρόξενο και θα του πώ πως δεν ήμουν μονάχα εγώ, μα κ’ εσείς. Θα στείλει τότες ένα πολεμικό. Σίγουρα!
Κ’ επειδή κανένας δε μιλά , υποπτεύεται μιαν αμφιβολία και πολεμά να μας βεβαιώσει άλλη μια φορά για το σκοπό του.
-Κάμετε κ’ εσείς λίγη υπομονή, λέει σιγανά. Επί τετρακόσια συναπτά έτη υπό τον ζυγόν ο Ελληνισμός …
Ένα θαυματουργό αγεράκι σα να έβαλε το χέρι του. Απ’ τη στιγμή που ο Ιάκωβος κατάλαβε πως δεν κινδυνεύει, φαίνεται πως έσβυσε κ’ η πιο ελάχιστη υποψία απ’ το μακρινό άρωμα εκείνου του σεντονιού. Μα οι δικές μας οι μύτες επέμεναν να το μυρίζουν.
-Πόσες μέρες θα χρειαστεί να περιμένουμε, μπάρμπα-Γιάκωβε; ρωτά ένας.
Ο Ιάκωβος υπολογίζει: Ίσαμε να κουνηθεί το βαπόρι, τούτο, εκείνο…
Τέσσερις πέντε, λέει τέλος. Εσείς βάλτε έξι, να ‘στε μέσα.
-Εμείς πόσοι είμαστε τώρα; επιμένει ο άλλος.
-Σαράντα.
-Με το εφτά;
-Τι;
-Διαίρεσέ το με το εφτά!
-Πέντε και κάτι…
-Έ, συμπεραίνει ο σύντροφος μας με φαρμακερή ηρεμία. Ίσαμε να τελειώσει η διορία σου, έξι μέρες, το «ξάφρισμα» θα μας έχει νετάρει ολουνούς. Θα θέλει και ρέστα…
Αυτός ο μαθηματικός υπολογισμός πέφτει πάνω στα τεζαρισμένα απ’ την ελπίδα πρόσωπα σαν ένα κομμάτι πάγος.
-Σωστό…, συμφωνεί ένας μελαγχολικά.
Σωστό. Κι όμως στο βάθος όλες οι καρδιές χτυπούν. Αρχίζουμε ν’ αγωνιούμε μπας και δε φύγει ο Ιάκωβος. (…)
Όσο πέφτει η νύκτα; Τα νεύρα αρχίζουν να μην πειθαρχούν πια. Όλοι κινούνται, αλλά κάθε τόσο μια μεγάλη στιγμή σιωπής ακινητεί την ατμόσφαιρα.(…)
Ένα χέρι με σπρώχνει δυνατά. Ύστερα μια κλωτσιά. Ξυπνώ απότομα. Μέσα στο λίγο φως , στα δυο τρία σπαρματσέτα που άναψαν πάλι στο υπόγειο, ξεχωρίζω τις πυκνές σκιές που κινούνται και σπρώχνουνται προς την πόρτα. (…) Δυο τρεις στρατιώτες γυρίζουν σε όλες τις γωνιές , μην απόμεινε κανένας, και κλωτσούν.
-Σηκωθείται!
Ο καπετάνιος μ’ έσπρωξε. Τον ρωτώ σαστισμένος, σα να ‘ρχουμε από άλλον κόσμο.
Τι είναι;
-Το «ξάφρισμα»…, μουρμουρίζει με φωνή που πολεμά να μην τρέμει.
(…) Ακούγω μια στιγμή τον Ιάκωβο, δίπλα μου , να μουρμουρίζει: «Εις το όνομα του Πατρός , του Υιού, του Πατρός και του Υιού…», πολλές φορές.
Μας αραδιάζουν σε διπλή σειρά. Εκεί, πλάι στη θάλασσα. Μες το λιμάνι ανάβουν τα φώτα του ενός βαποριού από κείνα που παίρνουν τα γυναικόπαιδα. Θάνε περασμένα μεσάνυκτα.(…)
Είμαι στη πρώτη σειρά. Δίπλα μου ο καπετάνιος(…)
Πλησιάζει εκεί ο πρώτος αξιωματικός . Είναι αυτός ο ίδιος που μας χτυπούσε το πρωί (…) Ο αξιωματικός βλέπει με το φως και τραβά ένα δικό μας όξω απ’ τη γραμμή, στο πλάι. Τον κοιτάζει, γελά, ύστερα προχωρεί παρακάτω. Τραβά άλλον ένα.
