ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΛΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ – ΜΙΑ ΕΠΕΙΓΟΥΣΑ ΕΓΧΕΙΡΙΣΗ ΠΟΥ ΑΝΑΒΛΗΘΗΚΕ, ΑΦΟΥ ΜΙΑ ΣΦΑΙΡΑ ΒΡΗΚΕ ΣΤΟΧΟ.

Η μαρτυρία του Πολύδωρου Αναστασέλλη (του Στρατή και της Βαγγελιώς), που δόθηκε στους ΦΙΛΟΥΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ, σηματοδοτεί την συμμετοχή χιλιάδων νέων, στους ξεσηκωμούς της Αντιδιχτατορικής Αντίστασης, που φούντωνε με την πάλη των αντιστασιακών οργανώσεων και των φοιτητικών επιτροπών αγώνα.

Μέχρι σήμερα ο ίδιος δεν είχε μιλήσει δημόσια. Μετά από επίμονες προτάσεις μας, συμφώνησε λίγες μέρες πριν την 46η επέτειο του ηρωικού ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου, να μας διηγηθεί τα όσα υπέφερε ο ίδιος και η οικογένειά του, από την εγκληματική βαρβαρότητα της Χούντας.

«Δεν ανεχόμουν το … σήκω—κάτσε…, ούτε το … ψιτ—ψιτ ταυτότητα… από τους ασφαλίτες που περιπολούσαν πάντα δυο -δυο. Ζούσα στο τρίγωνο του διαβόλου στο κέντρο των Αθηνών, όπου από το 1972 γινόταν τακτικά διαδηλώσεις κατά της Χούντας. Άλλαζα πανταλόνι, βάζοντας το δεύτερο μπλουτζίν μου και ξεχνούσα καμιά φορά την ταυτότητα στην τσέπη του άλλου παντελονιού. Έτσι με έσυραν δυο φορές στο αστυνομικό τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων… Τον Φλεβάρη του 1973 πήγα κάτω από τις καταλήψεις της Νομικής Σχολής, από αντιχουντική διάθεση και περιέργεια για τους νέους που σήκωναν κεφάλι και τα έβαζαν με το σιδερόφραχτο φασιστικό καθεστώς. Ξεχώριζες αμέσως τους διαδηλωτές από τους μυστικούς και τους βαλτούς, που τριγύριζαν έτοιμοι για ξυλοδαρμούς και βίαιες συλλήψεις.

—Αρχές Νοέμβρη του 1973 ήρθε ο πατέρας μου από τη Μυτιλήνη, για να κάνει στις 19 Νοεμβρίου μια επείγουσα εγχείρηση στο Νοσοκομείο Βούλας ( να του αφαιρέσουν πέτρες από τα νεφρά). Την προπαραμονή το απόγευμα 16 Νοεμβρίου ακούσαμε τον «παράνομο» Σταθμό του Πολυτεχνείου, που προσκαλούσε τον κόσμο να κατεβεί στο Πολυτεχνείο για συμπαράσταση. Έτσι σούρουπο πια, κατεβαίνω στην κεντρική πύλη του Πολυτεχνείου στην Πατησίων, όπου είχε μαζευτεί πολύς κόσμος. Ο αστυνομικός κλοιός έσφιγγε και βίαια μας απώθησαν προς την οδό Τοσίτσα και κάτω από την Πατησίων, ενώ την ίδια ώρα από κάποιο κτίριο πυροβολούσαν με ριπές κατά πάνω μας. Δεν άκουσα μπαμ, αλλά ένοιωσα ένα οξύτατο τσούξιμο ( πίσω και ελάχιστα κάτω) από το αριστερό μου γόνατο. Φορούσα ένα πέτσινο σακάκι που μου έφερε ο πατέρας μου και ένα κοτλέ πανταλόνι που πλημύρισε στο αίμα. Εκεί γύρω πέντε – έξι τραυματισμένοι χτυπούσαμε κουδούνια σε πολυκατοικίες για να μας περιθάλψουν και να γλυτώσουμε από τα φονικά πυρά. Μου άνοιξε ένας οδοντογιατρός, που μου είπε να πάω γρήγορα σε Νοσοκομείο γιατί αιμορραγούσα. Αλλά όσοι πήγαιναν στα Νοσοκομεία τους περίμεναν όργανα της Χούντας για να τους αποτελειώσουν. Θερμοπαρακάλεσα έναν περαστικό με μηχανάκι, που από τα στενά με πήγε σπίτι μου στην οδό Διδότου. Έτρεξε ο πατέρας μου και έφερε από την οδό Σκουφά, έναν γνωστό του γιατρό στο σπίτι. Η διάγνωση ήταν ότι η σφαίρα δεν βρήκε κόκαλο. Τάπωσε και έδεσε το διαμπερές τραύμα, ερχόταν δε παρά μέρα στο σπίτι για αλλαγές, δίνοντάς μου παράλληλα διάφορα αντιβιοτικά από τα δείγματα των εταιρειών που είχε στο Ιατρείο του. Πέθαινα στον πόνο αλλά δεν μπορούσα ούτε να φωνάξω, αφού κανένας δεν έπρεπε να μας πάρει χαμπάρι.

