ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ για τις ΠΡΩΤΕΣ ΜΕΡΕΣ της ΦΑΣΙΣΤΙΚΗΣ ΧΟΥΝΤΑΣ στη ΛΕΣΒΟ

ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ: Μαρτυρίες των Βασίλη Παπλωματά, Σταύρου Σκοπελίτη, Στρατή Τζέγκου, Μένιου Αδαμίδη και Χαράλαμπου Αναγνωστή.

Ο Βασίλης Παπλωματάς θυμόταν: «Το Σάββατο της Ανάστασης όταν ήρθε ο δεσπότης στο στρατόπεδο του Διδασκαλείου να μας αναστήσει, πέσαμε πάνω του με πρώτο τον Δήμαρχο Αποστόλου, να μεσολαβήσει για να αφήσουν ελεύθερες τις έξη γυναίκες που ήταν μαζί μας. -Να κοιτάτε τη δουλειά σας, μας απάντησε…».

Ο Σταύρος Σκοπελίτης θυμόταν: «Το πρωί της 21ης παρά το ότι είχαμε μάθει ότι έγινε πραξικόπημα, ο πατέρας μου Γιώργος πήγε στα κτήματα και γω κίνησα για τον Παππάδο να βρω τον υπεύθυνο του τομεακού Γέρας της ΕΔΑ, Νίκο Χατζηχρήστο. Στο δρόμο με σταμάτησε ένα ταξί με έναν χωροφύλακα και δύο αξιωματικούς, που με πήγαν στο Σταθμό Χωροφυλακής Παππάδου. Σε λίγο έφεραν και τον πατέρα μου δεμένο χειροπόδαρα. Από κει εξορία στα Γιούρα, μετά στο Λακκί Λέρου, μετά με άλλους 79 νεολαίους στον Ωρωπό και ξανά στη Λέρο, σε ένα ταξίδι που έμοιαζε να μην έχει τέλος…».

Ο Στρατής Τζέγκος ή Γλέζης από την Αγιάσο διηγείται: «…Ύστερα ήρθε η Χούντα. Μ’ έπιασε στους Λάμπου Μύλους, τις πρώτες μέρες μετά το πραξικόπημα. Μάζευα ελιές με την οικογένειά μου κι έμενα εκεί. Ήρθαν στο καφενείο που καθόμουνα. Ήταν ένας χωροφύλακας μ’ ένα αυτοκίνητο και μου λέει «Πάρε χρήματα, πάρε και καμιά κουβέρτα μαζί σου». Λέω στη γυναίκα μου να πάει να φέρει τα απαιτούμενα και να μη στενοχωριέται για το πού θα πάω. «Δείτε να μαζέψετε τις ελιές και να ’στε καλά.» τους είπα. Με πήραν και με πήγαν στο Ίππειος. Μ’ έβαλαν κάτω σ’ ένα αμπάρι και άμα πέρασε λίγη ώρα, είδαν τα χαρτιά μου και με φώναξαν στο γραφείο τους για εξακρίβωση στοιχείων. Με ξαναβάλανε στο αμπάρι και όταν ήρθε ένας ανώτερός τους με ξαναφώναξαν επάνω. Τα ίδια και τα ίδια πολλές φορές. Πίσω στο αμπάρι και μετά έφεραν τον Αντώνη το Σαβέλο και δυο τρεις Ιππειώτες. Την επαύριον τα ξημερώματα κουβάλησαν αρκετούς άλλους από την Αγιάσο, μας τσουβάλιασαν και μας πήγαν στην Ακαδημία όπου μας ξεφόρτωσαν. Μείναμε καμιά δεκαριά μέρες εκεί πέρα και μετά μας βάλανε σ’ ένα βαπόρι και μας ταξίδεψαν. Φουρτούνα, κακό… Είχαν ένα σχοινί τεντωμένο που το πιάναμε για ισορροπία και κατουρούσαμε. Μεγάλη τρικυμία. Έφευγαν τα ντουλάπια από τη θέση τους, λέω «Τελειώσαμε, εδώ είναι το στερνό μας. Τελικά μας βγάλανε στη Χίο. Κι από τη Χίο μας φόρτωσαν σε άλλο αρματαγωγό και τραβήξαμε για τα Γιούρα».

Ο Μένιος Αδαμίδης θυμάται: « Όταν με πήγανε στην Ασφάλεια, που ήταν στο Κιόσκι, με βάλανε στο κρατητήριο μόνο μου, γιατί τους άλλους που είχαν μαζέψει από νωρίς τους είχαν πάει στην Ακαδημία. Όταν ξημέρωσε μαζί με δυο άλλους, που φέρανε τις πρωινές ώρες, μας πήγαν και εμάς στην Ακαδημία. Εκεί μαζευτήκαμε γύρω στα 150 άτομα και καθίσαμε καμιά δεκαριά μέρες και εκεί κάναμε Πάσχα. Στο διάστημα που μας είχαν στην Ακαδημία αρρώστησα και γιατρός δεν υπήρχε, μόνο ένας φαρμακοποιός, κρατούμενος από την Αγία Παρασκευή, ο Πάνος Ευαγγελινός, που ήταν συνέχεια κοντά μου γιατί ήμουν σε άσχημη κατάσταση. Διαμαρτυρηθήκαμε στη Διοίκηση και μας φέρανε ένα γιατρό – στο μεταξύ αρρώστησαν και άλλοι – και το μόνο που μας έκανε ήταν να διαπιστώσει την ασθένεια. Είχαμε πάθει δηλητηρίαση από χαλασμένα φαγητά, γιατί δεν υπήρχε ψυγείο για να προφυλάγουμε.

Ο Διοικητής της φυλακής (κτήριο της Ακαδημίας) όταν διαμαρτυρόμασταν για κάτι – όπως για το φαγητό ή για την παραμονή μας – μας αντιμετώπιζε με ειρωνεία. Όταν ήρθε η ώρα για να μας πάρουν από εκεί, γιατί θα άνοιγε η Ακαδημία μετά τις διακοπές του Πάσχα, μας ειδοποίησαν να ετοιμαστούμε γιατί θα φεύγαμε… Μέσα στο αρματαγωγό μας μοιράσανε σωσίβια γιατί είχε μεγάλη φουρτούνα. Ρωτούσαμε τους ναύτες για πού μας πηγαίνουν και μας λέγανε: Πιο πολύ ξέρετε εσείς παρά εμείς. Ρωτούσαμε τους Αξιωματικούς, ούτε αυτοί μας λέγανε. Μας είχανε δεμένους ανά δύο και, δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε από τη θέση μας. Το καράβι σηκωνόταν όρθιο και περιμέναμε πότε θα βουλιάξουμε. Τους λέγαμε να μας μιλήσουν, μας έλεγαν πως δε μπορούνε, γιατί αυτή είναι η διαταγή. Δεν μπορούσαμε να πάμε στην τουαλέτα που ήταν στον καταπέλτη, σαν να λέμε στην ύπαιθρο, από κάτω στο αμπάρι που μας είχαν, εκεί που βάζανε τα άρματα και τα αυτοκίνητα…».

Ο Χαράλαμπος Αναγνωστής από την Αγία Παρασκευή θυμάται: «Τότε εγώ ήμουν γραμματέας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη στο χωριό, αλλά όταν έγινε το πραξικόπημα δεν μ’ έπιασαν την πρώτη μέρα… Είχαν πιάσει μέσα στο χωριό μας (από την πρώτη μέρα) τους Παναγιώτη Ευαγγελινό, Γεώργιο Κυπραίο, Παναγιώτη Καρακωνσταντή, Χαράλαμπο Καμναρόκο, Χαράλαμπο Χατζηκυριαζή, Ποσειδώνα Γιαννακή, Απόστολο Τζάνο και άλλους. Όλοι αυτοί ήταν στην Εθνική Αντίσταση… Βγαίνοντας στο δρόμο ήταν ένας ενωμοτάρχης, και μου λέει, τι είναι αυτά, ρε Χαράλαμπε; Λέω, ποια; Λέει, πάνω στα γραφεία σας τι βρήκαμε; Λέω, τι βρήκατε; Λέει, βρήκαμε ομάδες εθνικοφρόνων πολιτών που θέλατε να σφάξετε. Του λέω, σε προκαλώ να τα δημοσιεύσεις τούτη τη στιγμή μέσα στην αγορά να τα δει ο κόσμος. Να δουν ποιοι είμαστε οι Λαμπράκηδες.

Και προχωρούσαμε να πάμε στην αστυνομία. Σε λίγο, μόλις πέρασε μισή ώρα, φέρανε το Νίκο το Τζάνο, που ήταν πρόεδρος της Κοινότητας. Τον βάλανε μαζί μας, τον κατεβάσανε κάτω μέσα σε ένα υπόγειο, δεύτερο. Τρίτον έφεραν το Χριστόφα το Σκαρλατή, που ήταν Πρόεδρος Εργατών Γης…

Μετά μας είπαν ότι θα σας πάμε στο Αστυνομικό Τμήμα της Καλλονής. Μας βάλανε μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο και μας πήγαν στην Καλλονή… Σαν αύριο το πρωί μας φόρτωσαν σ’ ένα αυτοκίνητο και μας πήγαν στην Ακαδημία Μυτιλήνης. Μέσα στο αυτοκίνητο εγώ κι ο Νίκος καθόμασταν μπροστά δεμένοι με χειροπέδες, δεν μας λύσανε τα χέρια. Πίσω δεμένος ήταν ο Χριστόφας ο Σκαρλατής μ’ ένα χωροφύλακα που είχε στο χέρι του πιστόλι. Του είπαμε να κατεβάσει το πιστόλι, αφού ήμασταν δεμένοι και είπε τέτοια εντολή έχω. Μας πήγανε σε μια αίθουσα της Ακαδημίας, όπου είχαν συγκεντρώσει πολύ κόσμο από τη Μυτιλήνη και από άλλα χωριά του νησιού. Ανάμεσά τους και ο Απόστολος Αποστόλου, ο Δήμαρχος Μυτιλήνης.