-Κ’ εσύ, παλιόσκυλο! λέει.
Άλλον ένα. Το φως, ο στρατιώτης με τη λάμπα, πλησιάζει ολοένα στο μέρος μας.(…)Στο μεταξύ το φως έφτασε. Είναι μπροστά μου. Αισθάνουμε τα μικρά μου χρόνια απροφύλακτα, έτσι στήθος με στήθος. Η ανάσα κόβεται. Το χέρι του αξιωματικού απλώνεται να με τραβήξει. Μα την ίδια ακριβώς στιγμή, μια τιποτένια στιγμή, τακ, ο αξιωματικός παραπάτησε απ’ το μεθύσι. Γελά. Κάνει προσπάθεια να ισορροπήσει, αλλά με την κίνηση τούτη η θέση του αλλάζει κατά δυο πόντους. Δυο τιποτένιοι πόντοι. Το χέρι πέφτει ίσα πάνου στον καπετάνιο, δίπλα μου.(…)
Ξεχωριστήκαν έξι σύντροφοί μας. Ύστερα άλλος ένας, γίναν εφτά.(…)
-Φτάνει λέει ο αξιωματικός στο στρατιώτη με τη λάμπα. Μα αμέσως θυμάται, γυρίζει προς το μέρος του άλλου αξιωματικού:
-Α΄, αλήθεια, κ’ έναν για σας! λέει. Διαλέξτε!
Τούτος ο άλλος πλησιάζει στη γραμμή. Η καρδιά μας πάλι χτυπά παλαβά. Τραβά έναν. Σκύβουμε να δούμε: Ο Ιάκωβος.
-Όχι εγώ! Όχι εγώ! Παρακαλεί με απελπισία ο φουκαράς. Εγώ Ιτάλια ταμπαασί(Ιταλός υπήκοος) Ιτάλια ταμπαασί… Αύριο θα με γυρέψουν…
-Σκύλο! Μουγκρίζει ο ξανθός αξιωματικός, και τον τραβά στην μπάντα.
Ύστερα διατάζει στο απόσπασμα:
-Να γυρίσετε γρήγορα!(…)
Το πρωί οι πρώτοι άνθρωποι που βλέπουμε στα κάγκελα είναι τρία παιδιά. Κανένα δεν είναι παραπάνω από δεκαπέντε χρονώ. Σκύβουν και πολεμούν και τα τρία να δουν στο υπόγειο, γυρίζουν εδώ εκεί τα μάτια τους.
-Πατέρα!… φωνάζει το ένα.
-Ποιον γυρεύετε; ρωτά κάποιος από μας που δεν τα ήξερε.
-Τον Γιάκωβο Μούρα! Είναι πατέρας μας!
-Ά, πατέρας σας είναι; μουρμουρίζει ο άνθρωπος. Συλλογίζεται.
-Έφυγε! Λέει ξερά.
Τα παιδιά αρχίζουν να φωνάζουν, και τα τρία μαζί, και να γυρεύουν τον πατέρα τους. Ο σκοπός ενοχλείται. Έχει δίκιο. Αυτές οι ψιλές φωνές σκίζουν τον πρωινό αγέρα, δεν κάνουν μήτε τόση δα προσπάθεια για λίγη στοιχειώδη αρμονία, να μην παραφωνούν.
Τα διώχνει με κλωτσιές. Μα κείνα τραβιούνται λίγο πιο πέρα, κατάντικρυ στο μικρό παράθυρο, το πεζοδρόμι, κάθουνται κει χάμου, μαζεύουν τις μύξες τους και συνεχίζουν την παραφωνία χωρίς συστολή, με μικρές διακοπές.
Τέλος το ένα σηκώνεται, κλαμένο ακόμα, και λέει στ’ άλλα να φύγουν.
-Πάμε…
Σηκώνουνται ένα ένα και χάνουνται με σιγανά βήματα.
Η πρωινή φθινοπωρινή γαλήνη ξαναβρίσκει την αρμονία που είχε ταραχθεί.(…)»
Στο υπόγειο δεσμωτήριο των Ναζιστών στην κατεχόμενη Θεσσαλονίκη
Θεσσαλονίκη, 2 Ιούλη 1943 , εκτελούνται από τα Γερμανικά στρατεύματα κατοχής πενήντα κρατούμενοι-όμηροι, στη θέση Βυρσοδεψεία, ανάμεσα τους και ο Γιώργος γιος του Ιάκωβου Μούρα. Τον Γιώργο όπως και άλλους 16 κρατουμένους τους πήραν από το υπόγειο δεσμωτήριο της Γκεστάπο, το περιβόητο «510» νεοκλασικό κτίριο της πρώην ψυχιατρικής κλινικής Βαγιάνου στην περιοχή του Ιερού Ναού Αναλήψεως επί της Βασιλίσσης Όλγας .
Τον Μάιο του 45 η εφημερίδα «Σοσιαλιστής»[2] επαναδημοσιεύει διήγημα -χρονικό του Κ. Νταϊφά από το περιοδικό «Νέα Ζωή», που αναφέρεται στις συνθήκες που επικρατούσαν στη φυλακή του «510» αλλά και στην εκτέλεση της 2 Ιουλίου 1943 με κεντρικό ήρωα το Γιώργο Μούρα[3].
Ο ΜΩΜΟΣ
Ήτανε μια παλιά βίλα, που την είχανε μεταβάλει σε ειδικό Δεσμωτήριο… το φρικτό «510» της Σαλονίκης. Οι φυλακές Γκεντή Κουλέ και το στρατόπεδο Παύλου Μελά, ήταν παράδεισος μπροστά στον Άδη του «G.F.P stop». Ταφοσιγαλιά σκέπαζε όλο το χτίριο. Μονάχα ο θόρυβος του τραμ, που περνούσε στο μεγάλο δρόμο, και τα βαριά πατήματα της γερμανικής μπότας.
Γκαπ-γκουπ η μπότ’
περνάνε τα ρομπότ’
που μας φέραν τη μπομπότ’
κι όλα έγιναν φερμπότ…
έλεγε ένας μυστήριος τύπος – νέος, καμπούρης, χορατατζής, που τον κατηγορούσανε για κατάσκοπο των υποβρυχίων και πως είχε μυστικό «πομπό». Τον λέγαμε ο Μώμος. (…)
Ένα μεσημέρι παίρνουνε το Μώμο πάνω στο γραφείο, δυο γκεσταπίτες κι ο κακούργος Χέρμαν[4], γερμανολεβαντίνος Σμυρνιός, που έκανε τον δραγουμάνο. Σε λίγο ακούμε κάτι βουβά μουγκρητά, που ταράξανε συθέμελα όλο το «510»… Όταν κατέβασαν το Μώμο, ήταν αγνώριστος. Μιλιά δεν είπε, μόνο βογκούσε πνιχτά… Νεκρική βουβαμάρα πλάκωσε το κελί μας. Είχα καθίσει στο κρεβάτι του και τούβαζα πετσέτες βρεμένες στο κεφάλι… Κανείς μας δεν έφαγε κείνο το μεσημέρι, ούτε δεχτήκαμε να βγούμε στην αυλή τα πέντε λεφτά του τσιγάρου- ήταν η τρανότερη θυσία που μπορούσαμε να προσφέρουμε! Κι ο Μώμος τόνιωσε βαθιά. Ξάφνου μέσα στη βουβή ησυχία πετάχτηκε η φωνή του με τον γελαστό, σαρκαστικό τόνο της.
– Τους έδωσα ξύλο αλύπητο… με την πλάτη μου… Δε θα ζήσω, ρε παιδιά… μ’ αν βγω ζωντανός από δω, θα μασήσω τα χέρια και τη γλώσσα του Χέρμαν.(…)
Να πώς άκουσα , ύστερ’ από μήνες, να μοιρολογούνε στου Παύλου Μελά αυτή την εκτέλεση της 2 τ’ Αλωνάρη 1943.