Ο πατέρας μου ανέβαλε την επείγουσα εγχείρηση του για να με φροντίζει. Ο γιατρός έφερε στο σπίτι «γυψαδόρο» και μου έβαλε όλο το πόδι στο γύψο. Ο πατέρας έβγαλε χαρτί από ορθοπεδικό, ότι με τράκαρε αυτοκίνητο και με το αεροπλάνο με μετέφερε στο σπίτι μας στη Μυτιλήνη όπου κανείς πέρα από τους γονείς μου δεν γνώριζε πού τραυματίστηκα. Μετά την εγκληματική επέμβαση στο Πολυτεχνείο, επικρατούσε και πάλι τρομοκρατία και χαφιεδοφοβία. Κυκλοφορούσα στην αυλή με τις πατερίτσες και οι γειτόνισσες ρωτούσαν «Τι έπαθε του Ντουρέλι;», οπότε η μάνα μου απαντούσε «Τουν χτύπσι αυτουκίνητου».

Η θεραπεία κράτησε εφτά μήνες και τον Ιούνιο γύρισα στην Αθήνα. Η αφεντικίνα μου (που γνώριζε την αλήθεια), μου έστελνε κανονικά τον μισθό μου όλους αυτούς τους μήνες (δούλευα σε κλωστοϋφαντουργείο). Ξεκίνησα καινούργια δουλειά σαν φωτορεπόρτερ, αφού χρόνια ήμουν μαθητευόμενος σε αυτή την τέχνη που με μάγευε από μικρό. Η πρώτη μου επαγγελματική φωτογράφηση ήταν την νύχτα της μεταπολίτευσης 23 Ιουλίου 1974, στο αεροδρόμιο με τον ερχομό του Καραμανλή.

Το 1975 που ο εισαγγελέας Τσεβάς άρχισε ανακρίσεις για τα εγκλήματα των χουντικών στο Πολυτεχνείο, μετά από μεγάλη επιμονή του πατέρα μου, πήγα και κατέθεσα τα όσα πέρασα εγώ και η οικογένειά μου. Στη Δίκη του Πολυτεχνείου παρευρισκόμουν με δυο ιδιότητες, του φωτορεπόρτερ, αλλά και ενός εκ των 247 μαρτύρων κατηγορίας κατά των χουντικών.»

ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΟΠΙΤΗ ΜΑΣ ΠΟΛΥΔΩΡΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΕΛΛΗ, ΠΟΥ ΕΖΗΣΕ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΤΗΝ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΗ ΒΑΡΒΑΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ.