Η Δώρα Κουλμανδά και ο αντιδικτατορικός αγώνας
Τιμώντας τη μνήμη της αγωνίστριας του αντιδικτατορικού αγώνα και της Νεολαίας Λαμπράκη, Δώρας Κουλμανδά-Καλλιπολίτη, που τόσο άδικα έφυγε από τη ζωή, ο πρόεδρος της Εταιρείας Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων 1940-1974 Μακεδονίας, Τριαντάφυλλος Μηταφίδης μας θύμισε μια εξαιρετική ομιλία που είχε κάνει η αξέχαστη Δώρα το Νοέμβριο του 2006 στο 2ο Γυμνάσιο Συκεών.
Η Δώρα Κουλμανδά πήρε ενεργό μέρος στους αγώνες του «114» πριν εξοριστεί στη Γυάρο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Το 1969 στη «Δίκη των 17» του ΠΑΜ στη Θεσσαλονίκη, όπου γεννήθηκε και σπούδασε, καταδικάστηκε από το Έκτακτο Στρατοδικείο σε κάθειρξη 7 ετών για να αποφυλακιστεί με γενική αμνηστία το 1973.
Θέμα της ομιλίας ήταν “οι γυναίκες στον αντιδικτατορικό αγώνα” και στη διάρκειά της, είχε δώσει πειστικές απαντήσεις σε μερικά καίρια ερωτήματα που ισχύουν μέχρι σήμερα, όπως: Πως φτάσαμε στο πραξικόπημα του 1967, ποιοι υπέστησαν τη δικτατορία, ποιοί αντιστάθηκαν, πόσο μεγάλο ήταν το εύρος της αντίστασης στο συνολικό πολιτικό φάσμα. Κι επίσης, τι κάνει επίσης έναν άνθρωπο βασανιστή.
Η ομιλία
Παραθέτουμε στη συνέχεια αποσπάσματα από την ομιλία που αποτελεί ένα μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο:
Καλησπέρα, φίλοι και φίλες!
Πολλές φορές έχω αναρωτηθεί τι νόημα έχουν οι βιωματικές αναφορές, ύστερα από τόσα χρόνια. Θα ‘λεγε κανείς πως σαράντα χρόνια μετά μεγαλύτερη σημασία και χρησιμότητα έχουν άλλα πράγματα. Οι ιστορικές αναφορές, οι εκτιμήσεις για τα γεγονότα, πολιτικές και όχι μόνο. Και δεν αναφέρομαι μόνο στη συγκεκριμένη πολιτική εκτροπή, στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, με κυρίαρχα τα ερωτήματα Πώς φθάσαμε ως εκεί, Πώς δε θα ξαναφτάσουμε, Ποιοι υπέστησαν τη δικτατορία, εκτός από την Ελλάδα την ίδια, φυσικά, Ποιοι αντιστάθηκαν, Πόσοι αντιστάθηκαν, Πόσο μεγάλο ήταν το εύρος της αντίστασης, όχι αριθμητικά αυτή τη φορά, αλλά στο συνολικό πολιτικό φάσμα; Τι κάνει επίσης έναν άνθρωπο βασανιστή, ποιες συνθήκες τον διαμορφώνουν, τι τον αφιονίζει και τι κάνει έναν άνθρωπο να λέει «Όχι! Δε θα μου πείτε πως θα ζήσω τη ζωή μου, πως θα ονειρευτώ.»; […][…] Ο πατέρας μου ήταν πολιτικός πρόσφυγας. Τον γνώρισα στα τριάντα μου. Ήμουνα Λαμπράκισσα και τριτοετής φοιτήτρια στην Αγγλική Φιλολογία, υπότροφος. Είχα τα ενδιαφέροντά μου, τις ανησυχίες μου, τη συμμετοχή μου, τα όνειρά μου. Ξαφνικά αυτή η ανατροπή: βρέθηκα εξόριστη στη Γυάρο και μετά φυλακισμένη. Εξήμισι χρόνια! Εξήμισι χρόνια, και έξω ο κόσμος να εξακολουθεί να υπάρχει, να ζει, να κινείται. Γράφονται βιβλία, τραγούδια, γυρίζονται ταινίες, ξεσπούν κινήματα, κυκλοφορούν ιδέες. Νέα πράγματα σημαντικά και μη. Και συ μέσα, μακριά από όλα αυτά που συμβαίνουν έξω, πράγματα που σε ενδιαφέρουν και σε καίνε. […]
