ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ για τις ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ της ΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ στη ΛΕΣΒΟ
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ-Μαρτυρίες Απόστολου Αποστόλου και Παναγιώτη Βόλια.
Για τα έργα και τις ημέρες της ξενοκίνητης χούντας στη Λέσβο, έχουμε ανεβάσει αρκετές αναρτήσεις ως Ομάδα, με αναλυτικότερη αυτή της 17ης Απριλίου 2017 που είχε τίτλο «50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΗΣ ΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ». Σήμερα 54 χρόνια μετά, σας μεταφέρουμε εικόνες από τις πρώτες μέρες μετά το πραξικόπημα, με αποσπάσματα από μαρτυρίες συντοπιτών μας, που η χούντα συνέλαβε, φυλάκισε και εξόρισε, αποσπώντας τους βίαια από την οικογενειακή, κοινωνική και πολιτική τους ζωή.
Από τη πρώτη μέρα Παρασκευή 21 Απρίλη 1967 ακούγονταν στα ραδιόφωνα εμβατήρια και ανακοινωθέντα με «αποφασίζομεν και διατάσσομεν». Απαγόρευση κυκλοφορίας «από την δύσιν του ηλίου» και προληπτική λογοκρισία στις εφημερίδες. Η στρατιωτική διοίκηση Λέσβου απειλεί: «Πάς όστις διαδίδει καθ’ οιονδήποτε τρόπον ψευδείς ειδήσεις ή φήμας δυναμένας να προκαλέσουν ανησυχίαν ή φόβον, θα συλλαμβάνεται και θα παραπέμπεται εις το Στρατοδικείον…» Τα στρατιωτικά και τα αστυνομικά τζιπ πηγαινοέρχονταν και το απόγευμα άρχισαν τις συλλήψεις στη Μυτιλήνη και στα χωριά. Μέσα σε λίγες μέρες στίβαξαν στα Αστυνομικά Τμήματα διακόσια στελέχη της ΕΔΑ και της Νεολαίας Λαμπράκη και στη συνέχεια τους μετέφεραν στο Διδασκαλείο, που μετατράπηκε σε στρατόπεδο κράτησης όπως είχαν κάνει και οι Ναζί το 1941.
Από τους πρώτους συνέλαβαν τον Δήμαρχο Μυτιλήνης Απόστολο Αποστόλου, που γράφει στο βιβλίο του «ΜΝΗΜΕΣ»: «…Τη μεγάλη Τρίτη ήρθαν και με πήραν οι ασφαλίτες με κλειστό τζιπ και με μετέφεραν στην Ασφάλεια (Τζέημς Αριστάρχου 15), όπου με έκλεισαν αμέσως στο κελί. Σε λίγο μού ’φεραν για… συντροφιά το Χρήστο Χατζηράλλη, τον ήρεμο αυτόν άνθρωπο που πάντα σε κάθε ανώμαλη κατάσταση, πλήρωνε κι αυτός παλιές …αμαρτίες. Νωρίς το απόγευμα μας μετέφεραν στο Διδασκαλείο, όπου βρήκα όλη την…αφρόκρεμα της Αριστεράς. Είχαμε μαζευτεί εκεί μέσα πάνω από 100 άτομα, όλοι ένας κι ένας, κομμουνιστές και δημοκράτες, όσοι ήταν γραμμένοι στους καταλόγους της Ασφάλειας. Καθάρισαν το νησί από όλα τα …επικίνδυνα στοιχεία. Έτσι το έργο της …αναμόρφωσης του τόπου θα προχωρούσε απρόσκοπτα. Μας κράτησαν όλη τη Μεγάλη βδομάδα. Τη Λαμπρή ήρθε κι ο δεσπότης και μας έφερε το μήνυμα της …αγάπης. Τη σκοτεινή νύχτα της Λαμπροτετάρτης μας ειδοποίησαν ξαφνικά για μεταγωγή, χωρίς να γνωρίζουμε πού θα μας πήγαιναν. Με κλειστά ρέο, ένοπλους φρουρούς και χωροφύλακες, η πομπή διέσχισε την προκυμαία, που φυλασσόταν από οπλισμένους στρατιώτες και σταμάτησε κοντά στο νέο Τελωνείο, όπου είδαμε να φαντάζει μέσα στη νύχτα το αρματαγωγό. Κόσμος πολύς μέσα στο πλοίο, μας υποδέχτηκαν με αγάπη και χειροκροτήματα σαν να πηγαίναμε σε πανηγύρι. Το αρματαγωγό είχε περάσει από διάφορα λιμάνια της Μακεδονίας και αφού μάζεψε τους προγραμμένους, ήρθε στη Μυτιλήνη για να πάρει τους …ταραξίες του νησιού. Από αυτούς μάθαμε ότι μας πάνε στη Γυάρο»!
Βασικός στόχος των πραξικοπηματιών και των διωκτικών αρχών ήταν τα στελέχη της ΕΔΑ. Όπως διηγείται ο τότε γραμματέας της νομαρχιακής επιτροπής Λέσβου Παναγιώτης Βόλιας, το πρωί της 21ης που ακόμα η κατάσταση ήταν συγκεχυμένη, πρόλαβαν μαζί με τον γραμματέα περιοχής Αιγαίου Κώστα Βασσάλο, τον βουλευτή Λέσβου Νίκο Γανίτη και τον υπεύθυνο της εφημερίδας «Δημοκρατική Λέσβος», Δημήτρη Αξιώτη, να πάνε στα γραφεία της ΕΔΑ (στο Φανάρι ) και να κάψουν κάθε έγγραφο με οποιαδήποτε στοιχεία. Στο βιβλίο του «ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ» αναφέρει:
«…Συζητούσαμε τί πρέπει να κάνουμε, αν υπήρχε τρόπος με σύμμαχες δυνάμεις να αντισταθούμε από κοινού κατά της Δικτατορίας. Στάθηκε όμως αδύνατο να εξασφαλιστούν οι συμμαχίες. Ήρθαμε σε επαφή με τον Στρατηγό Ν. Σηφάκη, γραμματέα της Ν.Ε. Λέσβου της Ένωσης Κέντρου, αλλά ήταν σκεφτικός και δεν ήθελε να πάρει μόνος του πρωτοβουλίες, εάν κάτι τέτοιο δεν ξεκινούσε από την Αθήνα. Γι’ αυτό και εγκαταλείψαμε αυτή την ιδέα και αρκεστήκαμε στην παράνομη οργανωτικοπολιτική δράση. Έτσι φύγαμε από τα γραφεία, ο καθένας προς τη δική του κατεύθυνση, ορίζοντας δυο ανύποπτα μέρη συνάντησης.
Πήγα σε κάποιο προάστιο της πόλης και παρέμεινα αρκετές ώρες σε ένα συγγενικό μου σπίτι, αλλά όπως κατάλαβα ήταν αδύνατη η παραμονή μου εκεί για πολύ χρονικό διάστημα. Το βράδυ κατέβηκα στη Μυτιλήνη και κάθισα στο πάρκο στον Άη Γιώργη, με σκοπό να βρω σίγουρο δικό μας αυτοκίνητο να με μεταφέρει στο Μανταμάδο σε κάποια αγροτική περιοχή, σε ένα αμπρί που ήξερα των μαχητών του Δημοκρατικού Στρατού και θα εξασφάλιζα σύνδεσμο για επικοινωνία με τα άλλα στελέχη. Δεν πέρασε όμως και πολλή ώρα και τα σχέδιά μου ναυάγησαν. Ξαφνικά μια περιπολία του Τμήματος Ασφαλείας μπλοκάρισε το πάρκο, που δεν υπήρχε περιθώριο να ξεγλιστρήσω. Με πλησίασαν και με ρώτησαν πού γύριζα και απουσίαζα από το σπίτι μου. «Έκανα το συνηθισμένο καθημερινό μου περίπατο». «Να τα πεις αλλού αυτά», μου είπε ο ασφαλίτης Ν.Β., ακούμπησε το πιστόλι του στην πλάτη μου και με διέταξε να προχωρήσω.
