(Ήρταν γοι δούλ’ α σκλαβώσιν τς λέφτιρ’)
Τα Χριστούγεννα του 1944 σύσσωμος ο λεσβιακός λαός, κάτω από την καθοδήγηση του ΕΑΜ, κατέβηκε στα Μπλόκια της Μυτιλήνης για να αποτρέψει την απόβαση των «μαύρων» του Τόρνμπουλ (βρετανικών στατευμάτων, στελεχωμένων κυρίως από Ινδούς), βροντοφωνάζοντας στους Εγγλέζους αποικιοκράτες το θρυλικό “Go Back” και ματαιώνοντας έτσι την επιχειρούμενη νέα κατοχή του νησιού μας.
Το «Go back» θα μείνει για πάντα στην ιστορία και τη μνήμη μας, επειδή κατάργησε τη μοιρολατρία και την υποταχτικότητα του λαού απέναντι στον πάνοπλο εχθρό. Επειδή ύψωσε θεόρατο ανάστημα και αμφισβήτησε την «αδιαμφισβήτητη» ισχύ της Μεγάλης Δύναμης, που διαφεντεύει πάντα τις τύχες των λαών σύμφωνα με τα συμφέροντά της. Επειδή ο λαός συνειδητοποίησε τη δύναμή του και αναδείχτηκε νικητής μ’ έναν εχθρό που ήρθε σαν «φίλος και σύμμαχος», για να εξουδετερώσει την τεράστια επιρροή του ΕΑΜ και να βοηθήσει την άρχουσα τάξη και τη ντόπια αντίδραση να επιβάλει το κράτος του νόμου της στο μόνο νησί του Αιγαίου που κρατήθηκε σχεδόν ολότελα εαμικό και όπου ο αδούλωτος λαός του, μετά την απελευθέρωσή του από τους Γερμανούς καταχτητές, πήρε τις τύχες του στα χέρια του και μεγαλούργησε.
Αλλά η νίκη αυτή του λεσβιακού λαού αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, αν αναλογιστεί κανείς ότι επιτεύχθηκε τις ίδιες εκείνες μέρες που οι Άγγλοι ιμπεριαλιστές αιματοκυλούσαν την Αθήνα (Δεκεμβριανά) και με την ωμή και απροκάλυπτη ανάμειξή τους στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας μας οδηγούσαν την πατρίδα μας στον εμφύλιο σπαραγμό.
Χρονολόγιο γεγονότων
Κυριακή, παραμονή Χριστουγέννων του 1944. Στις εφτά το πρωί μαθαίνεται σ’ όλη την πόλη, πως απ’ την αυγή άραξαν έξω απ’ το λιμάνι έξι καράβια, μεταγωγικά γεμάτα «μαύρους» (βρετανικά αποικιοκρατικά στρατεύματα, στελεχωμένα κυρίως από Ινδούς) και τρία πολεμικά εγγλέζικα. Στα Μπλόκια είχαν κιόλας ξεφορτώσει έξι στρατιωτικά αυτοκίνητα. Η μέρα είναι βαριά και κρύα. Φυσά δυνατός αγέρας κι ώρες – ώρες ρίχνει χιονόνερο. Τα χωνιά γυρίζουν στις γειτονιές και ειδοποιούν τον κόσμο. «Νιάτα και λαέ! Εμπρός, όλοι. Άντρες, γυναίκες και παιδιά να ζητήσουμε να φύγουν απ’ το νησί μας οι μαύροι. Θάνατος στο φασισμό – Λευτεριά στο λαό!».
Η απεργιακή επιτροπή, που από καιρό βρίσκεται σ’ επιφυλακή, κηρύσσει γενική απεργία σ’ όλο το νησί. Η ΝΕ του ΕΑΜ φροντίζει να δοθεί με τα χωνιά και με τους συνδέσμους της το σύνθημα για γενική κινητοποίηση του λαού. Η ανταπόκριση του κόσμου είναι συγκινητική.