Σε αναγκάζουν να ζεις στο κενό
[…] Σε καμιά περίπτωση δεν θέλω να πω ότι τα χρόνια της κράτησης ήταν χαμένα. Ήταν χρόνια γεμάτα συντροφικότητα αλλά και κάποιων εντάσεων, λιγότερο στις γυναικείες φυλακές. Οργανώσαμε τη ζωή μας, βοηθήσαμε η μία την άλλη, κάναμε τα μαθήματά μας, τραγουδούσαμε, γνωριστήκαμε, είχαμε τις πλάκες μας, τα μικρά καθημερινά προβλήματα, αγαπηθήκαμε, δεθήκαμε. Ήταν χρόνια γεμάτα, ήταν τα χρόνια που ο καθένας και η καθεμιά επιβεβαίωνε τη δική του, τη δική μας πια προσωπική αντίσταση στην επιβολή, ήταν ο τρόπος να πολεμήσεις τον εγκλεισμό ως φρονηματισμό. Ήταν η προσπάθεια που έκανε ο καθένας, είτε μέσα από τη συλλογικότητα είτε μέσω κάποιου απομονωτισμού, να συμμετέχει στα μέσα και στα έξω. Ήταν ο τρόπος να απαντήσουμε στη βία, οι «ανθρώπινες» στιγμές μας, για να μη δεχτούμε το «σταμάτα!».
Το ξάφνιασμα
[…] Εμένα με συνέλαβαν τη δεύτερη μέρα. Τη δεύτερη μέρα λοιπόν στο κρατητήριο είδα και αυτό που έλεγε και ο Βασίλης στην ταινία που είδαμε στο βίντεο, ότι σε κάποια τμήματα, όπως στο Εύοσμο, είχανε κτυπήσει κρατούμενους. Και ήτανε πάλι το κενό αυτό που κυριαρχούσε, θέλω να δώσω ένα προσωπικό στοιχείο, δεν ήταν οι συλλήψεις μόνο. Τι γίνεται; Πού πάει; Πόσο πάει; Πού σε πάνε; Τι θα σε κάνουνε; Και αυτό νομίζω είναι γενικό και κάτι περισσότερο για ένα νέο άνθρωπο.
Κάποια στιγμή, σε μία βδομάδα, έρχεται η κλούβα και μας κατευθύνουν προς τα αρματαγωγά. Εγώ, ως κρατούμενη μέχρι εκείνη την ώρα στο κρατητήριο, είχα δει δέκα ανθρώπους. Στο ίδιο κρατητήριο και η φίλη μου και συμφοιτήτριά μου η Λίτσα. Πηγαίνοντας προς το αρματαγωγό με την κλούβα καταφθάσανε ταυτόχρονα και κλούβες από άλλα μέρη της Θεσσαλονίκης και της Μακεδονίας. Θυμάμαι, όπως έβγαινα εγώ, ανέβαινε στο αρματαγωγό ο Παναγιώτης, που τον αναγνώρισα από πίσω.
Στο αρματαγωγό
Μέσα στο αρματαγωγό, ένα κενό απίστευτο. Επίσης η πρώτη αίσθηση της έκτασης των συλλήψεων. Διότι εκεί έκαναν τον διαχωρισμό οι κρατούντες, π.χ. τα γυναικόπαιδα και οι αναξιοπαθούντες στις κουκέτες. Και βρίσκεσαι πρώτη φορά με την έκταση και το εύρος των συλλήψεων. Βλέπεις ανθρώπους μεγάλους, υπέργηρους από την επαρχία, με την όποια πολιτική συμμετοχή, γυναίκες χτυπημένες επίσης, κοπέλες που τις είχαν συμβουλέψει παλιότερα στα κρατητήρια να βάλουν διπλά και τριπλά εσώρουχα, γιατί δεν ήξεραν πότε θα μπορέσουν να πλυθούν. Πράγματα που τα ακούγαμε, τα είχαμε διαβάσει, αλλά τότε τα βλέπαμε για πρώτη φορά. […]
Στη Γυάρο
Στη Γυάρο λοιπόν. Όταν έπεσε ο καταπέλτης, είδαμε τη Γυάρο. Η πρώτη εικόνα που έχω από το νησί είναι τα ανθισμένα μπούζια, αυτά τα παχύφυλλα φυτά που βγάζουν το μοβ το ανθάκι και φυτρώνουν παντού. Ένα μαβί πράγμα πέρα ως πέρα. Και μετά, όταν αρχίσαμε να βγαίνουμε, ψηλά είναι άλλοι, οι Αθηναίοι, που είχαν φθάσει πριν από μας. Κι εμείς να προσπαθούμε να δούμε κάποιους γνωστούς.
[…] Την ίδια μέρα ή την άλλη μας μαζέψανε σε μια αλάνα, εκεί κοντά που μας είχε αδειάσει το αρματαγωγό, όπου μας περίμεναν στρώματα και άχυρα, για να τα γεμίσουμε . Οι αρχές είχαν κάνει το κουμάντο τους, είχαν προετοιμαστεί. Ήταν και η πρώτη αίσθηση ότι μας είχαν φέρει για να μας κρατήσουν. Η πρώτη κίνηση, των παλαιότερων ήταν να αξιοποιήσουν ένα από τα κτίρια για το πρόχειρο αναρρωτήριο. Εκεί ήρθαμε πρόσωπο με πρόσωπο με την τραγική κατάσταση αρκετών συγκρατουμένων μας: άρρωστοι, ανήμποροι, ξαφνιασμένοι ακόμα, άπλυτοι από τα κρατητήρια, κάποιοι αρκετοί κτυπημένοι. Μην ξεχνάτε ήμασταν τότε πολύ μικρές. Και θέλω να δώσω εδώ και το γυναικείο στοιχείο, όλες οι κοπέλες αυτές τρέξαμε ως πρώτη δύναμη να ψιλοπεριθάλψουμε, να ψιλοκαθαρίσουμε τους μεγαλύτερους και πιο ηλικιωμένους.
Η ζωή στο στρατόπεδο
Και μετά άρχισε η ζωή του στρατοπέδου: συλλογικότητα, καθημερινότητα, προσαρμογή, προσπάθεια αξιοποίησης της χρόνου, συζητήσεις, εκτιμήσεις κτλ. Όλα αυτά μέσα στον αρκετά δύσκολο χειμώνα, κρύο από άποψη καιρικών συνθηκών, στο νησί. […]
Η ζωή στο στρατόπεδο
Και μετά άρχισε η ζωή του στρατοπέδου: συλλογικότητα, καθημερινότητα, προσαρμογή, προσπάθεια αξιοποίησης της χρόνου, συζητήσεις, εκτιμήσεις κτλ. Όλα αυτά μέσα στον αρκετά δύσκολο χειμώνα, κρύο από άποψη καιρικών συνθηκών, στο νησί. […]
Νέα σύλληψη, τα βασανιστήρια και η φυλάκιση
Μετά το διάλειμμα από τη Γυάρο, που μας άφησαν τις νεολαίισσες και τους νεολαίους τέλη Γενάρη, των Τριών Ιεραρχών, και κάποιο διάστημα ελευθερίας μέσα στη Χούντα, ήρθε η νέα σύλληψη, αυτή τη φορά όχι χωρίς λόγο, τον Αύγουστο. Τα γνωστά. Δε θα σταθώ σε αυτά: Ασφάλεια, απομόνωση, Γ΄ Σώμα Στρατού, ηλεκτροσόκ, απομόνωση, κρατητήριο. Όταν τελείωσαν οι ανακρίσεις, η Ασφάλεια, κατά τη συνήθη πρακτική της, θέλησε να έχει τις τρεις γυναίκες της υπόθεσης που είχαν στήσει, την Ασπασία, τη Γεωργία και εμένα, χωριστά. Η Ασπασία μετήχθη στις Επανορθωτικές Φυλακές, η Γεωργία στο Μεταγωγών, κι εγώ, δεν υπήρχε άλλος χώρος μετά το κρατητήριο, με την κλούβα στα ψηλά-ψηλά, στο Επταπύργιο. Ο λόγος που το αναφέρω ήταν πρώτα η ταραχή του Αρχιφύλακα, καθώς δεν είχε γυναικείο τμήμα: «Πάρτε την από δω!»
Μπαίνοντας στο Επταπύργιο, το πρώτο πράμα που μου ήρθε στο νου ήταν η σκηνή όταν, πέντε, έξι επτά χρονών, με πήγαινε η μάνα μου επισκεπτήριο στο θειο μου. Δεν είχε αλλάξει το Επταπύργιο.
Θέλω ακόμη να πω δυο λόγια, που ίσως είναι και τα μόνα από μια άποψη που έχουν πιο άμεση σχέση με αυτό που λέμε «διαφορά γυναίκας» ή «το γυναικείο ζήτημα» ή «γυναίκα κρατούμενη». Και δε θα το πω για τις πολιτικές κρατούμενες. Θα το πω για τις ποινικές. Διότι η συνεύρεση που είχαμε, η συμβίωση στις φυλακές της Κασσάνδρου, στις Επανορθωτικές στη Θεσσαλονίκη και, με κάποια πρόφαση, σε χωριστές πτέρυγες στις φυλακές Αβέρωφ και Κορυδαλλού, ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία. Ένα πολύ μεγάλο «Ευχαριστώ!» γι’ αυτές τις γυναίκες, για τη βοήθεια που μας πρόσφεραν, όπου και όσο μπορούσαν, για την αγάπη, για την εκτίμηση και για το σεβασμό που μας έδειξαν . Σεβασμό που η πολιτεία πάρα πολύ άργησε να τον δείξει, όσο τον έδειξε.
Οι γυναίκες πολιτικές κρατούμενες
Οι γυναίκες αυτές, πέρα από τη βοήθεια που πρόσφεραν στο μυαλό μας, στην ψυχή μας, στις αναλύσεις μας, χωρίς να ξέρουν βέβαια οι ίδιες ότι την πρόσφεραν, μας ώθησαν να έρθουμε σε επαφή με καταστάσεις τις οποίες δεν ξέραμε. Ακόμη και όσες, στην όποια σύντομη ή πιο μακροχρόνια ενασχόλησή τους με τα κοινωνικά προβλήματα, με τα πολιτικά , είχαν σχέση με τέτοια ζητήματα, ωφελήθηκαν από αυτήν την άμεση ανθρώπινη επαφή με γυναίκες που δεν είχαν πολιτικά ενδιαφέροντα, που δεν είχαν πολιτικό περίγυρο , που δεν είχαν ενδιαφέροντα κοινωνικά, αλλά η καταπίεση από την κοινωνία, το κράτος τη θρησκεία, το σύζυγο, το νόμο, την εξουσία, την πολιτική, τα πάντα, τις οδήγησε στη συντριβή. Μολονότι μικρή, ήμουν σπουδαγμένη κοπέλα, φοιτούσα στο Πανεπιστήμιο. Όμως αν μου έλεγε κανείς ότι έτσι φθάνει κάποιος στον παραβατισμό, έτσι φθάνει μια γυναίκα στο φόνο, έτσι αντιδρά στο φόνο και στην καταδίκη, δε θα τον πίστευα. Αργότερα, όταν είδα την Αναπαράσταση του Αγγελόπουλου, τη θεώρησα τη σημαντικότερη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου.
[1] Εννοεί το Βασίλη Καλλιπολίτη, το γνωστό δικηγόρο που έφυγε τόσο πρόωρα απ’ τη ζωή, συμφοιτητή-συναγωνιστή και σύζυγό της.
[2] Εννοεί την ποιήτρια Νατάσσα Χατζηδάκη, την ποιητική σύνθεση της οποίας «Κατάσταση Πολιορκίας» μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης.
[3] 4ο Γυμνάσιο Συκεών Θεσσαλονίκης

Δώρα Κουλμανδά-Καλλιπολίτη (1946-2001)

Από τη “δίκη των 17” του ΠΑΜ που έγινε τον Ιούνιο του 1969 στη Διεθνή Έκθεση. Διακρίνονται από αριστερά, στην πρώτη σειρά οι, Στεφ. Ιωακειμίδης, Αλέξ. Δοϊτσίνης, Γιάννης Γκίνης, Αλεξ. Γκαγκιανάρας, Ασπασία Καρρά, Μιχάλης Γλερίδης, Αλέξ. Ιωσηφίδης, στη δεύτερη σειρά, Αθαν. Καλαϊτζής, Δημ. Γιαννούσης, Χρίστος Νέικος, Αδάμ Δράγας, Χάρης Κουτσουράς, Σταύρος Νάσκος, Σίμος Σελίδης και στην τρίτη οι, Αριστ. Κορσαβίδης, Γεωργία Σαρηγιαννίδου και Δώρα Κουλμανδά.

Το Διοικητικό Συμβούλιο του Συνδέσμου Φυλακισθέντων Εξορισθέντων Αντιστασιακών 1967-1974 (ΣΦΕΑ) έξω από τα κρατητήρια του ΕΑΤ-ΕΣΑ.