Μια Παρασκευή, μέρα φαρμακωμένη, Ήταν όλοι νιοι, με πρόσωπα θλιμένα…
ώρα δεκατρείς, κι αυτή καταραμένη, Ξάφνου υψώνεται στη μέση ο Καμπούρης,
μπήκαν άγριου στο «Πεντακόσαδέκα» μοιάζει γίγαντας και η ματιά του λάμπει,
δέκα μπόγηδες κ’ οι δέκα γκεσταμπίτες, βγάζει μια φωνή, σαν πρόσταγμα, σα διάτα,
με τα πέταλα στο στήθος κρεμασμένα. -Άχτουγκ… μπόγηδες και προσοχή αδέρφια!
Απ’ τα μάτια τους εστάλαζε το αίμα Παν τα χωρατά και σώθηκαν τ’ αστεία,
κι απ’ τα χείλια τους μόνο χολή και ξύδι ένα μοναχά μας μένει τώρα χρέος-
-μακελάρηδες, του Χάροντα κοπέλια. να πεθάνουμε σαν Έλληνες λεβέντες.
Τρεις φορές μετρούν, σύμφωνα με την τάξη, Και γι’ αυτό μαζί, με μια φωνή, παιδιά μου.
όλα τα σφαχτά, που βάζανε στη κλούβα… «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων…
κι όταν φτάσανε στον τόπο του θανάτου, κι είπαν μια στροφή απ’ το λαμπρό μας ύμνο
άλλο μέτρημα…και γέλαγ΄ι ο Καμπούρης. και πάνω σ’ αυτό η μπαταριά τους κόβει
Η παράθεση των αποσπασμάτων αυτών για την πορεία πατέρα και γιου προς το θάνατο αναδεικνύουν με τον πιο δραματικό τρόπο αυτό που ο Βενέζης ονομάζει «…συγγένεια αίματος, συγγένεια «ύφους …» είκοσι χρόνια αργότερα.
Για τις τραγικές στιγμές που εξελίσσονται στα υπόγεια-δεσμωτήρια δυο νεοκλασικών κτιρίων που μετατράπηκαν από τους εξουσιαστές σε μνημεία αυθεντικής φρίκης και τρόμου για να τελεστούν όλα αυτά τα αποτρόπαια εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Για τους δυο ανεξέλεγκτους αξιωματούχους, στελέχη ενός τυφλού μηχανισμού μαρτυρίων και θανάτου που στήθηκε από το Κεμαλικό και Εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς εξοντώνοντας ανθρώπους αθώους, θύματα ανήμπορα ν’ αμυνθούν και να υπερασπίσουν τη ζωή τους.
Για τις τραγικές μορφές πατέρα και γιου – διαχρονικά αγωνιστών της ελευθερίας – που μαζί με ανύποπτους πολίτες οδηγούνται στα «αμελέ ταμπουρού» – κολαστήρια της Γκεστάπο-στρατόπεδα συγκέντρωσης στο έλεος σαδιστών και υπανθρώπων για τους οδηγήσουν στο θάνατο.
Για την τραγική μοίρα του Γιώργου Μούρα που σε ηλικία μόλις 14 χρόνων, έξω από το υπόγειο δεσμωτήριο, θα μάθει, με τον πιο σκληρό τρόπο, τον αδόκητο θάνατο του πατέρα του από τους Τούρκους εθνικιστές και τώρα, 20 χρόνια μετά, ορθός με το κεφάλι ψηλά θα στηθεί μπροστά στους Ναζιστές .
[5]«(…)Και είδα τότε μες τη φοβερή άνοιξη και το καλοκαίρι του 1944 πόσο το «Το νούμερο 31328», γραμμένο έπειτα από ένα μεγάλο πόλεμο, πόσο είχε συγγένεια αίματος, συγγένεια «ύφους», είκοσι χρόνια αργότερα, με τις μέρες του νέου πολέμου.
Έτσι το βιβλίο τούτο (…) έχει το θλιβερό προνόμιο, όπως βγήκε για πρώτη φορά σε μια ώρα παγκόσμιου πένθους, να ξαναβγαίνει και τώρα στο τέλος ενός άλλου πολέμου, όταν και πάλι το πένθος σκεπάζει τις ρημαγμένες εστίες και τους τάφους των παιδιών, των γυναικών, των γερόντων και της νιότης του κόσμου. Και όπως τότε, πριν από είκοσι ένα χρόνια, «Το νούμερο 31328» ήταν η διαμαρτυρία ενός παιδιού εναντίον του πόλεμου, μένει πάλι, τώρα, η διαμαρτυρία ενός ανθρώπου.»
Επιμέλεια: Γιώργος Γαλέτσας
[1] Ο Ιάκωβος Μούρας γεννήθηκε και μεγάλωσε στ’ Αϊβαλί. Εδώ παντρεύτηκε την Μαρία, και απέκτησαν 5 παιδιά ανάμεσά τους και ο Γιώργος που όταν ο πατέρας του εκτελείται από τα Τουρκικά στρατεύματα ήταν 14 χρόνων. Η ορφανευμένη οικογένεια του Ιάκωβου λίγες μέρες μετά την εκτέλεσή του θα έλθει στο νησί μας και θα πολιτογραφηθεί στον Δήμο Μυτιλήνης όπου θα ανδρωθούν και θα παντρευτούν όλοι τους.
[2] Εβδομαδιαία έκδοση του Σοσιαλιστικού Κόμματος Λέσβου. Εκδότης είναι ο Θείελπης Λεφκίας γνωστή πνευματική και πολιτική προσωπικότητα της εποχής. Εκδίδει 17 φύλλα με έναρξη έκδοσης την 3 Φεβρουαρίου 1945 και σταματά την κυκλοφορία του στις 22 Ιουνίου 1945, μετά από καταστροφή των γραφείων και τυπογραφείου της οργάνωσης από «αγνώστους» .
[3] Μούρας Γεώργιος του Ιακώβου και της Μαρίας γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1908. Το Γενάρη του 1940 παντρεύεται την Δήμητρα το γένος Παναγιώτη Σιγανού. Το πρώτο τους παιδί, ο Ιάκωβος, θα πεθάνει λίγες μέρες μετά τη γέννηση του, τον Οκτώβριο 1941. Το δεύτερό τους παιδί, η Μαρία, θα γεννηθεί τις τελευταίες μέρες του 1942 κι όταν ο πατέρας της εκτελείται θάναι μόλις 6 μηνών και σήμερα ζει στην Αθήνα.
Από το καλοκαίρι του’ 41 ο Γιώργος Μούρας θα ενταχθεί στο δίκτυο συμμαχικό κατασκοπευτικό δίκτυο και μαζί με τους Βολογιάννη Νίκο και τον Λιμενάρχη Μυτιλήνης Ηλία Καζάκο. Για τις ανάγκες του αγώνα από τις αρχές του 1942 θα ναυτολογηθεί ως μηχανικός σε σκάφος του Τουρκικού Προξενείου της Μυτιλήνης. Τον Μάη του 43 το δίκτυο αυτό θα εξαρθρωθεί[3] από τις Γερμανικές μυστικές υπηρεσίες και θα συλληφθούν μεταξύ άλλων και οι Μούρας, Βολογιάννης. Το πρώτο δεκαήμερο του Ιουνίου οι Γερμανοί θα τους μεταφέρουν εσπευσμένα στη Θεσσαλονίκη επειδή αφ΄ ενός μεν η υπόθεσή τους θεωρείται σημαντική και αφετέρου γιατί φοβούνται καταδρομική ενέργεια από αγγλικά κομάντος για την απελευθέρωσή τους.
[4] Αξιωματικός της Γκεστάπο, που μετά τον πόλεμο αναζητήθηκε-αλλά δεν βρέθηκε ποτέ- για να δικαστεί ως εγκληματίας πολέμου
[5] Απόσπασμα από τον πρόλογο του Ηλία Βενέζη στη 2η έκδοση του βιβλίου «Το νούμερο 31328» το καλοκαίρι του ’45.