Ο ΕΛΑΣ και η Εθνική Πολιτοφυλακή αποφασίζουν να υποστηρίξουν το λαό, όταν εκείνος θα χρειαζόταν να αποκρούσει την απόβαση. Για το σκοπό αυτό οργανώνονται 4 σταθμοί επιδέσεως τραυματιών και ορεινό χειρουργείο, με γιατρούς και νοσοκόμους της Εθνικής Αλληλεγγύης. Ακόμα συγκροτούνται και συνεργεία τραυματιοφορέων από επονίτες. Ειδοποιούνται και οι λόχοι που εδρεύουν σε χωριά να κατεβούν, καθώς και ο εφεδρικός ΕΛΑΣ.
Κι ο κόσμος όλο και κατεβαίνει. Οι μπούκες των πολυβόλων είναι γυρισμένες κατά πάνω του. Δε δειλιάζει κανένας. Εξακολουθεί να βρέχει. Η προκυμαία γεμίζει κόσμο. Κατεβαίνουν από παντού. Οι δυνάμεις των Εγγλέζων επιχειρούν να αποβιβαστούν στο Ταχυδρομείο. Αποτυγχάνουν!
Ύστερα προσπαθούν να δέσουν την τορπιλάκατό τους και να κατέβουν στα Μπλόκια. Μα και πάλι δεν το καταφέρνουν. Ο κόσμος μαζεύεται εκεί. Τον δέρνει το χιονόνερο κι η παγωμένη αλισάχνη. Ο αγέρας δυναμώνει. Τραγουδούν τον αντάρτικο και σφίγγουν τις γροθιές. Βρέχει. Κρυώνει. Μα δε φεύγει κανένας!
Τ’ απόγεμα καταφθάνουν συνταγμένοι, οπλισμένοι οι Μοριανοί. Ένα σωρό άνθρωποι με σκουριασμένες χαντζάρες, κασμάδες, τσεκούρια και ξύλα. Και με ψυχή. Έρχονται οι Αγιασώτες, η αγροτιά της Γέρας, οι βασανισμένοι του λεσβιακού κάμπου. Τους καινούριους τους υποδέχονται οι παλιοί με «ζήτω», χαλασμός Κυρίου. Όλη αυτή τη νύχτα την περνά τόσος κόσμος που έκανε ώρες ποδαρόδρομο πάνω στην προκυμαία. Μέσα στη λάσπη και στο κρύο. Δε νοιάζεται κανένας, ούτε για φαί, ούτε για κρεβάτι. Ανάβουν φωτιές να ζεσταθούν και τραγουδούν. Η προκυμαία γεμίζει φλόγα και τραγούδι.
Αυτή τη νύχτα σηκώνονται οδοφράγματα με πέτρες, βαρέλια, αραμπάδες, κάσες και άλλα. Στα κυριότερα σημεία της πόλης και, πριν απ’ όλα, γύρω στο λιμάνι. Κάθε δρόμος και οδόφραγμα. Και μπροστά στα οδοφράγματα τα ξυπόλυτα αετόπουλα. Ο λαός αγρυπνά. Παντού.
Οι Γερμανοί, κατά τη διάρκεια της κατοχής του νησιού, είχαν φτιάξει στην πόλη οδοφράγματα με συρματοπλέγματα, τα οποία αναγκάστηκαν να τα εγκαταλείψουν μετά την απελευθέρωση και το διώξιμό τους από τη Λέσβο. Τα συρματοπλέγματα αυτά χρησιμοποιούνται τώρα από το λαό για την οχύρωση της πόλης.
Ξημερώνουν Χριστούγεννα κι από παντού καταφθάνουν οι αγρότες του νησιού με κασμάδες, τσεκούρια και ντουφέκια. Όλοι μαζεύονται στην προκυμαία και στα Μπλόκια. Ο κόσμος δείχνει μεγάλη αποφασιστικότητα.
Αργά το βράδυ, το μεγάλο πολεμικό ανεβάζει σήμα μάχης. Τα μεταγωγικά ανάβουν τα φώτα τους, οι «μαύροι» ετοιμάζονται πάλι να μπαρκάρουν. Χτυπούν καμπάνες, παίζουνε σάλπιγγες, αντηχούν τα χωνιά. Χαλά ο κόσμος. Το πλήθος τρέχει στα Μπλόκια με αλαλαγμούς. Με γυμνωμένα σπαθιά κι ορθά πελέκια. Μπροστά στην αποφασιστική στάση που κρατά ο λαός ο εχθρός κάνει πίσω.
Στις 28 Δεκέμβρη ανακοινώνεται επίσημα πως οι Εγγλέζοι δε θα πατούσαν πόδι στο νησί. Την είδηση τη δέχεται ο κόσμος με χαρά. Όλοι μαζεύονται στο Δημαρχείο. Μιλούν στο λαό ο Γώγος, ο Αποστόλου, ο Φριλίγγος, ο Πιταούλης κι ο Χατζηπαυλής. Την ίδια μέρα το μεσημέρι γίνεται παρέλαση. Μπροστά η Εθνική Αλληλεγγύη, ύστερα ο ΕΛΑΣ, η Πολιτοφυλακή, ο εφεδρικός ΕΛΑΣ. Απ’ τα «ζήτω» χαλά ο κόσμος. Ραίνουν τους αντάρτες με λουλούδια. Όλη η μέρα περνά με χαρά και με τραγούδια. Ο λαός γιορτάζει τη νίκη του.
Η γυναίκα έδωσε μια νότα ξεχωριστή στον αγώνα. Δίπλα στον άντρα κι ακόμα πιο μπροστά απ’ αυτόν. Και δεν ήταν μονάχα στην πρώτη γραμμή. Σ’ όλες τις υπηρεσίες, που χωρίς αυτές η πρώτη γραμμή παραλύει. Στα συσσίτια, στα χειρουργεία, στη μια, στην άλλη. Έδειξε πως νιώθει βαθιά τις υποχρεώσεις της και καταλαβαίνει τον τρόπο που θα καταχτήσει τα δικαιώματά της.
Οι Αγιασώτες ξεχώριζαν με τα σατιρικά τους που κυριάρχησαν τις επόμενες μέρες και τραγουδήθηκαν απ’ όλους, όσους ξεροστάλιαζαν μέσα στο χιονόνερο και στο ξεροβόρι στα «Μπλόκια».
Του ΙΑΜ, του ΙΑΜ τσι γι’ ΙΠΟΝ
μας ανοίξαν τα μάτια λοιπόν
τσ’ ό,τ’ να κάνιτι ρε γκ’μπάρ’
δε μας βάζιτι σαμάρ’
στ’ς ικλουγές θα μας βρείτι απών!
Ρε Γιώργου βασ’λέ μας,
για ρίξι μπρους την γη κουμμάτ’ του βλέμμα σ’.
Γιου βασ’λές, του κλουτσιάρ’κου του μ’λάρ’
δε ντου πήρι ακόμα χαμπάρ’
τσ’ έστ’λι του Παπαντριγιά
τσι τ’ς Αράπ’δις τ’ κουπριγιά
να μας βάλιν τσινούργιου σαμάρ’.
Φουνιάδις φασίστις,
αγίτι, μη σας στείλουμε στ’ς αξίστις.
Μα ξ’πάσαν τα μ’λάρια
πιτάξαν απ’ τ’ς κατίνις τα σαμάρια.
(Τραγούδι του Αγιασώτη λαϊκού στιχουργού Στρατή Ανεζίνου που γράφτηκε κείνο το βράδυ στα Μπλόκια.)
Επιμέλεια: Παναγιώτης Μ. Κουτσκουδής