Όταν φθάσαμε στο Τμήμα ασφαλείας στο Κιόσκι, στεκόταν απέξω η Μεροπούλα Φράγκου μικρό κοριτσάκι έξι περίπου χρονών και έκλαιγε λέγοντας: «Θέλω τη μαμά μου και το μπαμπά μου». Τους είχαν συλλάβει και τους δύο και βρίσκονταν στο κρατητήριο, στο σπίτι τους δεν υπήρχε άλλος προστάτης που να φροντίσει το κοριτσάκι.
Μόλις με είδε μου λέει με παραπονιάρικο ύφος: «Θείο Παναγιώτη, πάρε και μένα μαζί σου, είναι μέσα και η μαμά και ο μπαμπάς, θέλω να είμαι κοντά τους». «Ησύχασε κοριτσάκι μου, μην κλαις θα έρθουν σύντομα οι γονείς σου». «Προχώρα εσύ, μην μιλάς», μού είπε ο σκοπός της Πύλης του Τμήματος Ασφαλείας. Το κρατητήριο ήταν ασφυκτικά γεμάτο άνδρες και γυναίκες σε τέτοιο σημείο που δεν υπήρχε τόπος να καθίσουμε. Στεκόμαστε όρθιοι, διαμαρτυρηθήκαμε και ζητήσαμε και άλλο δωμάτιο, γιατί ο χώρος είναι στενός. Δεν υπάρχει άλλος μας απάντησαν σε αυστηρό τόνο… Στις 11 η ώρα περίπου τη νύχτα έφθασαν τα πρώτα τρία αυτοκίνητα και οι πρώτες τρεις δεκάδες μπήκαν μέσα, τοποθετήθηκαν και τρεις φρουροί στρατιώτες στο κάθε αυτοκίνητο, ένας μπροστά και δύο στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου, οπλισμένοι με εφ’ όπλου λόγχη και με το χέρι στη σκανδάλη , έτοιμοι μόλις θα έπαιρναν διαταγή να σπείρουν το θάνατο στα θύματα της δικτατορίας. Έτσι έδειχναν τα πράγματα, οι βλοσυρές ματιές οι βρισιές και οι απειλές που εκτόξευαν (κομμούνια θα πεθάνετε, καθάρματα κλπ) όλα έδειχναν τις διαθέσεις τους. Εγώ έτυχε να βρίσκομαι στο 2ο αυτοκίνητο, ξεκινήσαμε και πηγαίναμε σε άγνωστο τόπο και σε άγνωστη τύχη.
Από το Κιόσκι, που ήταν τότες το Τμήμα Ασφαλείας, περάσαμε από την προκυμαία. Στην πόλη επικρατούσε νεκρική σιγή. Αυτό βέβαια ήταν αποτέλεσμα των εκτάκτων μέτρων, εμείς όμως το ερμηνεύαμε και σαν ένδειξη πένθους του Δημοκρατικού Λαού της Μυτιλήνης. Τελικά φθάσαμε στον προορισμό, στην Ακαδημία με απειλές ότι δεν πρέπει να κινείται κανείς, στην αντίθετη περίπτωση θα έβαζαν τα πολυβόλα να μας θερίσουν όλους. Τα πολυβόλα τα είχαν τοποθετήσει σε ταράτσα ψηλότερη από το κτήριο που μέναμε και οι κάννες τους ήταν στραμμένες μέσα στο θάλαμό μας.