Ήρθαν επισκεπτήριο από τα χωριά, αλλά δεν μας άφηναν να δούμε τους δικούς μας. Βγάλανε επίτηδες απέξω σκουπίδια και παρουσία δυο χωροφυλάκων βάλανε το Δήμαρχο τον Αποστόλου να τα μαζέψει. Πήγαν πέντε έξι άτομα, ανάμεσα στους οποίους ένας Παπαδέλης, νομίζω κι ο Σταύρος ο Σκοπελίτης, και είπαν στο χωροφύλακα, δεν σέβεσαι την ηλικία του; Μέσα στην Ακαδημία ο καθένας μας είχε ένα χράμι ή μια κουβέρτα για να κοιμάται στο πάτωμα. Ούτε τουαλέτες. Είχε ανθρώπους που έπρεπε να κάνουν την ανάγκη τους δέκα φορές τη μέρα. Είχαμε μπετονάκια και κατούραγαν μέσα. Σίτιση, ότι είχε μαζί του ο καθένας. Δεν μας άφηναν να βγούμε έξω να περπατήσουμε. Το αποτέλεσμα ήταν μια νύχτα να μας φορτώσουν στα ρέο και να μας πάνε σ’ ένα σαπιοκάραβο που ήρθε φορτωμένο με Θεσσαλούς αγρότες και αγρότισσες, με τα καπέλα, με τα ρούχα της δουλειάς, που τους πήρανε από τα χωράφια.

Μέσα στο πλοίο είδαμε ότι είχε κόσμο πολύ. Λέγανε ότι τους πιάσανε την ώρα που κόβανε σανό και θερίζανε. Απέξω από τη Χίο το πλοίο χάλασε. Ρίξανε άγκυρα και περιμέναμε ανήσυχοι. Φοβούμασταν μη μας πνίξουν. Καμιά φορά έρχεται ένα άλλο πλοίο και μας βάζανε στο βίντσι πέντε-πέντε άτομα και μας μετέφεραν από το ένα καράβι (το αρματαγωγό «Αξιός») στο άλλο (αρματαγωγό «Νάξος»). Δεν ξέραμε πού θα μας πήγαιναν».

Πηγές:

Τα αποσπάσματα από συνεντεύξεις των Βασίλη Παπλωματά και Σταύρου Σκοπελίτη, στον Παναγιώτη Λενέτη, Απριλίου 1994 στη εφημερίδα «Νέα Πορεία».

Τα αποσπάσματα από συνεντεύξεις των Μένιου Αδαμίδη, Στρατή Τζέγκου και Χαράλαμπου Αναγνωστή, στον Παναγιώτη Κουτσκουδή για τους ΦΙΜΠΟΔ).

Δημοσιεύουμε και την επίσημη κατάσταση της Διοίκησης Χωροφυλακής Λέσβου, με τους συλληφθέντες μέχρι 3 Μαΐου 1967. Βέβαια οι συλλήψεις συνεχίστηκαν…

1. Αεροφωτογραφία του στρατοπέδου της Γυάρου, που δημοσίευσε το περιοδικό STERN.
2. Ο Βασίλης Παπλωματάς θυμάται για το στρατόπεδο του Διδασκαλείου…
3. Ο Σταύρος Σκοπελίτης στέλεχος της Νεολαίας Λαμπράκη στη Γέρα, έκανε ένα ταξίδι που φαινόταν χωρίςτελειωμό, σε πολλά στρατόπεδα.
4. Ο Στρατής Τζέγκος ή Γλέζης από την Αγιάσο, στο Μνημείο νεκρών εξόριστων στον Άι Στράτη. Η χούντα τον συνέλαβε στο καφενείο των Λάμπου Μύλων
5. Ο Μένιος Αδαμίδης έδωσε συνέντευξη το 2017 στους Παναγιώτη Κουτσκουδή και Δημήτρη Μπουρνού, για όλες του τις διώξεις.
6. Ο Χαράλαμπος Αναγνωστής από την Αγία Παρασκευή, έδωσε συνέντευξη στον Απόστολο Κομνηνάκα και στον Παναγιώτη Κουτσκουδή, για τη σύλληψή του στο χωριό και το δρόμο προς την εξορία.
7. «ΟΝΟΜΑΣΤΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΙΣ Συλληφθέντων αναρχικών υπό υπηρεσιών Διευθύνσεως Χωροφυλακής Λέσβου» … μέχρι 3 Μαΐου 1967. Και βέβαια οι συλλήψεις δεν σταμάτησαν σε όλη τη διάρκεια της φασιστικής διχτατορίας.