Την επαύριον κατέβασαν από τα χωριά τους συντρόφους μας, τα κτήρια όλα γέμισαν, τα πολυβόλα περικύκλωσαν την Ακαδημία.
Τις πρώτες μέρες παραμέναμε χωρίς σκεπάσματα και άλλα είδη ατομικής χρήσης, την τρίτη μέρα επέτρεψαν επισκεπτήριο, ήρθαν οι δύο αδελφές μου από το χωριό και η γυναίκα μου, την οποία δεν είχα ακόμη παντρευτεί. Ο γάμος θα γινόταν τη δεύτερη μέρα του Πάσχα. Τη Μεγάλη Δευτέρα βρέθηκε επισκεπτήριο στην Ακαδημία φέρνοντας τα μπαγάζια στο μέλλοντα σύζυγό της, για να πάρει το δρόμο της εξορίας. Τη Μεγάλη Τρίτη ήρθε για επισκεπτήριο η μάνα μου και μου είπε: «Μα βρε γιε μου, εγώ περίμενα να σε δω γαμπρό και όχι κρατούμενο» και κλέβοντας το βλέμμα του σκοπού φαντάρου, που δεν πρόσεχε τη συζήτηση των επισκεπτών και κρατουμένων, είπε: «Κουράγιο γιε μου, πήγαινε στο καλό. Όλα θα περάσουν, μην υποκύψεις. Και άλλες φορές ήσουν κρατούμενος επί πολλά χρόνια και γύρισες περήφανος, μόνο καλά να είσαι και όλα θα περάσουν».
Τη Μεγάλη Εβδομάδα τη βγάλαμε στην Ακαδημία και τη Λαμπροτετάρτη τη νύχτα κατά τις 11 μ.μ. μας μετέφεραν με αυτοκίνητα στο λιμάνι, μας στρίμωξαν στο αρματαγωγό «Αξιός», στο οποίο συναντήσαμε παλιούς γνωστούς μας συνεξορίστους του Άη Στράτη και της Μακρονήσου…
Το καράβι ξεκίνησε και, όπως ήταν τα αμπάρια κλειστά, δεν βλέπαμε τίποτα παρά μόνα τις κάννες των πολυβόλων, οι οποίες ήταν στραμμένες επάνω μας. Τούτα δα τα πολυβόλα ήταν καινούργια, γυαλιστερά και σύγχρονα και ασφαλώς συμμαχικά του Ν.Α.Τ.Ο. Είχαν χωροβάτη και λειτουργούσαν με κουμπιά, ήταν όπλα ακρίβειας πετύχαιναν το στόχο τους 100%, όπως μας εξήγησε ένας φρουρός, θέλοντας να μας απειλήσει. «Μα οι κάννες τους είναι στραμμένες προς τα μέσα και όχι προς τα έξω, πώς θα δούνε το στόχο;» τον ρωτήσαμε και «ποιος είναι ο υποτιθέμενος στόχος τους;» «Δεν ξέρω, μας απάντησε, προς το παρόν για την «τάξη» είναι στραμμένα επάνω σας, χωρίς βέβαια να έχουμε διαταγή να τα χρησιμοποιήσουμε, αλλά τί να κάνουμε και εμείς στρατιώτες είμαστε, διαταγές εκτελούμε, καταλάβατε;» «Ναι, καταλάβαμε πολύ καλά, του είπε κάποιος, αλλά και εσύ πρέπει να καταλάβεις κάτι, ότι στη δική μας θέση μπορεί στην πατρίδα σου να βρίσκεται ο πατέρας σου, ο αδελφός σου ή κανένας συγγενής σου. Αυτό πρέπει να σκεφτείς καλά». Δεν απάντησε, έμεινε για λίγα λεπτά σκεπτικός και μετά σιγανά, πολύ σιγανά, που μόλις ακουγόταν, είπε απολογητικά: «Στη ζωή όλα είναι πιθανά». Έτσι έκλεισε η κουβέντα μας».